Οι αλλαγές που με καταιγιστικό ρυθμό συμβαίνουν στην τεχνολογία αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνίας και της οικονομίας, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις χρειάζονται ολοένα πιο ‘’ευφυή’’ και καλά καταρτισμένα στελέχη (είναι χαρακτηριστικό ότι στην χώρα μας, παρά την καλπάζουσα ανεργία, οι επιχειρήσεις αδυνατούν να εξεύρουν επαρκή αριθμό ατόμων με τις κατάλληλες δεξιότητες), ότι οι σταδιοδρομίες είναι πιο σύντομες και ευμετάβολες και ότι οι άνθρωποι πρέπει να είναι πιο ανεξάρτητοι και πιο αυτάρκεις για μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, όλα αυτά σημαίνουν ότι η σωστή εκπαίδευση καθίσταται η σημαντικότερη επένδυση που μπορεί και πρέπει να πραγματοποιεί κάθε άνθρωπος και κάθε κοινωνία.
Δε θα αναφερθώ στην χαοτική κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων και ιδίως στην τριτοβάθμια, όπου τα πανεπιστήμια μετατρέπονται σε κέντρα ανομίας.
Του Κώστα Χριστίδη*
Θα περιορισθώ να τονίσω ότι υπό τις συνθήκες των προαναφερθεισών αλλαγών, η σπουδαιότερη δεξιότητα που πρέπει να διαθέτει κάθε άνθρωπος είναι η ικανότητα προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και, ιδίως, στις οικονομικές (το αντίθετο δηλ. από την αντίληψη περί ‘’κεκτημένων δικαιωμάτων’’ και από την ακινησία του δημοσίου).
Η προσπάθεια αυτή προφανώς πρέπει να αρχίζει από τα σχολεία και να συνεχίζεται στα πανεπιστήμια, κυρίως με την εισαγωγή μαθημάτων σχετικών με την επιχειρηματικότητα, όπως: σημασία των επιχειρήσεων για την παραγωγή πλούτου, στοιχεία μικροοικονομικών και μακροοικονομικών, γνώσεις περί των θεσμών και της ορθής λειτουργίας τους, ανάπτυξη των λεγόμενων soft skills (ομαδική εργασία, κατανομή αρμοδιοτήτων, αξιοποίηση χρόνου, εργασία υπό πίεση), προγράμματα προσομοίωσης επιχειρήσεων, κλπ. Προς τον σκοπό αυτόν είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η παράδοση σχετικών μαθημάτων από εξωτερικούς διδασκάλους / στελέχη επιχειρήσεων και μέλη διάφορων επαγγελματικών κλάδων.
Τα ανωτέρω, όμως, δεν αρκούν. Η ανάγκη διαρκούς μάθησης και επανακατάρτισης δεν ολοκληρώνεται με το πέρας της ‘’επίσημης’’ (formal) εκπαίδευσης, αλλά συνεχίζεται διά βίου. Στο σημείο αυτό, ακριβώς, είναι πολύτιμος ο ρόλος των επιχειρήσεων για την μετάδοση διαρκώς προστιθέμενων νέων ρητών, αλλά και άρρητων γνώσεων, δηλ. αυτών που δεν είναι καταγεγραμμένες σε κάποια βιβλία και που μόνον ένας βαθύς γνώστης συγκεκριμένου τομέα, κλάδου ή δραστηριότητας μπορεί να γνωρίζει.
Η επιχειρηματικότητα δεν αποτελεί απλώς βασικό παράγοντα παραγωγής πλούτου αλλά ταυτόχρονα είναι φιλοσοφία, τρόπος ζωής, αντίληψη για τον εαυτό μας και τους άλλους, κοινωνική προσφορά.
Το ευ επιχειρείν βασίζεται σε αρχές εταιρικής διακυβέρνησης, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα πολλών ενδιαφερόμενων μερών (μετόχων, εργαζόμενων, πελατών, προμηθευτών, ανταγωνιστών, τοπικών ή ευρύτερων κοινωνιών) και προωθούν οικονομικούς, περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους.
Στο πλαίσιο αυτό οι επιχειρήσεις δίνουν ολοένα περισσότερη έμφαση στην ‘’διεύρυνση’’ και στον ‘’εμπλουτισμό’’ της εργασίας (job enlargement και job enrichment), παρέχοντας εκπαίδευση είτε εντός της επιχείρησης είτε με εξωτερικά σεμινάρια, εντάσσοντας εργαζόμενους σε ομάδες εργασίας, εναλλάσσοντας ρόλους, αναπτύσσοντας την έρευνα και την καινοτομία. Με τους τρόπους αυτούς εξελίσσονται σε φυτώρια ουσιαστικής μάθησης και αποτελούν απαραίτητο παράγοντα μίας διαρκούς εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Νομικός – Οικονομολόγος *