Όντας σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός της Ελλάφας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπολογίζει στην πολιτική του εγγύτητα με τον επόμενο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να μετριάσει την αυστηρότητα του σχεδίου διάσωσης που επιβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση στη χώρα του, αναφέρει η βελγική LeSoirφιλοξενώντας συνέντευξη του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας.
Στη συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη, που φιλοξενεί η βελγική εφημερίδα, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι δημοσκοπήσεις υπόσχονται ότι θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός της Ελλάδας, με το κόμμα του, τη Νέα Δημοκρατία, να συγκεντρώνει στην πρόθεση ψήφου ποσοστό 35-37% και να προηγείται κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες του ΣΥΡΙΖΑ,σημειώνοντας ότι τα τέσσερα τελευταία χρόνια αποτελούν για την Ευρωπαϊκή Ένωση την πρώτη εμπειρία ανόδου στην εξουσία ενός κόμματος της ριζοσπαστικής και αντισυστημικής Αριστεράς, μία εμπειρία που σημαδεύτηκε από την προσπάθεια αμφισβήτησης από την πλευρά της Ελλάδας της λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκαν στη χώρα με αντάλλαγμα τη διάσωσή της από την οικονομική κρίση, προσπάθεια η οποία ωστόσο, αφού οδήγησε σε μία εξάμηνη κρίση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη χώρα στο χείλος της εξόδου από την Ευρωζώνη, είχε ως αποτέλεσμα ένα τρίτο και πιο σκληρό από ποτέ σχέδιο διάσωσης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναδεικνύει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Soir του Βελγίουτη δέσμευσή του να επαναδιαπραγματευθεί τα υψηλά πλεονάσματα που υπέγραψε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τους εταίρους, προκειμένου να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος και να πάρει επιτέλους ανάσα η μεσαία τάξη της χώρας από την υπερφορολόγηση που της επέβαλε τα τελευταία τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση Τσίπρα.
«Με δεδομένο ότι σκοπεύω να μειώσω τους φόρους στην Ελλάδα, είναι σημαντικό να γίνεται κατανοητή η θέση μου από την Ευρώπη και την Κομισιόν: θέλω περισσότερη ανάπτυξη, διότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πορευτεί με ανάπτυξη μόλις 2% εφόσον χάσαμε το 25% του ΑΕΠ μας κατά τη διάρκεια της κρίσης», αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
«Θεωρώ, λοιπόν, απολύτως λογικό να κάνουμε μια έντιμη συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα που ήταν το τίμημα το οποίο έπρεπε να πληρώσουμε για την πολιτική του κ. Τσίπρα», προσθέτει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Στο πλαίσιο αυτό προαναγγέλλει ότι η Κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις Εθνικές Εκλογέςθα διαπραγματευτεί την αλλαγή των στόχων ώστε το νέο χαμηλότερο πλεόνασμα να ισχύσει από το 2021.
Όπως εξηγεί ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, μετά το πρώτο εξάμηνο του 2015 και το αχρείαστο τρίτο μνημόνιο, «ο κ. Τσίπρας επέβαλε καθεστώς πολύ αυστηρής λιτότητας και η χώρα μας επιδεικνύει σήμερα πρωτογενή πλεονάσματα ακόμη υψηλότερα από αυτά που μας έχει ζητήσει η Ευρώπη».
Επίσης, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης διευκρινίζει ότι η διαπραγμάτευση αυτή δεν θα αρχίσει αμέσως μετά τις Εκλογές, αλλά θα στηριχθεί στην οικοδόμηση της εμπιστοσύνης μέσα από την υλοποίηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων.
Απαντώντας στο ερώτημα αν πιστεύει ότι ο Μάνφρεντ Βέμπερ, ο υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μπορεί να δείξει μεγαλύτερη ευελιξία απέναντι στην Ελλάδα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντά: «Απολύτως. Οι διαπραγματεύσεις είναι πάντα και πολιτικές διαπραγματεύσεις και η εμπιστοσύνη θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα σε αυτές».
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στις καλές προσωπικές σχέσεις που διατηρεί με τον Μάνφρεντ Βέμπερ για να προσθέσει τα εξής: «Γνωρίζω ότι στην επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο θα έχουμε στην Επιτροπή κάποιον που θα αντιλαμβάνεται τις ελληνικές θέσεις. Συζητήσαμε με τον Μάνφρεντ σχετικά με το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία θεωρώ υπερβολικά υψηλά και πιστεύω ότι και ο Μάνφρεντ είναι σύμφωνος με αυτή την άποψη».
