Ως μία ακόμα «θυσία» στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, στη διευθέτηση του χρέους και στην έξοδο στις αγορές παρουσιάζει η κυβέρνηση, το «πάγωμα» των συντάξεων για έναν χρόνο ακόμα έως το 2022. Έτσι λοιπόν σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση -που συνοδεύει την τροπολογία η οποία συζητείται σήμερα στην ολομέλεια της Βουλής- οι μειώσεις των συντάξεων το 2019 και το πάγωμα για 5 χρόνια ακόμα αποτελούν αναγκαιότητα για τη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης που παραμένει σε υψηλά επίπεδα ενώ συμβάλλουν και στη σύγκλιση των παλαιών με τις νέες συντάξεις.
Παράλληλα στην αιτιολογική έκθεση επιχειρείται να ικανοποιηθεί και ένας ακόμα όρος των δανειστών οι οποίοι δέσμευσαν την κυβέρνηση να πάρει τα μέτρα της ώστε να μην χαρακτηριστούν αντισυνταγματικές οι νέες μειώσεις των συντάξεων το 2019, αναφέρει το newmoney .
Έτσι λοιπόν η έκθεση αναφέρει μια σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τεκμηριώνουν τη συνταγματικότητα των μειώσεων.
Όπως προβλέπεται στην τροπολογία το πάγωμα των συντάξεων θα διαρκέσει για ένα ακόμη χρόνο έως το 2022 προκειμένου να εξοικονομηθούν επιπλέον 250 εκατ. ευρώ, τα οποία θα στερηθούν οι συνταξιούχοι. Παράλληλα επισημαίνεται ότι η περαιτέρω περιστολή της συνταξιοδοτικής δαπάνης θα επιτρέψει την απελευθέρωση πόρων για την ενίσχυση των άλλων κοινωνικών δαπανών στις οποίες η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι άλλων χωρών της ΕΕ.
Έτσι, οι υπουργοί οικονομικών και Εργασίας θα αυξάνουν ετησίως αρχής γενομένης από τις 1.1.2023 αντί του 2022 το συνολικό ποσό της σύνταξης με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους.
Ωστόσο αίσθηση προκαλούν οι βολές του Ελεγκτικού συνεδρίου το οποίο στην έκθεση του τονίζει ότι ούτε ένας μήνας δεν πέρασε από το πρόσφατο πολυνομοσχέδιο το οποίο ανέφερε ρητά ότι οι συντάξεις θα παραμένουν παγωμένες έως το τέλος του 2021 και η κυβέρνηση μετέθεσε εκ νέου το χρόνο έναρξης των εννόμων αποτελεσμάτων της διάταξης στην 1.1.2023 χωρίς να επέρχεται οποιαδήποτε αλλαγή επί της ουσίας της ρύθμισης .
Η μετάθεση –επισημαίνεται σε άλλο σημείο- δείχνει την αστοχία της προηγούμενης ρύθμισης και καταδεικνύει την έλλειψη σταθερού και μακρόπνοου σχεδιασμού αναφορικά με τις καταβαλλόμενες συντάξεις.
Το Ελεγκτικό συνέδριο τονίζει επίσης ότι πάροδος ενός τόσου μεγάλου διαστήματος άνω της 5ετίας καθιστά αδύνατη τη διατύπωση ασφαλούς εκτίμησης ως προς τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και την οικονομική δυνατότητα των συνταξιούχων του δημοσίου.
Υπενθυμίζουμε ότι στο νόμο Κατρούγκαλου προβλεπόταν αύξηση των συντάξεων από το τέλος του 2018.
Ο συντάκτης της αιτιολογικής έκθεσης για να στηρίξει το επιχείρημα ότι η μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου και η περικοπή έως 18% των καταβαλλόμενων συντάξεων το 2019 συνέβαλλαν στη σύγκλιση των παλαιών συντάξεων με τις νέες και στην αλληλεγγύη των γενεών αναφέρει ότι το ποσοστό αναπλήρωσης της μέσης σύνταξης γήρατος του έτους 2019 πριν από τις μειώσεις ανέρχεται σε 69%. Το ποσοστό αναπλήρωσης μετά την αναπροσαρμογή ανέρχεται σε 63%. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μέσος συντελεστής αναπλήρωσης των νέων συνταξιούχων (μετά το νόμο Κατρούγκαλου) αντιστοιχεί σε 61% προκύπτει με σαφήνεια ότι η αναπροσαρμογή συμβάλλει στη σύγκλιση των παλαιών με τις νέες συντάξεις.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται, προκειμένου να αναδειχθεί η αναγκαιότητα νέων μειώσεων, το έλλειμμα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης για το 2017 ανέρχεται στο 9,3% του ΑΕΠ, το 2018 στο 8,56% ενώ φθίνει σταδιακά τα επόμενα χρόνια έως το 2021. Ωστόσο μεσοπρόθεσμα το εκτιμώμενο έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος παραμένει υψηλό με αρνητικές συνέπειες στα δημόσια οικονομικά. Η συνταξιοδοτική δαπάνη παραμένει σχετικά υψηλή , (30,2 δις το 2017,30,13 δις το 2021) ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ φθίνει λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ΑΕΠ( από 16,67% το 2017 στο 14.26% το 2021)
Επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων από την 21/8/2018
Παρότι το ΔΝΤ προσπάθησε να μην δεσμευτεί ως προς την ημερομηνία επαναφοράς των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων η τροπολογία που υπογράφει η υπουργός εργασίας κ. Εφη Αχτσιόγλου, βάζει τέλος στις αναστολές των μνημονίων με το τέλος του προγράμματος το 2018.
Συγκεκριμένα όπως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση « με την προτεινόμενη διάταξη αποσυνδέεται η αναστολή εφαρμογής της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της αρχής της επεκτασιμότητας από το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής καθώς προβλέπεται ότι αυτή θα ισχύσει έως την 20/8/2018 υπό την προϋπόθεση επιτυχούς ολοκλήρωσης του Προγράμματος.»
Στην αιτιολογική έκθεση γίνεται αναφορά στο ιστορικό των μνημονιακών απαγορεύσεων στην αγορά εργασίας. Έτσι , από το 2011 ανεστάλη η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης με αποτέλεσμα η επιχειρησιακή σύμβαση να υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με την κλαδική σύμβαση εργασίας .Το μοναδικό «πάτωμα» ασφαλείας που είχε τεθεί ήταν να μην ισχύουν δυσμενέστεροι όροι από εκείνους που προβλέπει η Εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας. Παράλληλα ανεστάλη η αρχή της επεκτασιμότητας ,δηλαδή η δυνατότητα επέκτασης και κήρυξης υποχρεωτικών των κλαδικών συμβάσεων που καλύπτουν το 51% των εργαζόμενων του κλάδου.