Ο Καθηγητής Γεωπολιτικής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Paris Ι) Γιώργος Πρεβελάκης αναλύει τις γεωπολιτικές συνέπειες των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων που προβλέπονται για τις επόμενες δεκαετίες και εξερευνά πιθανές πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος.
Του Γιώργο Πρεβελάκη
Σύμφωνα με την έρευνα για το δημογραφικό της διαΝΕΟσις, ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει αρχίσει να μειώνεται. Η Ελλάδα του μέλλοντος προβλέπεται να έχει πληθυσμό μικρότερο και γηραιότερο από τον σημερινό.
Ποιες επιπτώσεις συνεπάγονται για τη χώρα οι προοπτικές αυτές ως προς την ισχύ της, τις σχέσεις της με τις γειτονικές χώρες, τη θέση της στη διεθνή κοινότητα και τις εσωτερικές της ισορροπίες; Δηλαδή, ποιες γεωπολιτικές συνέπειες θα έχουν οι προβλεπόμενες δημογραφικές εξελίξεις;
Η γεωπολιτική πρόβλεψη είναι δυσχερής και αβέβαιη. Από τους διαφόρους παράγοντες που επηρεάζουν τις εξελίξεις, η δημογραφία εμφανίζεται ως η πλέον αξιόπιστη.
Η κατανομή των ηλικιακών ομάδων προδικάζει τη σύνθεση του πληθυσμού μερικές δεκαετίες αργότερα- υπό την προϋπόθεση ότι έκτακτα γεγονότα, όπως πόλεμοι ή οικονομικές κρίσεις, δεν θα διαταράξουν την εξέλιξη της γονιμότητας και της θνησιμότητας.
Οι μεταναστεύσεις οι οποίες, επίσης, επηρεάζουν την εξέλιξη του πληθυσμού είναι ακόμη λιγότερο προβλέψιμες από όσο η φυσική κίνηση. Με όλες αυτές τις επιφυλάξεις, η προβολή του πληθυσμού μιας χώρας είναι, πάντως, ασφαλέστερη από την πρόβλεψη των οικονομικών μεγεθών ή των πολιτικών σχηματισμών.
Το σχετικώς προβλέψιμο των δημογραφικών εξελίξεων μπορεί, επομένως, να χρησιμοποιηθεί ως αφετηρία για να εξαχθούν γεωπολιτικά συμπεράσματα.
Ο πληθυσμός συνιστά στοιχείο ισχύος1. Με εξαίρεση τη Ρωσία, στις αρχές του 19ου αιώνα η Γαλλία ήταν η πολυπληθέστερη και η ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης. Όμως, η Αγγλία και οι περιοχές που συγκρότησαν τη Γερμανία παρουσίαζαν δυναμικότερη δημογραφική συμπεριφορά. Παρά την υπερωκεάνια μετανάστευση του πληθυσμού της, η Αγγλία έφθασε τα πληθυσμιακά μεγέθη της Γαλλίας στην αρχή του 20ού αιώνα· έναν αιώνα πριν αριθμούσε μόλις τους μισούς κατοίκους σε σύγκριση με τη Γαλλία.
Η Γερμανία είχε 40% περισσότερους κατοίκους από τη Γαλλία πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα οι πληθυσμοί των περιοχών της αντιστοιχούσαν στο 70% των γαλλικών.
Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι η Αγγλία εκτόπισε τη Γαλλία από την παγκόσμια κυριαρχία και η Γερμανία από την ευρωπαϊκή ηγεμονία. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ανθρώπινες απώλειες της Γαλλίας μετέτρεψαν την επιτυχία της σε “πύρρειο νίκη”. Η δημογραφική αδυναμία της Γαλλίας κατά τον Μεσοπόλεμο εξηγεί την υποχωρητικότητά της έναντι του γερμανικού επεκτατισμού.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα στην Ιστορία, όπου η δημογραφική αδυναμία έχει προηγηθεί της ήττας ή της παρακμής. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Σοβιετική Ένωση πριν καταρρεύσουν πολιτικά, είχαν υποβαθμιστεί δημογραφικά.
Εκτός από την ποσοτική διάσταση, μεγάλη γεωπολιτική σημασία έχει και η ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού. Χώρες με γηρασμένο πληθυσμό, εκτός από τα οικονομικά προβλήματα που συνεπάγεται η έντονη εξάρτηση των ανενεργών ηλικιωμένων από τους ενεργούς νεωτέρους, δίνουν προτεραιότητα στις ανάγκες του παρόντος έναντι του μέλλοντος. Μειώνουν τις αμυντικές δαπάνες και την προσπάθεια για την προβολή της χώρας στο εξωτερικό (soft-power), καθώς προέχει να καλυφθούν συντάξεις και δαπάνες για την υγεία. Στην πολιτική ζωή επικρατεί ο συντηρητισμός.
Η “γεροντοκρατία” καθιστά τους νέους de facto παραμελημένη μειονότητα. Ως αντίδραση, οι νέοι επιλέγουν την εξέγερση ή την μετανάστευση, με αποτέλεσμα να αυξάνει ακόμη περισσότερο το ποσοστό του γηρασμένου πληθυσμού. Η γήρανση, επομένως, του πληθυσμού δημιουργεί προβλήματα τόσο στην “εξωτερική” όσο και στην “εσωτερική” γεωπολιτική.
Η αντίθετη κατάσταση, δηλαδή η ποσοτική υπεροχή του νεανικού πληθυσμού, δεν δημιουργεί υποχρεωτικά ευνοϊκές γεωπολιτικές συνθήκες. Σε περιόδους κατά τις οποίες εμφανίζεται έντονη νεανική αύξηση, όταν δηλαδή ενηλικιώνονται οι γενεές οι οποίες αντιστοιχούν στη μείωση της παιδικής θνησιμότητας καθώς βελτιώνονται οι υγειονομικές συνθήκες, η πολιτική ηγεσία αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις.
