Σε περίπου 4 δισεκατομμύρια ευρώ αποτιμά το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, την «ζημιά» για την ελληνική οικονομία το 2017 από τις καθυστερήσεις στην αξιολόγηση.
Εκτιμά ότι η χρονιά θα κλείσει με σχεδόν μηδενική Ανάπτυξη 0,5% του ΑΕΠ αντί 2,7% του ΑΕΠ που προέβλεπε ο προϋπολογισμός, σε συνδυασμό με την φυγή καταθέσεων, τις απώλειες θέσεων εργασίας κλπ, ενώ εμμέσως εκφράζει την ανησυχία ότι μπορεί να μην βγει η χώρα από τα Μνημόνια.
Συγκεκριμένα σε ανακοίνωσή του το ΟΕΕ τονίζει μεταξύ άλλων ότι:
– Ο λόγος, που η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε στο Γ΄ Μνημόνιο, ήταν η πολύμηνη διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015 και οι συνακόλουθες επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα, που οδήγησαν στην εφαρμογή των capital controls. Έτσι, για μία ακόμη φορά, η ελληνική οικονομία βρέθηκε εκτός διεθνών αγορών κεφαλαίων και τα ελλείμματά της κλήθηκαν να τα χρηματοδοτήσουν οι εταίροι της.
– Μία τριετής φυσιολογική εξέλιξη εφαρμογής του Γ’ Μνημονίου κανονικά θα έπρεπε να περιλαμβάνει περίπου πέντε αξιολογήσεις. Όμως, το πολιτικό κόστος και η ανάγκη εμπέδωσης των νέων μέτρων από το πολιτικό προσωπικό οδηγούν προς την κατεύθυνση της επιμήκυνσης του χρόνου των διαπραγματεύσεων, ενώ δεν έχει εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των συγκεκριμένων παρεμβάσεων.
– Δυστυχώς, όμως, αυτή τη φορά, η επιμήκυνση των διαπραγματεύσεων συμπίπτει με ένα εξαιρετικά περίπλοκο διεθνές περιβάλλον και με μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την ελληνική οικονομία, αφού τουλάχιστον θεωρητικά ετοιμαζόταν να προχωρήσει προς την ανάκαμψη για το 2017 και το 2018, η οποία αρχικά προβλεπόταν ότι θα κινηθεί σε ένα εύρος από 1,5% έως 2,7% για τη φετινή χρονιά.
– Όμως, από την αρχή του έτους, διαπιστώνεται μια σειρά από αρνητικά γεγονότα:
α) οι καταθέσεις σημειώνουν μια αναπάντεχη σημαντική πτώση (περίπου 2,3 δισ. ευρώ), που εξάλειψε το θετικό πρόσημο που είχαν κερδίσει το 2016. Οι καταθέσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών μειώθηκαν κατά 3,1% τον Ιανουάριο του 2017 και κατά 2,9% το Φεβρουάριο. Πρόκειται για μείωση, που τις φέρνει στο χαμηλότερο επίπεδο από το Νοέμβριο του 2001. Έτσι, αυξήθηκε η εξάρτηση των συστηματικών τραπεζών από τον κοστοβόρο ELA.
β) Το ποσοστό ανεργίας έχει σταθεροποιηθεί πολύ υψηλά στο 23,1% από το Σεπτέμβριο του 2016.
γ) 18.700 επιχειρήσεις ενδέχεται να αναγκαστούν να βάλουν λουκέτο το πρώτο εξάμηνο του έτους, όπως προκύπτει από την τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ – Φεβρουάριος 2017. Τα πιθανά λουκέτα επιχειρήσεων συνεπάγονται υψηλό κίνδυνο απώλειας 33.000 θέσεων συνολικής απασχόλησης (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί).
Ήδη, σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΜΗ, που επικαλείται η έρευνα, το χρονικό διάστημα Αύγουστος 2016 – Ιανουάριος 2017 διέκοψαν τη λειτουργία τους 18.410 επιχειρήσεις. (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ).
δ) Με ταχύτατους ρυθμούς αυξάνονται τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο τα οποία τον Ιανουάριο 2017 σημείωσαν άλμα 1,630 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των οφειλετών με «ανοίγματα» σε 4.173.206. Πρακτικά, ένας στους δύο φορολογούμενους χρωστούν στο Δημόσιο, ενώ δύο στους δέκα (στο σύνολο των 8,5 εκατομμυρίων) είναι εκτεθειμένοι σε κατασχέσεις (ΑΑΔΕ).