Μιλώντας για τον λαϊκισμό του Αλέξη Τσίπρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρει: «Λαϊκισμός είναι να έρχεται κάποιος στην εξουσία και να επιτίθεται στη Δικαιοσύνη ή να επιχειρεί να ελέγξει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Λαϊκισμός είναι κάποιος να λέει ψέματα, όπως όταν [ο κ. Τσίπρας] με κατηγορεί ότι είμαι ακροδεξιός πολιτικός, ενώ προέρχομαι από το κέντρο. Και όλα αυτά όταν ο ίδιος ο κ. Τσίπρας πέρασε μια τετραετία σε κυβερνητική συνεργασία με την ελληνική ακροδεξιά».
Ερωτηθείς για τη Συμφωνία των Πρεσπών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατυπώνει με ξεκάθαρο τρόπο τη θέση της Νέας Δημοκρατίας: «Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι εξαιρετικά προβληματική για την Ελλάδα γιατί, εκτός των άλλων, για πρώτη φορά η χώρα μας αναγνωρίζει “μακεδονική γλώσσα” και “μακεδονική ταυτότητα” τροφοδοτώντας τον αλυτρωτισμό και τον εθνικισμό σε μια ευαίσθητη περιοχή όπως αυτή των Βαλκανίων. Αυτό είναι προβληματικό και είναι ο λόγος που εμείς στη Νέα Δημοκρατία θεωρούμε τη συμφωνία πολύ κακή για την Ελλάδα.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων τάσσεται κατά της συμφωνίας. Θα αγωνιστούμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα για να αμβλύνουμε τις σοβαρές αρνητικές συνέπειες της συμφωνίας και για να θωρακίσουμε τη χώρα έναντι των κινδύνων που εγκυμονεί. Γι’ αυτό δεν απεμπολούμε το δικαίωμα του “βέτο” κατά τη διαδικασία ένταξης της γειτονικής χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Ολόκληρο η συνέντευξη:
-Υπήρξατε από τους πρώτους που υποστήριξαν την υποψηφιότητα του Μάνφρεντ Βέμπερ. Γιατί;
-Δεν είμαι ο μόνος. Στο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ελσίνκι, ο Βέμπερ έλαβε περίπου το 80% των ψήφων. Υποστήριζα πάντοτε την ιδέα των «spitzenkandidaten» (των κορυφαίων υποψηφίων). Για εμάς, είναι σημαντικό ο επόμενος Πρόεδρος της Επιτροπής να προέρχεται από την πιο ισχυρή πολιτική δύναμη στην Ευρώπη. Και έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον Μάνφρεντ. Ανήκει σε μια νέα γενιά, προέρχεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κάτι που από μόνο ανοίγει έναν νέο δρόμο για την διεκδίκηση αυτής της θέσης: νομίζω ότι από μόνο του αυτό το στοιχείο τον έχει οπλίσει με μεγαλύτερη εμπειρία για τη δημιουργία συνασπισμών, κάτι που είναι σημαντικό για την Ευρώπη του μέλλοντος. Επίσης, έχουμε και μια καλή προσωπική σχέση, κάτι που έχει τη σημασία του στην ευρωπαϊκή πολιτική.
-Το να υποστηρίξετε έναν Γερμανό υποψήφιο στην Ελλάδα, δεν είναι κάτι που στερείται δυσκολιών…
-Δεν είναι εύκολο. Αλλά ο Μάνφρεντ ασκούσε πάντοτε κριτική σε όσα έπραξε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015. Ο κ. Τσίπρας του προσάπτει ότι δεν είναι φίλος της Ελλάδας, προφανώς γιατί δεν είναι φίλος του ΣΥΡΙΖΑ! Στις αρχές του 2015, βρεθήκαμε κοντά στην απόλυτη καταστροφή. Και γνωρίζω ότι στην επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο θα έχουμε στην Επιτροπή κάποιον που θα αντιλαμβάνεται τις ελληνικές θέσεις. Συζητήσαμε με τον Μάνφρεντ σχετικά με το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία θεωρώ υπερβολικά υψηλά και νομίζω ότι και ο Μάνφρεντ είναι σύμφωνος με αυτή την άποψη. Με δεδομένο ότι σκοπεύω να μειώσω τους φόρους στην Ελλάδα, είναι σημαντικό να γίνεται κατανοητή η θέση μου από την Ευρώπη και την Επιτροπή: θέλω περισσότερη ανάπτυξη, διότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πορευτεί με ανάπτυξη μόλις 2% εφόσον χάσαμε το 25% του ΑΕΠ μας κατά τη διάρκεια της κρίσης.