Αν δεν κατορθώσει να εντάξει τους νέους πληθυσμούς στην παραγωγική διαδικασία, υπάρχει κίνδυνος για εξεγέρσεις, όπως έγινε πρόσφατα στη Βόρειο Αφρική. Για να αποτρέψουν την απειλή στην εξουσία τους, οι ηγεσίες ενδέχεται να στρέψουν την αξόδευτη νεανική ενέργεια σε πολεμικές περιπέτειες, δημιουργώντας κινδύνους για τους γείτονες.
Η σύντομη αυτή παρουσίαση των σχέσεων δημογραφίας και γεωπολιτικής δείχνει τους κινδύνους -εσωτερικούς και εξωτερικούς- για την Ελλάδα που επιφέρει η δημογραφική παρακμή. Όμως, οι γενικές παρατηρήσεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν, χωρίς να συνεκτιμηθεί η σχετική θέση της χώρας από δημογραφική και γεωγραφική άποψη.
Σε ό,τι αφορά τη φυσική κίνηση του πληθυσμού, η Ελλάδα εντάσσεται στην Ευρώπη· ως προς τη μεταναστευτική ανήκει στον κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου, δηλαδή διαθέτει παραδόσεις που τη διαφοροποιούν από τη δυτικοευρωπαϊκή εικόνα.
Τέλος, η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σύνορο ανάμεσα στη δημογραφικά αδύναμη Ευρώπη και τη δημογραφικά δυναμική ζώνη της Βορείου Αφρικής και της Δυτικής Ασίας. Η ανάλυση των γεωπολιτικών συνεπειών οφείλει επίσης να λάβει υπόψη την περιφερειακή αστάθεια που περιβάλλει την Ελλάδα προς Ανατολάς και προς Νότο.
Δεν μπορούν, επομένως, να εξαχθούν συμπεράσματα αποκλειστικά και μόνον από τη στενή δημογραφική ανάλυση. Προκύπτουν από τον συνδυασμό των προαναφερθέντων στοιχείων. Το πλαίσιο που δημιουργείται με τα προβλήματα και τις δυνατότητες του καθορίζει τα όρια της ακολουθητέας πολιτικής, ώστε να αποτραπούν οι κίνδυνοι και να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες.
Η Ευρώπη: δημογραφική παρακμή και μεταναστευτικός ανταγωνισμός
Η Ευρώπη επέβαλε οριστικά την ηγεμονία της στην ανθρωπότητα κατά τον 19ο αιώνα. Η βιομηχανική επανάσταση τής προσέφερε τα μέσα για να επιβληθεί στρατιωτικά και οικονομικά. Ο εθνικισμός δημιούργησε ένα πλαίσιο έντονου εσωτερικού ανταγωνισμού, ο οποίος αναβάθμισε την συλλογική της ικανότητα να επικρατεί σε άλλους πολιτισμούς. Δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπτωματικό ότι ο πληθυσμός της Ευρώπης γνώρισε εντυπωσιακή αύξηση κατά τους αιώνες που προηγήθηκαν των εξελίξεων αυτών.
Η μεταπολεμική Ευρώπη γνώρισε μια πρόσκαιρη περίοδο δημογραφικής ανάκαμψης. Σήμερα, όμως, ο ευρωπαϊκός πληθυσμός μειώνεται. Μετά τις δεκαετίες του baby boom, η μία χώρα μετά την άλλη διάγουν, σύμφωνα με τον όρο του Ζεράρ Φρανσουά Ντιμόν, “δημογραφικό χειμώνα”: γονιμότητα που παραμένει σταθερά κάτω από το κατώφλι της αναπλήρωσης των γενεών. Όπως είναι φυσικό, ο “δημογραφικός χειμώνας” επιφέρει μείωση και γήρανση του πληθυσμού.
Η πτώση της γονιμότητας στην Ευρώπη άρχισε τη δεκαετία του 1960. Τη δεκαετία του 1970, εκτός από την Ιρλανδία, μόνο ο ευρωπαϊκός νότος αντιστεκόταν: η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ελλάδα. Τη δεκαετία του 1980 και αυτές οι χώρες ακολούθησαν τη γενική κίνηση. Η Ελλάδα πέρασε το κατώφλι, κάτω από το οποίο δεν εξασφαλίζεται η αναπλήρωση των γενεών και εισήλθε στον “δημογραφικό χειμώνα” το 19812.
Μολονότι τα φαινόμενα που οδήγησαν στον “δημογραφικό χειμώνα” δεν περιορίζονται στην Ευρώπη, καμιά άλλη μεγάλη περιοχή του κόσμου δεν παρουσιάζει τόση δημογραφική αδυναμία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατόρθωσαν να συγκρατήσουν τη μείωση της γονιμότητας και επωφελήθηκαν από τα μεταναστευτικά ρεύματα.
Η Κίνα υφίσταται τις συνέπειες από την μαλθουσιανή “πολιτική του μοναδικού παιδιού”, αλλά διατηρεί ακόμη κάποιον δυναμισμό. Βέβαια, η μείωση του αριθμού των γυναικών που προκάλεσε η πολιτική αυτή θα έχει σοβαρές συνέπειες στο μέλλον.
Αν η πρόσφατη κατάργησή της δεν επιφέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα, ο πληθυσμός της Κίνας θα αρχίσει να μειώνεται από τα μέσα του 21ου αιώνα. Αντιθέτως, η Ινδία θα εξακολουθήσει να διογκώνεται πληθυσμιακά και θα ξεπεράσει την Κίνα. Η Αφρική, τέλος, αναδεικνύεται σε δημογραφικό πρωταθλητή.
