Εδώ και αρκετούς μήνες οι εργαζόμενοι του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη δίνουν αγώνα άνισο, κόντρα σε όλα του καιρού τα ρεύματα.
Του Αντώνη Καρακούση
ΤΟ ΒΗΜΑ
Με τον εκδότη εξουθενωμένο, χωρίς δυνάμεις και δυνατότητες, την κυβέρνηση εχθρική και πάντα σχεδιάζουσα την κατάκτηση του οργανισμού, τις Τράπεζες «τυποποιημένες» μετά τις τέσσερις ανακεφαλαιοποιήσεις με χρήματα του ελληνικού λαού και τους ανταγωνιστές έτοιμους να διαμοιράσουν τα ιμάτιά μας, παλέψαμε και παλεύουμε χωρίς πόρους να κρατήσουμε ζωντανή τη δημοσιογραφική ιστορία ενός αιώνα.
Απλήρωτοι και δυστυχούντες οι εργαζόμενοι του οργανισμού έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να κρατήσουν τις εφημερίδες δυναμικές και αξιοσέβαστες, τα περιοδικά όρθια και ελκυστικά, τις ιστοσελίδες πλούσιες και απόλυτα ενημερωμένες και το ραδιόφωνο ζωντανό καθημερινό σύντροφο τόσων και τόσων ακροατών.
Υπερέβαλαν εαυτούς με την ελπίδα ότι στο μεσοδιάστημα θα διαμορφωθούν κατάλληλες συνθήκες για μια λύση ευπρόσωπη και ταιριαστή προς την αξία, την ποιότητα και την κουλτούρα του ιστορικού ομίλου, που πριν λίγες μέρες συμπλήρωσε 94 χρόνια συνεχούς παρουσίας.
Δυστυχώς υπό την επίδραση πλήθους παραγόντων, είτε επειδή ο εκδότης δεν μπορούσε να συμφωνήσει και οι Τράπεζες δεν ήταν διατεθειμένες να συμβιβαστούν μαζί του, είτε επειδή η κυβέρνηση άλλα σχεδίαζε και σχεδιάζει, είτε τέλος γιατί οι ενδιαφερόμενοι δεν ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν τόσα όσα η εξυγίανση της εταιρίας απαιτούσε, φθάσαμε κάποια στιγμή στην καταγγελία των δανείων και στις παρεπόμενες πράξεις.
Στα τέλη Ιανουαρίου οι πιστώτριες Τράπεζες, αφού διαβουλεύτηκαν μεταξύ τους και διαπίστωσαν ότι δεν υπάρχει επενδυτική πρόταση ικανή να καλύψει τις απαιτήσεις τους,κατέθεσαν αίτηση στο Δικαστήριο ζητώντας την ένταξη του οργανισμού σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης και τον διορισμό εκκαθαριστή.
Ταυτόχρονα κατέθεσαν στο Πρωτοδικείο Αθηνών αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας προστασία έναντι των πιστωτών και απαγόρευση πράξεων που θα απομείωναν την αξία των περιουσιακών στοιχείων του οργανισμού.
Το Δικαστήριο όρισε δικάσιμο στις 3 Μαρτίου και οι περισσότεροι θεωρήσαμε ότι άνοιξε κάποιος δρόμος, δύσκολος κι αγκαθωτός,αλλά δρόμος.
Αμέσως μετά παρενέβησαν συμπληρωματικά στη διαδικασία τόσο η εταιρία, όσο και οι εργαζόμενοι σ’ αυτήν, διεκδικώντας έστω μερική απελευθέρωση των δεσμευμένων εσόδων του οργανισμού, ώστε υποτυπωδώς να υποστηριχθεί λειτουργία του οργανισμού και να διασφαλισθεί η αξία των περιουσιακών της στοιχείων.
Το επιχείρημα είχε προ πολλού αναπτυχθεί τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στις Τράπεζες.