-Πρόκειται, επομένως, να επαναδιαπραγματευτείτε τις παραμέτρους που διέπουν την περίοδο που ακολουθεί το σχέδιο διάσωσης;
-Αυτό το έχω πει. Αλλά δεν θα το κάνω αμέσως. Πρέπει πρώτα να κερδίσω την εμπιστοσύνη της Ευρώπης. Δεν θα αποτελέσει ζήτημα που θα ενταχθεί στον προϋπολογισμό του 2020 αλλά στους προϋπολογισμούς των ετών 2021 και 2022. Θεωρώ, λοιπόν, απολύτως λογικό να κάνουμε μια έντιμη συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα που ήταν το τίμημα το οποίο έπρεπε να πληρώσουμε για την πολιτική του Τσίπρα. Θέλω να υλοποιήσω μεταρρυθμίσεις γιατί είναι πολύ σημαντικές για την Ελλάδα και όχι γιατί κάποιος μου λέει να τις κάνω. Άλλωστε, έλαβα ορισμένες πολύ δύσκολες αποφάσεις όταν ήμουν υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Θέλω, όμως, να κάνω την Ελλάδα ένα success story.
-Αναμένετε ότι ο κ. Βέμπερ, εάν γίνει Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα έχει μεγαλύτερη ευελιξία απέναντι στην Ελλάδα;
-Απολύτως. Οι διαπραγματεύσεις είναι πάντα και πολιτικές διαπραγματεύσεις και η εμπιστοσύνη θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα σε αυτές.
-Ισχυρίζεστε ότι ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι λαϊκιστές, αλλά είναι αυτοί που υλοποίησαν το πλέον βαρύ και αντιδημοφιλές πρόγραμμα λιτότητας και μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκε ποτέ στην Ελλάδα. Μπορεί κανείς ακόμη και σήμερα, μετά από τέσσερα έτη στην εξουσία, να τους αποκαλεί λαϊκιστές;
-Σε ό,τι αφορά το τρίτο πρόγραμμα, καταρχάς δεν το χρειαζόμασταν. Γιατί εφαρμόστηκε; Διότι υπήρξε η περίοδος Βαρουφάκη, τον οποίον επέλεξε ο κ. Τσίπρας ως πρώτο υπουργό Οικονομικών. Στη συνέχεια ο κ. Τσίπρας επέβαλε καθεστώς πολύ αυστηρής λιτότητας και η χώρα μας επιδεικνύει σήμερα πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα από αυτά που μας έχει ζητήσει η Ευρώπη. Ο κ. Τσακαλώτος δηλώνει ανοιχτά ότι πρόκειται για μια ταξική πολιτική καθώς θέλει να πλήξει τη μεσαία τάξη για να εφαρμόσει μια αναδιανομή. Προφανώς, αυτό υπήρξε καταστροφικό για την ανάπτυξη. Λαϊκισμός είναι να έρχεται κάποιος στην εξουσία και να επιτίθεται στη Δικαιοσύνη ή να επιχειρεί να ελέγξει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Λαϊκισμός είναι κάποιος να λέει ψέματα, όπως [ο κ. Τσίπρας] όταν με κατηγορεί ότι είμαι ακροδεξιός πολιτικός, ενώ προέρχομαι από το κέντρο. Και όλα αυτά όταν ο ίδιος ο κ. Τσίπρας πέρασε μια τετραετία σε κυβερνητική συνεργασία με την ελληνική ακροδεξιά. (σημείωση συντάκτη: Το κόμμα Χρυσή Αυγή θεωρείται συχνά ως νεοναζιστικό κόμμα).
-Ο κ. Τσίπρας συνήψε μια συμφωνία ιστορικής σημασίας με τους γείτονές σας, αναγνωρίζοντάς τους την ονομασία Βόρεια Μακεδονία, συμφωνία που εγκωμιάστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση στην οποία, όμως, εσείς αντιταχθήκατε. Εν ολίγοις, δεν ισχύει ότι θα αναλάβετε την εξουσία, αφού το σκληρότερο πρόγραμμα λιτότητας στην ιστορία της χώρας και η συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία εφαρμόστηκαν από άλλους;
-Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι εξαιρετικά προβληματική για την Ελλάδα γιατί, μεταξύ άλλων, για πρώτη φορά η χώρα μας αναγνωρίζει «Μακεδονική γλώσσα» και «Μακεδονική ταυτότητα» τροφοδοτώντας τον αλυτρωτισμό και τον εθνικισμό σε μια ευαίσθητη περιοχή όπως αυτή των Βαλκανίων. Αυτό είναι προβληματικό και είναι ο λόγος που εμείς στη Νέα Δημοκρατία θεωρούμε τη συμφωνία πολύ κακή για την Ελλάδα. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων τάσσεται κατά της συμφωνίας. Θα αγωνιστούμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα για να αμβλύνουμε τις σοβαρές αρνητικές συνέπειες της συμφωνίας και για να θωρακίσουμε τη χώρα έναντι των κινδύνων που εγκυμονεί. Γι αυτό δεν απεμπολούμε το δικαίωμα του «βέτο» κατά τη διαδικασία ένταξης της γειτονικής χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
-Ο Weber υπόσχεται ότι θα τερματίσει τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε…
-Σε αυτό το σημείο δεν συμφωνώ. Δεν πρέπει να πούμε στην Τουρκία ότι όλα τελείωσαν. Πρέπει να κάνουμε μια στοχευμένη συζήτηση.