Ήδη δισεκατομμυριούχος (1,2 δισεκατομμύρια), προβλέπεται να συγκεντρώσει 1,6 δισεκατομμύρια ανθρώπους το 2030 και 2,5 το 2050, υπερβαίνοντας σε μέγεθος την Ινδία, την Κίνα και, βεβαίως, την Ευρώπη.
Η Ευρώπη, η οποία κατείχε την πρώτη θέση στα μέσα του 20ού αιώνα, έχει ήδη υποβαθμιστεί στην τέταρτη θέση· ενώ η Αφρική, ώς πρόσφατα τέταρτη ανάμεσα στα μεγάλα αυτά σύνολα, θα καταλάβει την πρώτη θέση πριν από τα μέσα του 21ου αιώνα. Οι θέσεις, δηλαδή, της Ευρώπης και της Αφρικής θα έχουν αντιστραφεί μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα3.
Στην ίδια την Ευρώπη υφίστανται σημαντικές διαφορές από χώρα σε χώρα. Λίγες είναι οι χώρες όπου η φυσική κίνηση, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στις γεννήσεις και τους θανάτους, παραμένει θετική: η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία και οι βόρειες χώρες. Σε μερικές από τις υπόλοιπες περιπτώσεις, οι ελπίδες για σταθεροποίηση ή μικρή αύξηση του πληθυσμού εναποτίθενται στην εισροή μεταναστών.
Σε άλλες προβλέπεται, αντιθέτως, πρόσθετη μείωση του πληθυσμού, λόγω αναχωρήσεων. Η Γερμανία και η Ρωσία συνιστούν τις δύο περισσότερο προβληματικές περιπτώσεις, λόγω του μεγέθους τους. Η Γερμανία ελπίζει σε δημογραφική ενίσχυση μέσω μετανάστευσης· το αντίθετο ισχύει για τη Ρωσία, η οποία κινδυνεύει να χάσει επιπρόσθετο πληθυσμό από τις αναχωρήσεις.
Η στασιμότητα και, ενδεχομένως, η μείωση του ευρωπαϊκού πληθυσμού έχει σοβαρές γεωπολιτικές συνέπειες. Το βάρος της Ευρώπης στη διεθνή πολιτική βαίνει μειούμενο. Τα πλεονεκτήματα τα οποία διαθέτει στους διεθνείς οργανισμούς, όπως στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, αναγκαστικά θα αμφισβητηθούν. Η γήρανση του πληθυσμού της θα επισύρει τις προαναφερθείσες εσωτερικές και εξωτερικές γεωπολιτικές συνέπειες.
Βέβαια, με κατάλληλη κοινωνική πολιτική είναι δυνατόν να επηρεαστεί η δημογραφική συμπεριφορά. Όμως, τα αποτελέσματα είναι οριακά, συχνά προσωρινά, και απαιτούν χρόνο για να γίνουν αισθητά. Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπίσει η Ευρώπη το δημογραφικό πρόβλημα και τις γεωπολιτικές του συνέπειες είναι η προσέλκυση μεταναστών.
Η λύση αυτή δεν είναι πρωτότυπη· έχει ακολουθηθεί συχνά στην ευρωπαϊκή ιστορία. Η Γαλλία την εφήρμοσε ήδη από τον 19ο αιώνα και η Δυτική Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την πολιτική των Gastarbeiter.
Όμως στη σημερινή Ευρώπη το ζήτημα της μετανάστευσης τίθεται διαφορετικά από ό,τι στο παρελθόν. Η ενσωμάτωση των μεταναστών έχει καταστεί προβληματική και δημιουργεί σοβαρές πολιτικές εντάσεις.
Πώς, λοιπόν, θα αντιμετωπίσει η Ευρώπη το δημογραφικό της πρόβλημα; Προς το παρόν οι απόψεις διίστανται. Η Γαλλία, με σχετικό δημογραφικό δυναμισμό και μεγάλο πρόβλημα ανεργίας τάσσεται υπέρ του περιορισμού των μεταναστευτικών ροών. Αντιθέτως η Γερμανία, με σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα και περιορισμένη ανεργία, ευνοεί τη μετανάστευση. Ορισμένες τέως κομμουνιστικές χώρες, όπως η Τσεχία ή η Ουγγαρία, αντιδρούν στη μετανάστευση για λόγους πολιτικούς και πολιτισμικούς μάλλον, παρά λόγω αδυναμίας να εντάξουν τους μετανάστες στην οικονομία τους.
Η δημογραφική και η οικονομική αναγκαιότητα θα οδηγήσει τελικά όλες τις χώρες στη λύση της μετανάστευσης.
Ανεξαρτήτως από τη στάση των μεν ή των δε, η δημογραφική και οικονομική αναγκαιότητα θα οδηγήσει τελικά όλες τις χώρες στη λύση της μετανάστευσης. Θα παραμένει, όμως, ανοικτό το πρόβλημα της πολιτισμικής ενσωμάτωσης των μεταναστών και εν λειτουργία οι τριβές με τους ντοπίους πληθυσμούς, οι οποίοι αισθάνονται ολοένα και περισσότερο την ταυτότητά τους να απειλείται.
Θεωρείται ότι όσο περισσότερο απόμακρος είναι ο πολιτισμός των μεταναστών από των αυτοχθόνων, τόσο εντείνεται η αίσθηση της απειλής. Η πραγματικότητα είναι περισσότερο περίπλοκη.
Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, πλησιέστεροι πολιτισμικά προς τους ευρωπαϊκούς από ό,τι οι πληθυσμοί της Ανατολικής Ασίας, δημιουργούν μεγαλύτερες εντάσεις, επειδή διεκδικούν δημόσιο συμβολικό χώρο. Λειτουργούν αρνητικά οι συσσωρευμένες ιστορικές αναμνήσεις ανάμεσα σε δύο σύνολα, το Ισλάμ και την Ευρώπη, τα οποία, λόγω γεωγραφικής εγγύτητας, έχουν πολλές φορές αντιπαρατεθεί στο παρελθόν. Η διαφορετική συμβολική του όρου “Σταυροφορία” είναι ενδεικτική των προβλημάτων αυτών.