Στο δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2017, αποπληρώθηκαν μόλις 78 εκατ. ευρώ, ως αποτέλεσμα της μη λήψης της δόσης των 6,1 δισ. ευρώ, που συνοδεύει τη δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος. Να σημειωθεί πως από τα 6,1 δισ. ευρώ της εκκρεμούσας δόσης τα 1,7 δισ. ευρώ θα αφορούσαν στην αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Όσο η αξιολόγηση παρατείνεται τόσο και τα χρέη του Δημοσίου προς τους ιδιώτες αυξάνονται (ΤτΕ).
ε) Ο ευρύτερος δείκτης οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ σημείωσε τον Φεβρουάριο την υψηλότερη μηνιαία πτώση, που έχει καταγραφεί τους τελευταίους 12 μήνες. Ο επιμέρους δείκτης εμπιστοσύνης καταναλωτή βρέθηκε το Φεβρουάριο σε χαμηλό 10 μηνών και κατέγραψε μάλιστα τη δεύτερη χαμηλότερη επίδοσή του κατά τα τελευταία 3,5 έτη.
στ) Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) το ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα υποχώρησε το πρώτο δίμηνο του 2017 στα 1,1 δισ. ευρώ από 2 δισ. ευρώ το αντίστοιχο δίμηνο του 2016.
– Θα πρέπει να αναμένουμε μια υποβάθμιση των δεικτών της οικονομίας για το 2017 τουλάχιστον όσον αφορά στις διακηρυγμένες προβλέψεις του ΔΝΤ, της κυβέρνησης. Έτσι, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα κυμανθεί γύρω από το +0,5% (πρόβλεψη Μαρτίου 2017), αντί για 1,5%, που ήταν η πρόβλεψη μέχρι τώρα (και 2,7%, που ήταν η πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης τον Νοέμβριο 2016, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Φεβρουάριος 2017 και του ΔΝΤ τον Οκτώβριος 2016. Η αναθεώρηση αυτή οφείλεται κυρίως στις χαμηλότερες κρατικές δαπάνες, στις χαμηλότερες επενδύσεις, στις χαμηλότερες εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και στις υψηλότερες εισαγωγές σε σχέση με αυτές που αναμένονταν.
– Η βασική αιτία διαφοροποίησης των προβλέψεων θα πρέπει να αποδοθεί κατ’ αποκλειστικότητα στην παράταση της αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία. Αυτή η αναμενόμενη επιδείνωση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη θετική εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας η οποία σημειώνει πραγματικά σημάδια ανάκαμψης.
– Η αβεβαιότητα που έχει προκληθεί στη χώρα από την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, έχει υψηλό κοινωνικό και οικονομικό κόστος, το οποίο αποτυπώνεται στην πραγματική οικονομία.
– Η οικονομική πολιτική θα πρέπει να επιστρέψει το συντομότερο δυνατόν στους βασικούς στόχους της, για να υπάρξει ανάκαμψη. Οι στόχοι αυτοί είναι οι εξής:
Φυσιολογική κατάληξη του Γ’ Μνημονίου και ένταξη στη συνέχεια στις γνωστές διαδικασίες παρακολούθησης των οικονομικών της Ευρωζώνης.
Ένταξη στο QE της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και δοκιμαστική έξοδος στις αγορές κεφαλαίων, εντός της μνημονιακής περιόδου (μέχρι το 2018), με στόχο την προετοιμασία της οριστικής επανόδου της ελληνικής οικονομίας σ’ αυτές.
Διατήρηση των συνθηκών επανισορρόπησης της οικονομίας στο δημοσιονομικό και το εξωτερικό ισοζύγιο και αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το εγχώριο τραπεζικό σύστημα με στόχο την επανισορρόπηση καταθέσεων και επενδύσεων.
Αποκατάσταση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος έτσι ώστε να επιτευχθεί μία χρηματοδοτούμενη ανάκαμψη συμπεριλαμβανομένων των ευχερειών της ΕΚΤ που θα βελτιώσει τη ρευστότητα του συστήματος και να επιταχυνθεί η απομόχλευση της οικονομίας.
Διαφύλαξη και ενίσχυση της διαφαινόμενης ανάκαμψης της οικονομίας.