Χωρίς γενναίες θεσμικές, φορολογικές και παραγωγικές μεταρρυθμίσεις, η ελληνική οικονομία είναι καταδικασμένη να σέρνεται…
Του Κωνσταντίνου Κόλλια
Πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος
Οι μήνες που ακολουθούν θα είναι κρίσιμοι για την Ευρώπη και ίσως καθορίσουν και την περαιτέρω πορεία της για μία μακρά περίοδο μέσα στον 21ο αιώνα. Το Brexit, η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, η κρίση σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και στην περιοχή μας, οι γαλλικές και γερμανικές εκλογές, το μεταναστευτικό, είναι μία σειρά από θέματα που θα επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά και το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Και οι κραδασμοί θα έχουν τις ανάλογες επιπτώσεις και στην Ελλάδα.
Αυτός είναι και ο λόγος που η χώρα μας θα έπρεπε να είχε κλείσει κρίσιμα και δύσκολα πολιτικά θέματα και από την δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος, ώστε να διαθέτει ισχυρή επιχειρηματολογία στις έναντι των δανειστών της διεκδικήσεις.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι άγνωστη η έκβαση του ιταλικού δημοψηφίσματος, αλλά είναι βέβαιον ότι αυτό θα κρίνει το μέλλον της κυβέρνησης Ρέντσι, καθώς και ορισμένα άρθρα που ορίζουν τις σχέσεις Ιταλίας και Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).
Τον Απρίλιο του 2017, οι γαλλικές εκλογές θα διεξαχθούν με κεντρικό θέμα, όπως φαίνεται, την θέση της Γαλλίας στην ΟΝΕ και την έξοδο της γαλλικής οικονομίας από την κρίση. Τέλος, το φθινόπωρο του 2017 έχουμε τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι υπάρχουν πολλές κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις σε χώρες-κλειδιά της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), που –σε κάθε περίπτωση– θα επηρεάσουν και θα καθορίσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την πορεία της ΟΝΕ. Κατά συνέπεια, θα καθορίσουν ακόμα περισσότερο την περαιτέρω στάση των δανειστών απέναντι στο ελληνικό ζήτημα. Διότι, ας μην γελιόμαστε, η τάση που επικρατεί σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα των Ευρωπαίων πολιτών δεν είναι και η πλέον φιλική προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Τα περιθώρια για την ΕΕ στενεύουν. Αργά ή γρήγορα, η ΕΕ θα πρέπει να ανταποκριθεί στο αίτημα για ηπιότερη προσέγγιση και χαλάρωση. Θα πρέπει, δηλαδή, να αλλάξει. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι να μην αλλάξει, αφήνοντας εκτός του κάδρου των όποιων προσαρμογών την χώρα μας.
Πώς, όμως, θα το πετύχουμε αυτό; Μέσω της δικής μας δουλειάς. Χτίζοντας από την αρχή ένα νέο, υγιές παραγωγικό μοντέλο, που δεν θα περιμένει δανεικά και στήριξη από το κράτος. Δεν θα είναι, δηλαδή, κρατικοδίαιτο αλλά θα στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Ακόμα και σήμερα, υπάρχει χρόνος. Πρέπει όμως να τρέξουμε.
Άμεσα, γρήγορα και μεγάλη απόσταση. Μαραθώνιο… Να τρέξουμε, ώστε να αξιοποιήσουμε στον μέγιστο δυνατό βαθμό όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία που θα αρχίσουν να ξεκλειδώνονται για την Ελλάδα στο επόμενο διάστημα.
Προσοχή, όμως! Τα εργαλεία αυτά πρέπει να αποτελέσουν όχι την βάση του νέου παραγωγικού μοντέλου, αλλά τα μέσα για να στηθεί και να λειτουργήσει αυτό. Διότι, αλίμονο εάν μπούμε πάλι στην διαδικασία να στηρίξουμε κυρίως στα ευρωπαϊκά κονδύλια επενδύσεις, ανάπτυξη παραγωγικών τομέων και δημιουργία θέσεων εργασίας. Αυτό θα μάς οδηγήσει 3,5 δεκαετίες πίσω, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Η βάση του νέου παραγωγικού μοντέλου πρέπει να είναι:
i) Η εφαρμογή μακροχρόνιων και βιώσιμων μεταρρυθμίσεων, που θα απελευθερώσουν την οικονομία από βαρίδια και θα βάλουν ένα τέλος στην δημιουργία νέου χρέους, και
ii) Η εφαρμογή πολιτικών σε φορολογία, γραφειοκρατία, επενδύσεις, που θα οδηγήσουν τάχιστα την οικονομία στην ανάπτυξη, ώστε να αυξηθεί ο παρονομαστής στον λόγο χρέους/ΑΕΠ.
Με αυτές τις πολιτικές θα χτίσουμε ένα υγιές μοντέλο, θα βελτιωθούν τα νούμερα της οικονομίας και, τότε, θα μπορέσουμε πολύ πιο εύκολα να διαπραγματευθούμε την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους. Οποιαδήποτε άλλη επικοινωνιακή σπουδή για συζήτηση γύρω από το θέμα, χωρίς να έχουμε διορθώσει τις παθογένειες του ελληνικού παραγωγικού και οικονομικού μοντέλου, μόνον κακό κάνει και επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την εικόνα της χώρας προς το εξωτερικό και την κατάσταση της οικονομίας.