Η κύρια πηγή τροφοδοσίας της Ευρώπης με μετανάστες τοποθετείται στην Αφρική και στη Δυτική Ασία, δηλαδή σε κατ’ εξοχήν μουσουλμανικές περιοχές. Οι ευρωπαϊκές χώρες θα αναγκαστούν, επομένως, να δεχθούν Μουσουλμάνους μετανάστες- θα προσπαθήσουν, όμως να μειώσουν το ποσοστό τους, όσο το δυνατόν περισσότερο. Θα δέχονται, δηλαδή, Μουσουλμάνους όταν θα έχουν εξαντλήσει όλες τις άλλες δυνατές προελεύσεις.
Δημιουργείται, επομένως, ένα πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Η καθεμία θα προσπαθεί να προσελκύσει πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες εντάσσονται απρόσκοπτα στις κοινωνίες τους, πριν αναγκαστεί να καταφύγει στις αφρικανικές και δυτικοασιατικές εφεδρείες.
Στην “ευνοουμένη” κατηγορία εντάσσονται, βέβαια, κατ’ εξοχήν οι πληθυσμοί των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών.
Οι ελκυστικότερες ευρωπαϊκές χώρες, δηλαδή όσες διαθέτουν ισχυρή οικονομία και αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος, θα αντλούν πληθυσμούς από τις λιγότερο ελκυστικές, οι οποίες θα αναγκάζονται να συμπληρώνουν τα δημογραφικά τους κενά με μετανάστευση από την Αφρική και τη Δυτική Ασία.
Υφίσταται επίσης ένα αντίρροπο ρεύμα. Ηλικιωμένοι Ευρωπαίοι από τις πλέον εύπορες χώρες μετακινούνται προς περιοχές με ευνοϊκές καιρικές συνθήκες και ευχάριστο περιβάλλον. Συνδυάζοντας τα δύο αυτά φαινόμενα, διαμορφώνεται ένας συνολικός μηχανισμός εξαγωγής των δημογραφικών προβλημάτων από τη βορειοδυτική προς την νοτιοανατολική Ευρώπη. Καθώς οι πλέον αδύνατες χώρες θα αντλήσουν αναγκαστικά εργατική δύναμη από την Αφρική και την Ασία, ο μηχανισμός αυτός συνεπάγεται, επίσης, και την εξαγωγή των πολιτισμικών προβλημάτων. Οι περιφερειακές ανισότητες μεταφέρονται έτσι και στον δημογραφικό και τον πολιτικό τομέα.
Οι συνέπειες της ευρωπαϊκής αυτής εικόνας φαίνονται σε πρώτη όψη αρνητικές για την Ελλάδα. Η γενικότερη διεθνής εξασθένηση της Ευρώπης θα τη συμπαρασύρει. Η ζήτηση για νέους, ικανούς και πολιτισμικά αποδεκτούς μετανάστες θα εντείνει τις πληθυσμιακές ροές από την Ελλάδα προς την δυτική και βόρεια Ευρώπη, επιδεινώνοντας τα ελληνικά δημογραφικά προβλήματα. Η άφιξη ηλικιωμένων Ευρωπαίων, μολονότι θα τονώσει την ελληνική οικονομία, θα επιδεινώσει την ατμόσφαιρα γήρανσης και θα δημιουργήσει πολιτικές και πολιτισμικές εντάσεις.
Ο δημογραφικός περίγυρος της Ελλάδας
Εάν ληφθεί υπόψη μόνο το δημογραφικό κριτήριο, η Ελλάδα δεν υστερεί από τους βόρειους γείτονές της που εμφανίζουν δημογραφική συμπεριφορά ανάλογη ή και δυσμενέστερη από την ελληνική. Έχει πλέον απομακρυνθεί η εποχή κατά την οποία η νεανικότητα των βαλκανικών πληθυσμών, σε συνδυασμό με την αδύναμη οικονομία των χωρών, τούς ωθούσε σε εξωτερικές περιπέτειες.
Οι γιουγκοσλαβικές μεταψυχροπολεμικές συγκρούσεις και η αλβανική κατάρρευση του 1997 ήταν τα υπολείμματα από τα βαλκανικά δράματα του 19ου και του 20ού αιώνα. Κατά τις περασμένες δεκαετίες η Ελλάδα μπόρεσε να αντλήσει πληθυσμούς από τις χώρες αυτές, οι οποίοι εντάχθηκαν χωρίς δυσκολία στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Η πηγή αυτή μοιάζει να έχει εξαντληθεί, καθώς οι οικονομίες των χωρών αυτών έχουν ξεπεράσει τη μεταβατική περίοδο της εξόδου από τον κομμουνισμό.
Η τουρκική πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερο προβληματική για την Ελλάδα. Η Τουρκία ακολουθεί, έστω και με καθυστέρηση σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες, την πορεία της δημογραφικής μετάβασης.
Όμως, παρά την πτωτική τάση της γεννητικότητας, η οποία πέρασε από 50‰ κατά τη δεκαετία του 1950 σε λιγότερο από 20‰ σήμερα, ο τουρκικός πληθυσμός εξακολουθεί να αυξάνεται ταχύρρυθμα και να διατηρεί ένα υψηλό ποσοστό νέων.
Με τρέχοντα πληθυσμό 77,7 εκατομμυρίων και προβλεπόμενο πληθυσμό 97,6 εκατομμυρίων το 2050,-είτε με βάση ένα ενδιάμεσο σενάριο, είτε με βάση το σενάριο μηδενικής μετανάστευσης- η Τουρκία συνθλίβει δημογραφικά την Ελλάδα.
