Ένας επιχειρηματίας κατήγγειλε σύμβουλο του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, ότι ζήτησε μίζα από τη νόμιμη αμοιβή που δικαιούνταν για τη συμβολή του στη διακρίβωση και την τιμωρία υπόθεσης μεγάλης φοροδιαφυγής.
Την καταγγελία αυτή δημοσίευσε την περασμένη Κυριακή «Το Βήμα», ζητώντας καθαρές απαντήσεις από την κυβέρνηση. Η αξιωματική αντιπολίτευση, στηριγμένη στο δημοσίευμα, ήδη έχει ζητήσει εξηγήσεις από την κυβέρνηση, ενώ βουλευτές της ΝΔ κατέθεσαν ερώτηση στη Βουλή. Χθες, η εφημερίδα «Παραπολιτικά» προσέθεσε στις έως τώρα πληροφορίες τη μαρτυρία και τα στοιχεία που προσκόμισε ο καταγγέλλων επιχειρηματίας.
Πρόκειται περί σκανδάλου; Σε οποιοδήποτε δημοκρατικό κράτος του κόσμου, μια τέτοια καταγγελία θα κινητοποιούσε την κυβέρνηση, η οποία είτε θα εξήγγειλλε ότι θα διερευνήσει τα καταγγελλόμενα είτε θα παρέθετε στοιχεία με τα οποία θα τα διέψευδε.
Σε κανένα δημοκρατικό κράτος οι κυβερνήσεις δεν είναι υπεράνω του δημόσιου ελέγχου του Τύπου. Δουλειά των εργαζομένων σε αυτόν, άλλωστε, είναι και η διερεύνηση και δημοσίευση υποθέσεων που κρίνεται ότι βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον.
Ηθικό… πλεονέκτημα
Καμία κυβέρνηση δεν είναι υπεράνω του δημόσιου ελέγχου, καμία κυβέρνηση δεν δικαιούται να επικαλείται ένα δήθεν ηθικό πλεονέκτημα, το οποίο αυθαιρέτως στηρίζει στην ιδεολογία της ή στις καλές προθέσεις των στελεχών της. Η εξουσία δεν αρκεί να επικαλείται τις καλές προθέσεις των εκπροσώπων της, οφείλει και να τις αποδεικνύει.
Αν μια κυβέρνηση θεωρεί υπερβολικό ή άτοπο ένα δημοσίευμα που την αφορά έχει τον τρόπο να απαντήσει πρωτίστως ενώπιον των πολιτών: Καταρρίπτει με στοιχεία την εναντίον της μαρτυρία. Καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται, αλλά όπερ έδει δείξαι.
Μια κυβέρνηση που φοβάται, συκοφαντεί.
Αντί στοιχείων, λοιπόν, που θα τεκμηρίωναν το άτοπο των καταγγελιών, το Μέγαρο Μαξίμου διένειμε, κατά τις συνήθεις πρακτικές του, ένα non paper, στο οποίο αναλώνεται σε ύβρεις και απειλές, ενώ απροκάλυπτα αποδίδει τον βαρύτατο χαρακτηρισμό του «ναρκεμπόρου» στον εφοπλιστή Βαγγέλη Μαρινάκη, πριν καν συζητηθεί στο δικαστήριο η κατηγορία που του έχει απαγγελθεί για την υπόθεση Noor 1 – μια υπόθεση που και το περασμένο καλοκαίρι απασχόλησε τον Τύπο, αφού ο συγκυβερνήτης Πάνος Καμμένος έκανε τηλεφωνήματα με ισοβίτη για το θέμα, επειδή είχε πάθος -όπως διατείνεται η κυβερνητική πλευρά- με την αλήθεια.
Με όσα πράττει, δηλαδή, η κυβέρνηση έχει δικάσει και καταδικάσει τελεσίδικα τον κατηγορούμενο, τον οποίο παραδίδει σε δημόσιο λιντσάρισμα, για μια υπόθεση την οποία ο κατηγορούμενος θεωρεί σκευωρία, προκειμένου να πληγεί ο ίδιος, οι επιχειρήσεις του και τα Μέσα Ενημέρωσης των οποίων είναι ιδιοκτήτης.
Θεσμικός κατήφορος
Ο θεσμικός κατήφορος που προωθεί η κυβέρνηση φαίνεται ότι δεν έχει τέλος. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων πρόσφατα περιέγραψε τις άοκνες κυβερνητικές προσπάθειες για «πλήρη υποταγή και χειραγώγηση της Δικαιοσύνης, ώστε να λειτουργεί όχι ως ανεξάρτητη εξουσία αλλά ως κυβερνητικός μηχανισμός».
