Δεν έχουν περάσει ούτε τρεις μήνες απ’ όταν οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας υποστήριζαν πως η “σχέση” της Ελλάδας με τις αγορές θα είναι πιο δύσκολη για την Ελλάδα από ό,τι με τους “θεσμούς” στα χρόνια των Μνημονίων.
Η ορθότητα των απόψεων αυτών αποδείχθηκε από την πρώτη στιγμή, με τον πλέον επώδυνο για την ελληνική πλευρά τρόπο. Οι αγορές επ’ ουδενί δεν έχουν πειστεί για το δήθεν success story της εξόδου από τα προγράμματα διάσωσης. Τα αφηγήματα της ελληνικής κυβέρνησης, όπως αυτό με τον “καλύτερο προϋπολογισμό των τελευταίων ετών”, δεν “αγοράζονται” από τους επενδυτές οι οποίοι επιλέγουν την έξοδο από τα ελληνικά assets, μετοχές και ομόλογα, αναφέρει το capital.gr.
Κατάρρευση στο ταμπλό
Η παροχολογία, έστω και με την ανοχή των “θεσμών”, αποτελεί για τους ξένους επενδυτές έναν σημαντικό αποτρεπτικό παράγοντα στο να “αγοράσουν” Ελλάδα. Και αυτό αποδεικνύεται από την εικόνα του ελληνικού Χρηματιστηρίου την περασμένη εβδομάδα.
Παρά τα καλά λόγια και το “χτύπημα στην πλάτη” από το Eurogroup προς την ελληνική κυβέρνηση και παρά την έγκριση του ελληνικού Προϋπολογισμού από την Κομισιόν, την περασμένη εβδομάδα το ελληνικό Χρηματιστήριο βρέθηκε σε χαμηλά δύο ετών, με τον Γενικό Δείκτη να χάνει (και) τις 600 μονάδες. Ταυτόχρονα, η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών βυθίστηκε στα 3,95 δισ. ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό πως η κεφαλαιοποίηση των τριών από τις τέσσερις τράπεζες, των Πειραιώς, Εθνικής, Eurobank, κινείται πλέον κάτω από το 1 δισ. ευρώ. Και όλα αυτά τη στιγμή που τα short funds τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνα για την επιδείνωση του αρνητικού κλίματος και την πίεση στις τιμές των τραπεζικών μετοχών εμφανίζονται να μειώνουν τις θέσεις τους. Το Marshall Wace προχώρησε για πέμπτη συνεχόμενη φορά σε μείωση της short θέσης του στην Τράπεζα Πειραιώς (στο 0,59%) και το Oceanwood Capital Managment μείωσε τη short θέση του στην Εθνική στο 0,61% από 0,89%.
Αξίζει να σημειώσουμε πως από τις αρχές του έτους, όταν η συνολική τους κεφαλαιοποίηση διαμορφωνόταν στα 8,7 δισ. ευρώ, έχουν χαθεί 4,75 δισ. ευρώ (ή το 55%) από τις ελληνικές τράπεζες, ενώ από τα υψηλά έτους του τραπεζικού δείκτη μετά το ράλι του Απριλίου, έχουν χαθεί 7 δισ. ευρώ. Οι απώλειες από τις αρχές του έτους στην Πειραιώς αγγίζουν το 70%, στην Εθνική το 68%, στη Eurobank το 46% και στην Alpha Bank το 40%. Αυτό που προκαλεί έντονο προβληματισμό είναι το γεγονός ότι με τόσο χαμηλό τζίρο (στα 30-40 εκατ. ευρώ σε μέσο όρο) χάνεται χρηματιστηριακή αξία από ελληνικό Χρηματιστήριο πολλές φορές μεγαλύτερη αυτού του μεγέθους.
Φυσικά δεν βοήθησε το κλίμα και η ετυμηγορία της MSCI, η οποία ουσιαστικά “πέταξε” τις τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες εκτός του βασικού της δείκτη για την Ελλάδα και εκτός του “ραντάρ” πολλών επενδυτών. Ωστόσο, αυτή η κίνηση έρχεται ως επακόλουθο και απλώς υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί ένα επενδυτικό στοίχημα με καλές προοπτικές, παρά την έξοδο από τα Μνημόνια.
Οι τράπεζες παραμένουν “κλειδί”
Πώς μπορεί να αντιστραφεί, όμως, αυτή η εικόνα; Τα σχέδια των ελληνικών Αρχών για τις τράπεζες φυσικά είναι σημαντικά αφού δείχνουν ότι υπάρχει δέσμευση για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ωστόσο, ούτε αυτά πείθουν τους επενδυτές. Όπως σχολιάζουν αναλυτές αναφερόμενοι στο σχέδιο της ΤτΕ, ένα μεγάλο ερώτημα το οποίο τίθεται είναι εάν υπάρχει ρεαλιστική πιθανότητα να βρεθούν επενδυτές για τα ομόλογα τη στιγμή που το ίδιο το ελληνικό Δημόσιο δεν μπορεί να εκδώσει ομόλογα και η επενδυτική εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει εύθραυστη. Παράλληλα, χώρες όπως η Ιταλία, η Ιρλανδία και η Ισπανία απορροφούν ήδη επενδυτές για τα δικά τους NPLs και έτσι ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος.