Η απλή σύγκριση του συνολικού πληθυσμιακού μεγέθους δεν αρκεί. Η Τουρκία δημογραφικά χωρίζεται σε δύο περιοχές με μεγάλες διαφορές. Οι ανατολικές και νότιες περιοχές χαρακτηρίζονται από πολύ μεγαλύτερο δημογραφικό δυναμισμό από τις δυτικές και βόρειες. Οι πληθυσμοί γύρω από το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα έχουν δημογραφική συμπεριφορά η οποία τους προσεγγίζει στην Ευρώπη· οι υπόλοιπες περιοχές ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τη Συρία και την Αίγυπτο. Η δημογραφική διαφοροποίηση αντανακλά ευρύτερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, η πλέον εμφανής από τις οποίες αφορά τη μεγάλη παρουσία των Κούρδων στο νοτιοανατολικό τμήμα της Τουρκίας.
Η έντονη αυτή πόλωση, σε συνάρτηση με το κουρδικό ζήτημα, δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες για την εσωτερική σταθερότητα της Τουρκίας. Η απειλή για επέκταση της αστάθειας από το Ιράκ και τη Συρία προς την κατεύθυνση της Τουρκίας οφείλει να απασχολήσει σοβαρά την Ελλάδα. Δεν μπορούν να αποκλειστούν τουρκικές επιθετικές ενέργειες, ως μέσο για την εξαγωγή των εσωτερικών προβλημάτων.
Υφίσταται, επίσης, κίνδυνος για αιφνιδιαστικό μαζικό προσφυγικό κύμα από τα τουρκικά παράλια προς τα ελληνικά νησιά, εάν υπάρξουν εξελίξεις ανάλογες με τις ιρακινές ή τις συριακές. Όμως, σε πλέον μακροπρόθεσμη προοπτική, οι εσωτερικές αντιφάσεις της Τουρκίας ενδέχεται να περιορίσουν την απειλή που προκύπτει από τη στατική θεώρηση της αναλογίας ανάμεσα στον ελληνικό και τον τουρκικό πληθυσμό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από δημογραφική και γεωπολιτική άποψη παρουσιάζει η Αίγυπτος. Μαζί με τη Συρία και το Ισραήλ ανήκει στις πιο δυναμικές δημογραφικά μεσογειακές χώρες. Ξεχωρίζει, όμως, λόγω του πληθυσμιακού της μεγέθους: 93,5 εκατομμύρια σήμερα και 168,8 εκατομμύρια σύμφωνα με τις προβλέψεις για το 20504. Η Αίγυπτος μπορεί, επομένως, να αποτελέσει έναν αντισταθμιστικό παράγοντα έναντι της Τουρκίας στην περιοχή της Ελλάδας.
Η σύντομη αυτή επισκόπηση σε ορισμένες δημογραφικές παραμέτρους του γεωγραφικού περίγυρου της Ελλάδας αναδεικνύει ως κύρια πηγή ανησυχίας την Τουρκία.
Προβλήματα και δυνατότητες
Η εικόνα μιας καθαρά ευρωπαϊκής Ελλάδας εκτεθειμένης στις ανατολικές αβεβαιότητες είναι πηγή ανησυχίας. Η Ελλάδα εμφανίζεται ως ο αδύνατος κρίκος της ευρωπαϊκής δημογραφίας, στο σύνορο ανάμεσα σε δύο έντονα διαφορετικές δημογραφικές ζώνες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υφίσταται τις εντάσεις ανάμεσά τους. Η πρόσφατη προσφυγική κρίση ανέδειξε την αρνητική διάσταση της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας.
Τα δεδομένα αυτά πρέπει να σχετικοποιηθούν. Η Ελλάδα διαφέρει από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, επειδή διαθέτει μια διαφορετική παράδοση ως προς τη γεωγραφική κινητικότητα των πληθυσμών. Η παράδοση αυτή την εντάσσει περισσότερο στο ανατολικομεσογειακό σύνολο, παρά στο ευρωπαϊκό.
Η πρώτη διαφορά αφορά τον διασπορικό χαρακτήρα του ελληνισμού. Οι Έλληνες που εγκαθίστανται σε μία ξένη χώρα, μολονότι εντάσσονται χωρίς δυσκολία στην οικονομία και στην κοινωνία της, δεν εξαλείφουν την ελληνική τους ταυτότητα.
Η διασπορική αυτή παράδοση στηρίζεται σε κληροδοτημένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και σε ισχυρούς παραδοσιακούς δεσμούς, όπως είναι η οικογένεια, η “μικρή πατρίδα” και η Εκκλησία.
Επομένως, οι Έλληνες που μεταναστεύουν στην Ευρώπη δεν αφαιρούνται οριστικά και πλήρως από τον ελληνικό πληθυσμό.
Αλλάζουν κατηγορία· από την ελλαδική μετακινούνται στη διασπορική. Με την αλλαγή αυτή η επιρροή και οι δυνατότητές τους να βοηθήσουν την Ελλάδα αυξάνουν· δεν μειώνονται, όπως συμβαίνει με άλλους Ευρωπαίους σε ανάλογη περίπτωση.
Η ενίσχυση και η ανανέωση της ελληνικής διασποράς στην Ευρώπη δεν μπορεί, λοιπόν, να θεωρηθεί υποχρεωτικά γεωπολιτική ζημία για την Ελλάδα- και μάλιστα σε μιαν εποχή κατά την οποία οι διασπορές αναδεικνύονται σε ισχυρούς γεωοικονομικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες. Εξάλλου οι νέες συνθήκες που σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση και τις τεχνολογικές προόδους στις μεταφορές και στις επικοινωνίες ενισχύουν τους δεσμούς ανάμεσα στους μετανάστες και τη χώρα της καταγωγής τους.