Ο τουρισμός πέρυσι πήγε πολύ καλά στην χώρα μας. Μπορεί αυτές οι επιδόσεις του κλάδου να έσωσαν την παρτίδα στην οικονομία, αλλά δεν αρκούν. Πολύ απλά, η χώρα χρειάζεται επενδύσεις. Άμεσα και μαζικά. Και, για να έλθουν αυτές, πρέπει να κάνουμε πολλά.
Εκτός από τα γνωστά –και, δυστυχώς, διαχρονικά– του περιορισμού της γραφειοκρατίας και του σταθερού φορολογικού περιβάλλοντος, υπάρχει το ευρύτερο πλαίσιο, το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται να δραστηριοποιηθεί ο υποψήφιος επενδυτής. Το περιβάλλον αυτό πρέπει να τού εμπνέει σιγουριά και αξιοπιστία –ότι τα χρήματά του δεν θα πάνε χαμένα, ότι έχει μόνον να κερδίσει από την παρουσία του στην Ελλάδα. Έτσι ώστε να δημιουργηθούν πολλαπλασιαστικά θέσεις εργασίας, που τόσο έχει ανάγκη μία χώρα με ανεργία 25%.
Για να γίνει αυτό, χρειάζονται γενναία κίνητρα, ευέλικτες διαδικασίες, σύγχρονο ρυθμιστικό πλαίσιο, μέσω, μεταξύ άλλων, του αναπτυξιακού και του επενδυτικού νόμου. Πολύ απλά, για να γίνει αυτό πρέπει να εφαρμόσουμε το μνημόνιο εμπροσθοβαρώς στο κομμάτι των μεταρρυθμίσεων και να μην σπεύσουμε πάλι να ασχοληθούμε μόνον με τα καταστροφικά μέτρα λιτότητας, όπως ήδη κάνουμε.
Στην προσπάθεια αυτή, υπάρχουν τομείς στους οποίους πρέπει να παρέμβουμε. Ο σημαντικότερος είναι οι φόροι.
Πέραν της παροχής φορολογικών κινήτρων για τους υποψήφιους επενδυτές, μέσω χαμηλότερων φορολογικών συντελεστών, η μείωση των έμμεσων φόρων και η πλήρης αυτοματοποίηση των συναλλαγών με την εφορία μπορούν να βοηθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Η κατάσταση με την φορολογία φυσικών και νομικών προσώπων έχει φτάσει στο απροχώρητο: 3.450 νόμοι με φορολογικές διατάξεις, εκ των οποίων οι 250 αμιγώς φορολογικοί, 11.000 υπουργικές αποφάσεις και αμέτρητες εγκύκλιοι τα τελευταία σαράντα χρόνια. Μόνο σταθερό φορολογικό πλαίσιο δεν το λες αυτό –και ειδικά σε μία χώρα που χρειάζεται άμεσα ένα επενδυτικό σοκ της τάξεως των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ. Και, ταυτόχρονα, υψηλή και όχι σταθερή φορολογία για τα νομικά πρόσωπα.
Στους δε ελεύθερους επαγγελματίες, ας μην το συζητήσουμε. Απορώ πραγματικά ποιος ιθύνων νους στην κυβέρνηση το επινόησε αυτό. Ένα επιπλέον 26,95% του εισοδήματός του σε ασφαλιστικές εισφορές.
Την ίδια στιγμή, οι γείτονες χώρες έχουν φορολογικούς συντελεστές που δεν ξεπερνούν το 15%. Και η ροή επιχειρήσεων που φεύγουν από την χώρα αυξάνεται κάθε μέρα. Και η ροή επιστημόνων που φεύγουν στο εξωτερικό, επίσης. Καλά μυαλά, που τα χάνει η χώρα μας.
Όσο η συζήτηση εξακολουθεί να γίνεται γύρω από το πώς θα αυξήσουμε την φορολογία για να εισπράξουμε περισσότερα έσοδα, τόσο το λάθος θα συνεχίζεται. Και αυτό, γιατί υπάρχει μία νοητή κόκκινη γραμμή στην φορολόγηση που δείχνει ότι, μόλις την περάσουμε –και εμείς την περάσαμε προ πολλού–, τα έσοδα παύουν να αυξάνονται και μειώνονται. Το έχουμε ζήσει και με την αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση, και στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, και κάθε χρόνο με την αύξηση των τελών κυκλοφορίας και την συνεπακόλουθη αύξηση στην κατάθεση των πινακίδων των ΙΧ, που μειώνουν κατακόρυφα τα έσοδα.
Και τώρα, αυξήσαμε τον ΦΠΑ στο 24%! Μα καλά, ουδείς βλέπει ότι όλα αυτά τα χρόνια οι διαδοχικές αυξήσεις του συντελεστή μόνον τα αναμενόμενα αποτελέσματα δεν έφεραν; Ουδείς τόσα χρόνια έχει δει την έκθεση της Κομισιόν, που λέει ότι για κάθε μία μονάδα αύξησης του ΦΠΑ, μειώνεται κατά 0,7 μονάδες η φορολογική συμμόρφωση; Απορώ, πραγματικά.