Επειδή, ωστόσο, οι δικαστές, με τη στάση τους, αποδεικνύονται εγγυητές της δημοκρατίας και της διάκρισης των εξουσιών, η κυβέρνηση δεν έχει πρόβλημα να τους υπερκεράσει. Δικάζει και καταδικάζει όποιον θέλει ο ίδιος ο πρωθυπουργός και, από τα ερέβη του Μαξίμου, διακινεί την ετυμηγορία του.
Λες και η ανεξάρτητη δικαιοσύνη σε αυτή τη χώρα είναι απλώς εμπόδιο στον πρωθυπουργό να λιντσάρει όσους θεωρεί αντιπάλους του. Τεκμήριο αθωότητας σε αυτή τη χώρα, που καταδικάζει η πολιτική ηγεσία κατά το δοκούν πολίτες που δεν της αρέσουν, δεν υπάρχει. Τεκμήριο αθωότητας σε αυτή τη χώρα για την αυταρχική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχουν μόνο οι τρομοκράτες!
Πώς θα μπορούσε να προστατευτεί ένας οποιοσδήποτε πολίτης από την προκλητική περιφρόνηση των θεσμών εκ μέρους της κυβέρνησης;
Μέσω της δημοσίευσης και της κριτικής – μέσω των δυνατοτήτων που δίνει το πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου. Ευτυχώς, μεγάλη μερίδα του Τύπου, γραπτού και ηλεκτρονικού, και πολλοί δημοσιογράφοι και σχολιαστές, δεν υποτάσσονται στις βουλήσεις του εξουσιαστικού μηχανισμού των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αρνούνται να γίνουν φερέφωνο οποιουδήποτε.
Το… μαύρο μέτωπο
Αντέχει όμως η ελληνική κυβέρνηση την κριτική; Κάθε άλλο. Την απεχθάνεται. Και το δείχνει.
Γι’ αυτό, άλλωστε, περιγράφει ως «διαπλοκή» όσους δεν υπηρετούν την κυβερνητική προπαγάνδα. Τις προάλλες, ο πρωθυπουργός περιέγραψε συκοφαντικά την απολύτως απαραίτητη δημοκρατική κριτική στα ψέματα, στην παρέλκυση, στην ασυνέπεια, στον αυταρχισμό, στην κοινωνική αναλγησία, στον κυνισμό και στα κυβερνητικά τεχνάσματα ως διαπλοκή και μαύρο μέτωπο.
Μόλις προχθές, η κομματική εφημερίδα «Αυγή» κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο ΤΑ ΝΕΑ, τα οποία επέκρινε γιατί αξιολόγησαν διαφορετικά από την κυβερνητική προπαγάνδα την επίσκεψη Γιούνγκερ. Είναι πρωτοφανές μια εφημερίδα μάλιστα που εκπροσωπεί τις θέσεις της εξουσίας να επικρίνει τον Τύπο της αντιπολίτευσης επειδή αυτός δεν συμμερίζεται το κυβερνητικό παραμύθι.
Υπάρχει ακόμα ένας τρόπος προστασίας: Η Ευρώπη. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και η κοινωνία των πολιτών. Σύμφωνα με το άρθρο 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), υπάρχει πάντα η δυνατότητα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από πολίτες που μπορούν να αποδείξουν ότι το κράτος παραβιάζει τα δικαιώματά τους.
Αυταρχισμός
Επίσης είναι δυνατή η δημοσιοποίηση των αυταρχικών και αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης στις ευρωπαϊκές δημοσιογραφικές ενώσεις, στον Τύπο, αλλά και στις πολιτικές ομάδες της Ευρωβουλής. Η χώρα δεν είναι μια ανάδελφη νησίδα σταλινογενούς εθνοκεντρικού αυταρχισμού μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάθε άλλο. Οι πολίτες που αδικούνται δεν είναι μόνοι.
Διαλέγοντας τη μέθοδο της περιφρόνησης ή και της χειραγώγησης των δημοκρατικών θεσμών και της κατασυκοφάντησης όσων δεν καταφέρνει να ελέγξει, η κυβέρνηση έχει επιλέξει έναν δρόμο χωρίς γυρισμό.
Πλανώνται όμως όσοι, στο Μαξίμου, στην Κουμουνδούρου και στα υπόγειά τους θεωρούν ότι η κοινωνία των πολιτών δεν θα αμυνθεί απέναντι στις αυταρχικές μεθοδεύσεις τους. Και πλανώνται διπλά αν δεν βλέπουν ότι το τέλος των αυταρχικών επιλογών τους πλησιάζει – και δεν υπάρχει μεταμφίεση για να κρύψουν την εχθροπάθεια και το αντιδημοκρατικό πρόσωπό τους.