Ό,τι λοιπόν φαίνεται ως απώλεια, λόγω της ευρωπαϊκής δημογραφικής κατάστασης, μπορεί να ερμηνευθεί και ως ευκαιρία για τα ελληνικά γεωπολιτικά συμφέροντα. Για να επιβεβαιωθεί, όμως, η αισιόδοξη αυτή υπόθεση απαιτούνται ριζικές αναθεωρήσεις στη στάση της Ελλάδας απέναντι στη διασπορά.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να αποφύγει να δεχθεί μεγάλο αριθμό από μετανάστες (της τάξης των δύο εκατομμυρίων) κατά τις επόμενες δεκαετίες. Θα υποστεί την πίεση από τις δυναμικές δημογραφικά περιοχές οι οποίες την περιβάλλουν και, ταυτοχρόνα θα χρειαστεί να καλύψει τις ανάγκες της σε εργατικά χέρια. Οι προοπτικές αυτές δημιουργούν ανησυχίες και προκαλούν εθνικιστικές αντιδράσεις. Πόσο είναι δικαιολογημένες;
Η σύγχρονη Ελλάδα υπήρξε χοάνη πληθυσμών. Οι σημερινοί Έλληνες είναι απόγονοι ελληνοφώνων, τουρκοφώνων, βλαχοφώνων, αλβανοφώνων και σλαβοφώνων Ρωμιών. Πολλοί από αυτούς κατοικούσαν σε πολύ απομακρυσμένες περιοχές και ήταν, επομένως, φορείς μεγάλων πολιτισμικών διαφορών. Η σημερινή ομοιογένεια του ελληνικού πληθυσμού αποδεικνύει την ικανότητα της Ελλάδας να ενσωματώνει πληθυσμούς προερχομένους όχι μόνον από την Ευρώπη, αλλά και από την Ασία και την Αφρική.
Η άφιξη 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων από την Μικρά Ασία το 1922, σε μια χώρα με λιγότερο από 5 εκατομμύρια πληθυσμό, αποτέλεσε μια χωρίς προηγούμενο πρόκληση. Οι Μικρασιάτες αντιμετώπισαν φαινόμενα αποκλεισμού και ξενοφοβίας, ανάλογα με αυτά που αντιμετωπίζουν σήμερα και οι “ξένοι” μετανάστες. Όμως, εντάχθηκαν στην ελληνική κοινωνία και της προσέφεραν την αναγκαία δημογραφική ανανέωση.
Πλησιέστερα χρονικά, η οικονομική μετανάστευση στην Ελλάδα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου εισήγαγε έναν πληθυσμό ενός περίπου εκατομμυρίου, μέσα σε διάστημα λίγων ετών. Οι περισσότεροι ήσαν Χριστιανοί Ορθόδοξοι· δεν έλειψαν, όμως, και μερικοί Μουσουλμάνοι. Η ένταξή τους υπήρξε υποδειγματική, παρά τις αδυναμίες της ελληνικής διοίκησης.
Οι εμπειρίες αυτές δείχνουν ότι η ελληνική κοινωνία διαθέτει την ικανότητα, μέσα από τους παραδοσιακούς θεσμούς, όχι απλώς να ενσωματώνει χωρίς εντάσεις, αλλά και να ελληνοποιεί τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Πρέπει, επίσης, να υπογραμμιστεί ότι η σχέση Ελληνο-Ορθοδοξίας και Ισλάμ δεν έχει τα ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά της σχέσης ανάμεσα στους Δυτικούς Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους. Η ένταξη των Μουσουλμάνων είναι ευχερέστερη από ό,τι στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Επομένως, η είσοδος μεταναστών από την Αφρική και την Ασία δεν παρουσιάζει το ίδιο ανατρεπτικό δυναμικό, όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη. Βέβαια, όπως κάθε κράτος, η Ελλάδα θα πρέπει να ασκεί μεταναστευτική πολιτική σύμφωνα με τα δικά της συμφέροντα.
Αντί να υφίσταται παθητικά τη μετανάστευση με τη μορφή ροής προσφύγων ή με την παράνομη και, επομένως, ανεξέλεγκτη διακίνηση οικονομικών μεταναστών, θα πρέπει να ακολουθεί ενεργητική μεταναστευτική πολιτική. Το υφιστάμενο δημογραφικό κενό πρέπει να καλυφθεί με οργανωμένο τρόπο, ώστε να μη λειτουργεί ως παράγοντας έλξης για πληθυσμιακά στοιχεία τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν προβληματικά.
Ποια πολιτική;
Είναι προφανές ότι η χαμηλή γεννητικότητα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τα κατάλληλα κίνητρα. Η οικονομική κρίση έχει περιορίσει τα περιθώρια για μέτρα κοινωνικής πολιτικής που να αποσκοπούν στη διευκόλυνση των γάμων και των γεννήσεων. Οι ελπίδες για αναστροφή της φυσικής κίνησης του πληθυσμού είναι περιορισμένες. Χωρίς ανοικτή μεταναστευτική πολιτική, ο πληθυσμός της Ελλάδας θα γερνά και θα φθίνει, με τις συνεπαγόμενες γεωπολιτικές συνέπειες.