Και όλα αυτά τη στιγμή που οι διεθνείς οίκοι προβλέπουν αναιμική κερδοφορία για τις ελληνικές τράπεζες το επόμενο διάστημα. Η Deutsche Bank εκτιμά ότι η πτώση στα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ) των ελληνικών τραπεζών θα κινηθεί στο 3,3% σε τριμηνιαία βάση στα αποτελέσματα εννεαμήνου τα οποία ολοκληρώνονται στα τέλη του μήνα. Από την πλευρά της, η UBS σημειώνει πως αναμένει χαμηλή κερδοφορία στο μεσοπρόθεσμο διάστημα τόσο για τη Eurobank όσο και για την Alpha Bank λόγω των φιλόδοξων στόχων μείωσης των NPEs, καθώς και υψηλότερες προβλέψεις για το κόστος κινδύνου. Έτσι, προχώρησε στη μείωση της τιμής-στόχου της Alpha Bank στο 1,43 ευρώ από 2,00 ευρώ πριν, καθώς και της Eurobank στα 0,55 ευρώ από 0,97 πριν.
Παροχές vs ανάπτυξη-επενδύσεις
Η ακόμη εύθραυστη εικόνα της Ελλάδας (βλ. ΑΕΠ, μη εξυπηρετούμενα δάνεια), οδηγεί τους επενδυτές σε φυγή από τους ελληνικούς τίτλους, ενώ οι παροχές από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης εν όψει εκλογών προκαλούν ανησυχίες και κάθε άλλο παρά βοηθούν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης, όπως σημειώνουν αναλυτές. Οι αγορές φοβούνται πως μπορεί να υπάρχουν και πάλι προβλήματα σε δημοσιονομικό επίπεδο, ενώ οι επενδυτές αμφιβάλλουν πως ο στόχος της ανάπτυξης επιτυγχάνεται όταν οι επενδύσεις συνεχίζουν να είναι στάσιμες.
Η “γιγάντωση” του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 10μηνο με την περικοπή ουσιαστικά των δημοσίων επενδύσεων, κάθε άλλο παρά θετικά κρίθηκε από τους επενδυτές. Επιπλέον, οι υψηλοί φόροι και η απουσία νέων επενδύσεων εκτιμάται ότι θα έχει σοβαρές συνέπειες στην οικονομία η οποία συνεχίζει τις χαμηλές πτήσεις αντί να εκτοξευθεί μετά το τέλος των Μνημονίων όπως συνέβη με όλες τις άλλες χώρες που βγήκαν από τα προγράμματα. Σημειώνεται πως η Κύπρος τρέχει με ανάπτυξη κοντά στο 4%, έχει πάρει επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης, και βγήκε στις αγορές –τις ίδιες στις οποίες δεν μπορεί να βγει η Ελλάδα– με 10ετές ομόλογο και με μεγάλη επιτυχία.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, ο Προϋπολογισμός του 2019 απέχει χιλιόμετρα από το να χαρακτηριστεί αναπτυξιακός. Η κυβέρνηση αντί να προσπαθεί να ενισχύσει την εμπιστοσύνη απέναντι στη χώρα, αντί να κινηθεί προς την επανάκτηση της πρόσβασης της στις αγορές, αντί να ενισχύσει την ανάπτυξη, επιλέγει την εύκολη και πεπατημένη οδό των περικοπών στο ΠΔΕ. Η έγκριση αυτής της πολιτικής από τους δανειστές, ενισχύσει ακόμη περισσότερο την αμφισβήτηση των αγορών προς τις θέσεις και την κρίση τους.
Είναι ξεκάθαρο πως όποιος θεώρησε πως η οκταετής κρίση τελείωσε μαζί με το τέλος του τρίτου προγράμματος τον Αύγουστο και η χώρα έχει μπει στον δρόμο της κανονικότητας, προφανώς αποδείχθηκε λάθος. Όσο και αν οι δανειστές προσπαθούν να στείλουν θετικά μηνύματα καθώς, με την Ιταλία σε αναταραχή και με την πολιτική αβεβαιότητα στο Βερολίνο να χτυπά “κόκκινο”, θέλουν να αποφύγουν ένα νέο δράμα γύρω από την Ελλάδα. Ωστόσο, μεταμνημονιακά οι αγορές είναι αυτές που “μιλούν” και αυτήν τη στιγμή κρίνουν πως η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη, έχει υψηλό ρίσκο και η εμπιστοσύνη θα αργήσει να επιστρέψει.
