Νέου τύπου ελέγχους με σκοπό να φέρνουν πίσω τα «κλεμμένα» όσοι συλλαμβάνονται να φοροδιαφεύγουν έχει εξαπολύσει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ).
Μετά από προληπτικούς ελέγχους της Υπηρεσίας Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ) σε κάθε είδους επιχειρήσεις (ξενοδοχεία, νυχτερινά κέντρα, τεχνικές εταιρείες, ιατρεία κ.λπ.) και ύστερα από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν επί τόπου για σωρεία παραβάσεων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (πειραγμένες ταμειακές μηχανές, μη έκδοση αποδείξεων κ.λπ.), εστάλησαν στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) τα στοιχεία χιλιάδων επαγγελματιών, ιδιοκτητών και μετόχων εταιρειών που εμπλέκονταν για περαιτέρω έρευνα για φόρους εισοδήματος και ΦΠΑ που δεν έχουν αποδοθεί στο κράτος πριν και μετά την παράβαση. Σύμφωνα με πληροφορίες του «business stories», από αυτούς τους ελέγχους του ΚΕΦΟΜΕΠ εντοπίστηκαν 600 υποθέσεις, όπου διαπιστώνεται διαφορά μεγαλύτερη από 400.000 ευρώ για κάθε ελεγχόμενο ξεχωριστά ανάμεσα στα χρήματα που κατέθετε στην τράπεζα και στα εισοδήματα που δήλωνε στην Εφορία. Και μάλιστα όχι σωρευτικά σε βάθος δεκαετίας, αλλά σε μία και μόνη χρονιά, τουλάχιστον κατά την τριετία 2012-2014, αναφέρει το newmoney.gr.
Πλούτιζαν μέσα στην κρίση
Σε πολλές από τις περιπτώσεις αυτές η αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας ξεπερνά και το μισό εκατ. ευρώ – και όχι όλα μόνο σε έναν χρόνο, αλλά σε κάθε χρονιά για μια τριετία συνεχώς.
Τα ποσά ζαλίζουν, αλλά προκύπτουν από υποθέσεις όπως εκείνη το περασμένο Πάσχα, όταν σε μερικό επιτόπιο έλεγχο σε εστιατόριο ξενοδοχείου σε κοσμοπολίτικο νησί των Κυκλάδων έγινε αντιπαραβολή των εκδοθέντων μέσω ταμειακής μηχανής αποδείξεων και του POS της επιχείρησης, με αποτέλεσμα να διαπιστωθεί ότι δεν εκδόθηκαν 65 αποδείξεις λιανικής πώλησης ύψους 23.675,50 ευρώ (μόλις για μία ημέρα κατά την οποία έγινε ο έλεγχος). Τότε επιβλήθηκε λουκέτο 48 ωρών στην εγκατάσταση της επιχείρησης, όπως προβλέπει ο νόμος, αλλά η υπόθεση μετατράπηκε σε έρευνα και στάλθηκε στο ΚΕΦΟΜΕΠ.
Η εξέλιξη αυτή δείχνει και την ποιοτική αλλαγή των ελέγχων της Εφορίας, με στόχο την ουσιαστική έρευνα «ζωντανών» υποθέσεων με τη χρήση των έμμεσων τεχνικών ελέγχων. Στηρίζεται στη λογική ότι όποιος πιάνεται να φοροδιαφεύγει δεν υπέπεσε απλώς σε ένα στιγμιαίο ολίσθημα, αλλά πιθανότατα το έκανε συστηματικά και πριν, αποκομίζοντας μεγάλα έσοδα για τα οποία απέφευγε να πληρώνει τους ανάλογους φόρους.
Ετσι, ενώ ο προληπτικός έλεγχος και οι ποινές της ΥΕΔΔΕ επιβάλλονται κάθε φορά με στόχο την αποτροπή και καταστολή της φοροδιαφυγής, αποτελούν πλέον το έναυσμα και δίνουν στοιχεία για να ψάξει βαθύτερα η Εφορία και να φτάσει και στα χρήματα που αποθησαύριζαν οι επιτήδειοι φορολογούμενοι επί χρόνια.
Κυρίως, όμως, μετά την απόφαση του ΣτΕ που ακύρωσε ως αντισυνταγματικές και καταχρηστικές τις αναδρομικές έρευνες τραπεζικών λογαριασμών πέραν της 5ετίας, οι οποίες γίνονταν μαζικά και χωρίς στόχευση επί δικαίους και αδίκους, η ΑΑΔΕ στρέφεται πλέον σε ζουμερές υποθέσεις φοροδιαφυγής μετά το 2012, για τις οποίες δεν έχει παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου να διεξαγάγει ελέγχους.
Επιπλέον, όπως είναι διεθνώς παραδεκτό, το Δημόσιο έχει τη δυνατότητα να εισπράξει φόρους και πρόστιμα μόνον από φρέσκες υποθέσεις φοροδιαφυγής, τις οποίες εντοπίζει εν τη γενέσει τους και όχι μετά από χρόνια ή αφού οι εταιρείες κλείσουν και οι υπεύθυνοί τους εξαφανιστούν μαζί με τα λεφτά που έχουν βγάλει.