Η κατάσταση αυτή εγείρει μεγάλες ανησυχίες. Θα αδειάσει η Ελλάδα από Έλληνες και θα γεμίσει με ξένους; Πώς θα αντιδράσει η ελληνική κοινωνία στην παρουσία τους; Τι είδους συνέπειες θα έχουν οι αλλαγές αυτές στην ελληνική ταυτότητα;
Η διασπορική παράδοση και η αποδεδειγμένη ικανότητα για την ενσωμάτωση και την “ελληνοποίηση” μεταναστών και προσφύγων επιτρέπουν να μετριαστούν αυτοί οι φόβοι. Εφόσον η Ελλάδα στηρίξει και στηριχθεί στα παραδοσιακά πολιτισμικά χαρακτηριστικά του ελληνισμού, θα επωφεληθεί από τη θέση της ως σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Οι δημογραφικές δυσκολίες της Ευρώπης θα επιτρέψουν στον ελληνισμό να αναπτύξει τη διασπορική του διείσδυση. Χάρη στη γεωγραφική και πολιτισμική συνάφεια με την Ανατολή, θα αναπληρωθούν τα ελληνικά δημογραφικά κενά, χωρίς υπέρμετρες εντάσεις.
Αν, αντιθέτως, η Ελλάδα συνεχίσει να αυτοπαγιδεύεται σε μια αδιέξοδη προσπάθεια να ευθυγραμμιστεί με το δυτικό πολιτισμικό πρότυπο, θα συσσωρεύσει τα μειονεκτήματα και από την ευρωπαϊκή της ένταξη και από την ανατολική της θέση. Δεν θα μπορέσει να αξιοποιήσει ως χώρα την ελληνική διασπορική παρουσία και θα μετατραπεί σε μόνιμη δημογραφική buffer zone μεταξύ της Ευρώπης από τη μία, και της Αφρικής και της Ασίας από την άλλη –ό,τι δηλαδή συμβαίνει ήδη από την αρχή της προσφυγικής κρίσης.
Τα κύρια στοιχεία της πολιτικής:
Αυστηρή εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την είσοδο αλλοδαπών. Η παράνομη μετανάστευση πρέπει να καταστεί εξαιρετικά δυσχερής. Η πολιτική αυτή δεν μπορεί να επιτύχει, αν ταυτοχρόνα δεν ανοίξουν τα σύνορα για τη νόμιμη και ποιοτικά ρυθμιζομένη μετανάστευση.
Κανένα μέτρο ελέγχου των συνόρων δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά, αν οι ελληνικές οικογένειες και επιχειρήσεις το αντιστρατεύονται, επειδή δεν βρίσκουν το αναγκαίο εργατικό δυναμικό στη χώρα· αν, δηλαδή, η έξωθεν πίεση συντονίζεται με την έσωθεν έλξη και διευκόλυνση
Πολιτική προσέλκυσης μεταναστών από την Αφρική και από την Ασία, με κριτήριο τις ελληνικές οικονομικές ανάγκες και την πολιτισμική συνάφεια.
Χωρίς να αποκλείονται οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, η Ελλάδα πρέπει κυρίως να αντλήσει από το μεγάλο για τα ελληνικά μεγέθη απόθεμα των χριστιανικών πληθυσμών της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Μόνο οι Κόπτες της Αιγύπτου ανέρχονται σε 9 με 15 εκατομμύρια.
Οι πληθυσμοί αυτοί έχουν βρεθεί υπό ισχυρή πίεση από τις μουσουλμανικές πλειονότητες. Πολλά μέλη τους θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Το ελληνορθόδοξο χριστιανικό δίκτυο, με ισχυρή παρουσία στην Αφρική και στη Δυτική Ασία, μπορεί να ενθαρρύνει και να διευκολύνει την επιλογή της Ελλάδας, αντί για μια άλλη δυτική χώρα.
Πρέπει να κατανοηθεί η γεωπολιτική ιδιαιτερότητα της διασποράς και να εγκαταλειφθεί η ηγεμονική στάση του ελληνικού κράτους απέναντί της, η οποία ακυρώνει τις δυνατότητες σύμπλευσης ανάμεσα στις δύο εκφάνσεις του ελληνισμού.
Απαιτείται δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης, ώστε οι Έλληνες της διασποράς να πεισθούν να συμβάλουν οικονομικά και πνευματικά στην ανάπτυξη της χώρας. Χωρίς την πλήρη αναθεώρηση των σχέσεων, η οποία δεν περιορίζεται στις κρατικές αρχές, αλλά επεκτείνεται και σε ολόκληρη την ελλαδική κοινωνία, το τεράστιο γεωπολιτικό δυναμικό της διασποράς σχεδόν ακυρώνεται.
Οι όποιες συνταγματικές ή νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του εκλογικού και του πολιτικού συστήματος πρέπει να λάβουν υπόψη τη γήρανση του πληθυσμού (ήδη η Ελλάδα κατέχει την 8η θέση στον κατάλογο των πλέον γηρασμένων χωρών), ώστε να μετριαστεί η πολιτική και εκλογική επιρροή των γηραιοτέρων. Επιβάλλεται για τον λόγο αυτό να δοθεί δικαίωμα ψήφου στους Έλληνες της διασποράς, καθώς όσοι μεταναστεύουν είναι κατά κανόνα νέοι.
Σημαντικό ρόλο οφείλει να διαδραματίσει η εκπαίδευση. Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να αποτελέσει τον κύριο μοχλό για την ενσωμάτωση και ελληνοποίηση των παιδιών των μεταναστών. Το ζήτημα της εκπαίδευσης υπερβαίνει τα όρια του προσφυγικού/μεταναστευτικού.
Εφόσον δεν αντιμετωπιστεί κατά ριζοσπαστικό τρόπο, οι γεωπολιτικές συνέπειες από τη δημογραφική αδυναμία θα πολλαπλασιαστούν. Όχι μόνον τα παιδιά των μεταναστών και των προσφύγων δεν θα διευκολυνθούν στην ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία, αλλά και τα παιδιά των αυτοχθόνων Ελλήνων θα κινδυνεύσουν να απωλέσουν τη σύνδεση με την ελληνική τους ταυτότητα.