Κανείς δεν “αγόρασε” την καθαρή έξοδο
Οι αγορές δεν πείστηκαν επίσης από την “καθαρή έξοδο” που συμφώνησαν ελληνική κυβέρνηση και “θεσμοί” και η οποία έχει επιτευχθεί εδώ και τρεις μήνες. Απόδειξη είναι πως συνεχίζουν να βάζουν “φρένο” στα όποια σχέδια της Ελλάδας για νέα έκδοση ομολόγου εδώ και εννέα μήνες, δείχνοντας πως για αυτό δεν φταίει μόνο η αναταραχή στην Ιταλία όπως διαμήνυσε πρόσφατα ο υπουργός των Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Τελικά, η Ελλάδα “πληρώνει” ακριβότερα την ιταλική κρίση όπως δείχνει η πορεία των ελληνικών ομολόγων, τα οποία την περασμένη εβδομάδα σημείωσαν σημαντικά μεγαλύτερη επιδείνωση από τα ιταλικά, μετά και τις εξελίξεις γύρω από το ζήτημα του Προϋπολογισμού της Ιταλίας, με τη Ρώμη να δηλώνει –παρά τις παρατηρήσεις του Eurogroup– πως δεν θα αλλάξει τα σχέδιά της. Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου βρέθηκε κοντά στο 4,7% και στα υψηλότερα επίπεδα από τα τέλη Μαΐου, ενώ το spread έναντι των γερμανικών ομολόγων εκτοξεύθηκε στις 434 μονάδες βάσης. Αντίθετα, τα ιταλικά ομόλογα μετά από μία μικρή επιδείνωση, σημείωσαν ράλι με το spread τους να διαμορφώνεται πλέον στις 305 μ.β. και την απόδοση των 10ετών στο 3,4%.
Παρόλο, λοιπόν, που η Ιταλία αποτελεί το επίκεντρο των ανησυχιών και των αναταραχών, τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία είναι αυτά που δέχονται τις ισχυρότερες πιέσεις, τη στιγμή που άλλα ομόλογα της ευρωπεριφέρειας, όπως τα πορτογαλικά, παραμένουν “ατάραχα”. Αυτό αποδεικνύει ότι παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει βγει εδώ και τρεις μήνες από το καθεστώς των προγραμμάτων διάσωσης, παραμένει ακόμη εξαιρετικά ευάλωτη στις εξωτερικές εξελίξεις, με τους επενδυτές να θεωρούν ότι ενέχει ακόμη μεγάλο ρίσκο, γι’ αυτό και προτιμούν να απέχουν από τους ελληνικούς τίτλους.
Η επενδυτική κοινότητα προφανώς δεν έχει ακόμη πειστεί για τις προοπτικές της Ελλάδας. Η αβεβαιότητα που υπάρχει τόσο στο μακροοικονομικό όσο και στο πολιτικό τοπίο κρατούν “κλειστή” την πόρτα των αγορών. Το γεγονός ότι η Ελλάδα παραμένει κάτω από την κατηγορία “επενδυτικής βαθμίδας”, η μη επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων στις πράξεις χρηματοδότησης της ΕΚΤ καθώς και το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών, διατηρούν την επιφυλακτικότητα των μακροπρόθεσμων επενδυτών στο να αυξήσουν την έκθεσή τους.
Τα stress tests δεν έπεισαν
Η αμφισβήτηση της κρίσης των “θεσμών”, πάντως, δεν ισχύει μόνο για την περίπτωση της Ελλάδας. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες πέρασαν τα stress tests με τη… βούλα των Αρχών, με την ΕΚΤ να διαπιστώνει πως είναι σαφώς πιο υγιείς και με μεγαλύτερη κεφαλαιακή επάρκεια σήμερα σε σύγκριση με την εικόνα που παρουσίασαν πριν από δύο χρόνια στον προηγούμενο γύρο των tests, ωστόσo, οι μετοχές τους έχουν βρεθεί σε έναν κλοιό έντονων πιέσεων με τον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 Banks να σημειώνει απώλειες της τάξης του 28% από τα υψηλά έτους τον Ιανουάριο και πολλές τράπεζες να έχουν μάλιστα υποαποδώσει σημαντικά (π.χ., Deutsche Bank -48%, Danske Bank -45%, Commerzbank -37%, Banco Sabadell -32%, Unicredit και Intesa -31%).
Κάτι ανάλογο ισχύει φυσικά και για τις ελληνικές τράπεζες οι οποίες βρέθηκαν –και συνεχίζουν να βρίσκονται έως και σήμερα– στο μάτι του κυκλώνα αμέσως μετά την ανακοίνωση των δικών τους stress tests τον Μάιο, με τον ελληνικό τραπεζικό δείκτη να έχει σημειώσει βουτιά άνω του 60% από τις 1.031 μονάδες στα τέλη Απριλίου και στα ιστορικά χαμηλά των 409 μονάδων την περασμένη εβδομάδα.