Την περασμένη Τετάρτη η τουρκική στατιστική υπηρεσία έδωσε στη δημοσιότητα τα στοιχεία για το έλλειμμα που εμφανίζεται κατά 60% μεγαλύτερο σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2017. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας οικονομίας που αναπτύσσεται σημαντικά πάνω απο τις δυνάμεις της χώρας για δεύτερη χρονιά.
Στο μεταξύ, είδαμε την τουρκική λίρα να διολισθαίνει σε νέα ιστορικά χαμηλά, ενώ νωρίτερα μέσα στον μήνα υποτιμήθηκε στο άνευ προηγουμένου 4 λίρες ανά ένα δολάριο και 5 λίρες ανά ένα ευρώ, κατά 8% χαμηλότερα από τις αρχές του 2018. Την Τετάρτη υποχώρησε στο 4,15 έναντι του αμερικανικού δολαρίου.
Η υποτίμηση του νομίσματος είναι ιδιαίτερα προβληματικό γεγονός για την οικονομία της χώρας καθώς είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε εξωτερικούς παράγοντες αλλά και των χαμηλών αποθεμάτων σε ξένο συνάλλαγμα.
Το 2017 το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στο 5,6% του ΑΕΠΟ από 3,8% το 2016, λόγω των υψηλότερων τιμών πετρελαίου και της ισχυρής ζήτησης για εισαγωγές. Οι εισαγωγές αντιστάθμισαν τη διψήφια αύξηση των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών, οι οποίες ενισχύθηκαν χάρη στην αυξημένη ζήτηση από πλευράς εμπορικών εταίρων αλλά και της ανάκαμψης του τουρισμού.
Η πτώση της λίρας είναι επίσης υπεύθυνη εν μέρει και για την αύξηση του πληθωρισμού που επιμένει να είναι σε διψήφια ποσοστά από πέρυσι – 10,1% τον Μάρτιο του 2018, γεγονός που οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο μιας όλο και πιο αδύναμης λίρας και ενός αυξανόμενου πληθωρισμού.
Η ποιότητα της χρηματοδότησης για το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθεί να περιορίζεται , με περισσότερες εισροές χαρτοφυλακίου που δημιουργούν χρέη με μικρότερες διάρκειες και λιγότερες άμεσες ξένες επενδύσεις.
Το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε στα 453 δισ. δολ. ως τα τέλη του 2017, που αντιστοιχεί στο 53,3% του ΑΕΠ από 47,4% πέρυσι.
Επίσης, η κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας έχει λιγότερα από 90 δισ. δολ. σε ξένα συναλλαγματικά αποθέματα, τα οποία καλύπτουν το ήμισυ του χρέους που ωριμάζει ή χρηματοδοτικές ανάγκες που πρέπει να μετακυλιστούν.
Ο έτερος παράγοντας πίσω από τον τουρκικό πληθωρισμό είναι η υπερθέρμανση της οικονομίας. Η κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα έλαβαν μια σειρά μέτρων στήριξης που έδωσαν ώθηση στο να αυξηθεί το ΑΕΠ πάνω από 7% πέρυσι, έναντι εκτίμησης της Moody’s για πιθανή αύξηση 3,5%-4%.
Η κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να διατηρήσει τη γοργή ενίσχυση της οικονομίας πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2019, ανεξαρτήτως του κόστους. Προς επίρρωσιν τούτου ο πρόεδρος Ερντογάν ανακοίνωσε ακόμα ένα πακέτο στήριξης της οικονομίας, απορρίπτοντας την ιδέα ότι τέτοιου είδους κινήσεις ενισχύει και τον πληθωρισμό.
Ο πληθωρισμός που ξεπερνά το 10% ξεπερνά κατά πολύ τον στόχο 5% της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας και θα ενισχυθεί περαιτέρω μετά την υποτίμηση της λίρας την περασμένη εβδομάδα.
Όπως σημειώνει η Moody’s αυτή η κατάσταση τεστάρει την ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ της θεμελιώδους δύναμης της οικονομίας της Τουρκίας, καθώς και των πολύ ισχυρών δημοσιονομικών μεγεθών από τη μια και από την άλλη της υψηλής και αυξανόμενης εξωτερικής ευαλωτότητας – γεγονός που μας οδήγησε να υποβαθμίσουμε την αξιολόγησή της στην κατηγορία Ba2 με σταθερές προοπτικές από Ba1 με αρνητικές προοπτικές.
Credit negative για τις τουρκικές τράπεζες η υποτίμηση της λίρας
Η συνεχιζόμενη αδυναμία της τουρκικής λίρας σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό, πιθανότατα θα αυξήσει τα προβληματικά δάνεια.
Η πτώση της λίρας θα οδηγήσει σε υψηλότερες επιβαρύνσεις με απώλειες δανείων που θα μειώσουν την αποδοτικότητα των τραπεζών και τους δείκτες κεφαλαίου, γεγονός που θα αυξήσει με τη σειρά του τον κίνδυνο να μειωθεί η διαθεσιμότητα ξένης χρηματοδότησης.
Το 33% των τουρκικών τραπεζικών δανείων στα τέλη του 2017 ήταν κυρίως σε δολάρια και ευρώ, άρα αν η λίρα παραμείνει στα χαμηλά της περασμένης Τετάρτης, τα προβληματικά δάνεια θα αυξηθούν, καθώς θα μειωθεί η δυνατότητα των επιχειρήσεων που έλαβαν δάνεια να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους.
Παράλληλα, η υποτίμηση της λίρας θα μειώσει τους δείκτες κεφαλαίου αφού αυξάνονται τα σταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού σε ξένο νόμισμα, ενώ το κεφάλαιο σε λίρες παραμένει αμετάβλητο. Η μείωση των τραπεζικών κεφαλαίων θα περιορίσει επίσης την ικανότητα των τραπεζών να δανειστούν, περιορίζοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη.
Τέλος, σημειώνει η Moody’s, oι ανησυχίες των επενδυτών σχετικά με τη φερεγγυότητα των τουρκικών τραπεζών θα μειώσουν πιθανώς την πρόσβαση σε χρηματοδότηση σε ξένο νόμισμα, μια βασική ευπάθεια των τουρκικών τραπεζών λόγω των μεγάλων αναγκών αναχρηματοδότησης σε ξένα νομίσματα, το 49% των οποίων ήταν βραχυπρόθεσμα από το τέλος του 2017. O κίνδυνος ξαφνικής μείωσης της ξένης χρηματοδότησης έχει αυξηθεί, αλλά παραμένει χαμηλά προς το παρόν. Η πρόσβαση των τουρκικών τραπεζών στις διεθνείς κεφαλαιαγορές είναι επί του παρόντος χωρίς περιορισμούς, καθώς επωφελούνται από την άφθονη παγκόσμια ρευστότητα.