Η ελληνική ταυτότητα δεν μπορεί να επιβιώσει με τακτική κλεισίματος και απομόνωσης. Οι δυνάμεις που ασκούνται στο πολιτισμικό επίπεδο από την παγκοσμιοποίηση, καθώς και οι μεταναστευτικές ροές, κινδυνεύουν να την σαρώσουν. Θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί έτσι ώστε να καταστεί περισσότερο ανοικτή και ασφαλής ως προς τις αξίες της. Η προσαρμογή της ελληνικής ταυτότητας στις νέες πραγματικότητες θα την επανασυνδέσει με στοιχεία από το προνεωτερικό παρελθόν της (της Ρωμιοσύνης), διευκολύνοντας την ενσωμάτωση και ελληνοποίηση των μεταναστών. Θα ενισχύσει, επίσης, τη συνοχή του διασπορικού ελληνισμού και τη σύνδεσή του με τον ελλαδικό5.
Συμπεράσματα
Οι δημογραφικοί υπολογισμοί στηρίζονται στη μέτρηση συνόλων που καθορίζονται από το έδαφος: οι απογραφές καταγράφουν όσους βρίσκονται στην επικράτεια. Όμως σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική, έχει λιγότερη σημασία ο αριθμός των απογραφομένων από το πόσοι συντάσσονται με το σύνολο το οποίο καθορίζεται από την εθνική ταυτότητα. Η παρουσία μειονοτήτων οι οποίες αντιμάχονται το Κράτος συνεπάγεται γεωπολιτική αδυναμία, έστω και αν τα μέλη τους αυξάνουν τον συνολικό πληθυσμό.
Η τουρκική περίπτωση το αποδεικνύει. Χωρίς τους Κούρδους, ο συνολικός πληθυσμός της Τουρκίας θα μειωνόταν, αλλά η δύναμή της θα αυξανόταν. Αντιθέτως, οι διασπορές όπως η ελληνική, τα μέλη των οποίων απογράφονται σε άλλα κράτη, μπορούν να αποτελέσουν στοιχείο δύναμης και επιρροής. Και στις δύο περιπτώσεις, το στοιχείο της ταυτότητας περιορίζει δυνάμει τη δημογραφική ανισορροπία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Η γεωπολιτική οφείλει, επομένως, να υπολογίζει το δημογραφικό δυναμικό, όχι μόνον σε συνάρτηση με τους υλικούς δεσμούς τους οποίους δημιουργεί το έδαφος, αλλά και με τους πνευματικούς δεσμούς που δημιουργεί η ταυτότητα.
Για τον λόγο αυτόν, η ταυτότητα ανάγεται σε κυρίαρχο γεωπολιτικό δεδομένο καθώς, αντίθετα με το έδαφος, επαναπροσδιορίζεται συνεχώς μέσα από πολιτικές διαδικασίες.
Η διαχείρισή της, ώστε να διατηρείται η αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στην ανανέωση και στη συνέχεια, ανάμεσα στο άνοιγμα και το κλείσιμο, αποτελεί το κρίσιμο στοιχείο της εθνικής στρατηγικής, με άμεσες συνέπειες και στη δημογραφική διάσταση της γεωπολιτικής.
Η δημογραφία διευκολύνει τη γεωπολιτική ανάλυση. Όμως, ούτε η δημογραφία ούτε η γεωπολιτική μπορούν να προβλέψουν τις πολιτικές εξελίξεις. Καθορίζουν απλώς τα πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί να ενταχθεί η συλλογική δράση.
Στην περίπτωση της Ελλάδας πολλά σενάρια είναι δυνατά, από τα πιό απαισιόδοξα ώς τα πιο αισιόδοξα. Αποφασιστικό ρόλο θα παίξουν οι πολιτικές αποφάσεις τις οποίες θα λάβει ο ελληνικός λαός, βεβαίως υπό την επίδραση και την καθοδήγηση της πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας.
Αν κυριαρχήσει η τάση για αμυντική περιχαράκωση, για πολιτισμική αδράνεια και για περιθωριοποίηση μέσα σε μια δημογραφικά παρακμάζουσα Ευρώπη, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η Ελλάδα να βρεθεί σε μερικές δεκαετίες με αλλοιωμένο τον εθνικό της χαρακτήρα, δημογραφική περιφέρεια μιας αδυνατισμένης Ευρώπης και “φινλανδοποιημένη” από την Τουρκία.
Αν, αντιθέτως, ασκηθεί θαρραλέα και ριζοσπαστική δημογραφική, μεταναστευτική και γεωπολιτική στρατηγική, με έντονη επένδυση στον εκπαιδευτικό και στον πολιτισμικό τομέα, η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει σε πλεονεκτήματα όλα τα μειονεκτήματα τα οποία φαίνονται να προκύπτουν από τη στατική δημογραφική ανάλυση και να αναδειχθεί σε ευρωπαϊκό πρότυπο της δημογραφικής μετανεωτερικότητας.
1. Για μια εκτενή ανάλυση των σχέσεων δημογραφίας και γεωπολιτικής βλ., Gérard-François Dumont, Démographie politique. Les lois de la géopolitique des populations, Παρίσι:Ellipses, 2007.
2. Βλ. Έκθεση Α’, Κεφάλαιο 2, Παράρτημα 1, Πίνακας 2. Μετά το 1981 ο Συγχρονικός Δείκτης Γονιμότητας (2,09) ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Επισημαίνεται ότι για να αναπληρωθεί μια γενιά θα πρέπει να ξεπεράσει το όριο αναπαραγωγής που είναι 2,1 παιδιά ανά γυναίκα.
3. “La géographie mondiale des populations en 2016”, Population et avenir, la revue des populations et des territoires, 730/Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2016, σ. 19-23.
4. Ό.π., σ. 19.
5. Βλ., Γ. Πρεβελάκη, Ποιοι είμαστε. Γεωπολιτική της ελληνικής ταυτότητας, Economia, Αθήνα, 2016.