Στην πρώτη σημειώναμε ότι για τις ανάγκες της πολυφωνίας είναι απαραίτητη η υποστήριξη με κάποια τροπολογία που θα έλυνε τα χέρια των Τραπεζών,οι οποίες αναλογίζονταν τις όποιες ποινικές ευθύνες μπορούσαν να εγερθούν από μικρή αλλά επιπρόσθετη χρηματοδότηση και στα πιστωτικά ιδρύματα επισημαίναμε ότι έχουν συμφέρον να διατηρήσουν ανοιχτά τα μέσα του οργανισμού γιατί έτσι θα εξασφάλιζαν υψηλότερο τίμημα και θα επιτύγχαναν την ανάκτηση του μεγαλύτερου μέρους των δανείων που κατά καιρούς είχαν χορηγήσει.
Η μεν τροπολογία χάθηκε στις δαιδάλους της πολιτικής, η δε ενδιάμεση χρηματοδότηση στον κύκλο της ευθυνοφοβίας που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια στο τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Κάπως έτσι φθάσαμε στην απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δεν αφήνει παράθυρο ανοιχτό ούτε στα μέσα,ούτε στους εργαζόμενους του οργανισμού.
Η απόρριψη του αιτήματος για ενδιάμεση χρηματοδότηση οδηγεί αναγκαστικά σε διακοπή της λειτουργίας των Μέσων του οργανισμού. Οι εργαζόμενοι είναι εξουθενωμένοι οικονομικά, δεν έχουν ελπίδα καταβολής κάποιας αμοιβής και το χειρότερο διαισθάνονται ότι οι Τράπεζες και η κυβέρνηση τους οδηγεί στην ανεργία, χωρίς καταβολή των δεδουλευμένων και των αποζημειώσεων.Κατόπιν αυτών θα καταφύγουν σε μέτρα διασφάλισης των δικαιωμάτων τους και προφανώς σε αναζήτηση άλλης απασχόλησης.
Κοινώς μέχρι τα μέσα ή τα τέλη Μαρτίου οπότε και αναμένεται να εκδοθεί και ανακοινωθεί η δικαστική απόφαση τα έντυπα και τα άλλα μέσα του οργανισμού θα έχουν σβήσει και η περιουσία του, την προστασία της οποίας υποτίθεται επέβαλε ο αρμόδιος πρωτοδίκης, θα έχει πλήρως απαξιωθεί.
Η αλήθεια είναι ότι στην κυβέρνηση δεν νοιάζονται και τόσο. Ορισμένοι πιστεύουν ότι ένα «προσωρινό» λουκέτο θα διευκόλυνε τα σχέδιά της για άλωση των μέσων του δημοκρατικού χώρου.
Κατά μια εκδοχή και οι Τράπεζες δεν νοιάζονται για την τύχη των εφημερίδων και των άλλων μέσων, ούτε επίσης για το τίμημα που θα εισπράξουν. Τους ενδιαφέρει μόνο η αποφυγή των όποιων ποινικών ευθυνών και για τούτο δεν αναλαμβάνουν κανένα ρίσκο. Η δε Δικαιοσύνη τυφλή ούσα δεν βλέπει τίποτε.
Όπως και να έχει ζούμε το απόλυτο θέατρο του παραλόγου. Το δικαστήριο έλαβε μέτρα που ζητούσαν οι Τράπεζες για τη διασφάλιση της περιουσίας του οργανισμού, αλλά αυτά την οδηγούν με μαθηματική βεβαιότητα στην απόλυτη απαξίωσή της!
Και η κυβέρνηση που ομνύει στην προστασία και τα δικαιώματα των εργαζομένων δεν φροντίζει ούτε για την αυτονόητη καταβολή των δεδουλευμένων και των αποζημιώσεων. Κατά τα άλλα παλεύει υποτίθεται να επαναφέρει τις συλλογικές συμβάσεις και να αποτρέψει τις ομαδικές απολύσεις.
Παρά ταύτα οι εργαζόμενοι του ΔΟΛ επιμένουν και θα εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια των μέσων του οργανισμού και να εξασφαλιστούν τα δικαιώματά τους.
Και κάτι τελευταίο. Ας γνωρίζουν όσοι παραλογίζονται και καλύπτονται πίσω από τις κουΐντες της πολιτικής και τραπεζικής εξουσίας ότι όλα εδώ πληρώνονται.
Οι ελεύθεροι δημοσιογράφοι δεν παραδίδονται, θα βρουν τρόπο να δράσουν…