Στο πλαίσιο της συνέντευξής του και στο περιθώριο της έναρξης της προεκλογικής εκστρατείας του υποψηφίου του ΕΛΚ για τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής, Manfred Weber, στην Αθήνα την προηγούμενη εβδομάδα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξηγεί στην εφημερίδα πώς σχεδιάζει να επανατοποθετήσει την Ελλάδα στους κόλπους της ΕΕ και να διαχειριστεί την κληρονομιά του ΣΥΡΙΖΑ. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δηλώνει καταρχάς ότι ανέκαθεν ήταν υπέρ της ιδέας του ‘spitzenkadidaten’ και ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον Weber, μια και αυτός προέρχεται από μία νέα γενιά πολιτικών, αλλά και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχοντας έτσι εμπειρία στη δημιουργία συνασπισμών, ενώ δεν κρύβει το γεγονός ότι διατηρεί καλές προσωπικές σχέσεις με τον Γερμανό, το οποίο – όπως υπογραμμίζει – δεν είναι άνευ σημασίας στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Για το ότι στηρίζει ένα Γερμανό υποψήφιο στην Ελλάδα, ο Μητσοτάκης σχολιάζει ότι ήταν ο Τσίπρας αυτός που κατηγόρησε τον Weber ότι δεν είναι φίλος της Ελλάδας, ενώ στην πραγματικότητα ο επικεφαλής του ΕΛΚ επέκρινε τον ΣΥΡΙΖΑ για τα όσα έκανε τους πρώτους έξι μήνες της διακυβέρνησής του, φέρνοντας τη χώρα κοντά στην ολοκληρωτική καταστροφή, συμπληρώνοντας ότι ο ίδιος έχει μιλήσει μαζί του για τα υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα και θεωρεί ότι μοιράζονται τις ίδιες απόψεις. Πιστεύει μάλιστα ότι στην επόμενη Επιτροπή θα υπάρχει κάποιος που κατανοεί τις ελληνικές θέσεις, ότι δηλαδή η χώρα χρειάζεται μεγαλύτερη ανάπτυξη και ότι δεν μπορεί αυτή να ανέρχεται στο 2%, όταν κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει χαθεί το 25% της οικονομίας της. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεχίζει λέγοντας ότι αρχικά σκοπεύει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Ευρώπης και ότι αναμένει να διεξαχθεί μία ειλικρινής συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αποτελούν το τίμημα της πολιτικής Τσίπρα. Ο ίδιος δηλώνει αποφασισμένος να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, γιατί αυτές είναι σημαντικές για τη χώρα και όχι γιατί κάποιος άλλος τις επιβάλλει, και να κάνει την Ελλάδα ένα success story, χαρακτηρίζοντας την εμπιστοσύνη σημαντικό παράγοντα στις πολιτικές διαπραγματεύσεις.
Σε ό,τι αφορά την κατηγορία για λαϊκισμό που απευθύνει στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα και το κατά πόσο εξακολουθεί να το πιστεύει αυτό μετά από τέσσερα χρόνια της συγκεκριμένης διακυβέρνησης, κατά την οποία εφαρμόστηκε ένα σχέδιο λιτότητας και μεταρρυθμίσεων εξαιρετικά βαρύ και αντιλαϊκό, ο Μητσοτάκης αναφέρει ότι το τρίτο πρόγραμμα δεν ήταν αναγκαίο και ότι ήταν αποτέλεσμα της περιόδου Βαρουφάκη, ενώ σημειώνει ότι η χώρα εμφανίζει σήμερα πρωτογενή πλεονάσματα πιο υψηλά από αυτά που ζητά η Ευρώπη, επειδή, όπως έχει εξάλλου υποστηρίξει ανοιχτά και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, η κυβέρνηση θέλει να επιτεθεί στη μεσαία τάξη, προκειμένου να επιτύχει μία αναδιανομή, με καταστροφικές συνέπειες για την ανάπτυξη. Ο λαϊκισμός για αυτόν έγκειται στο ότι η εξουσία επιτίθεται στη δικαιοσύνη και στο ότι επιχειρεί να ελέγξει τα ΜΜΕ, καθώς και στο ότι καταφεύγει σε ψέμματα, όπως, για παράδειγμα, όταν τον κατηγορεί ότι ανήκει στην άκρα δεξιά, ενώ είναι ο Τσίπρας αυτός που κυβέρνησε επί τέσσερα χρόνια με την ακροδεξιά.
Ως προς την ιστορική, τέλος, συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία, ο επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας τη χαρακτηρίζει εξαιρετικά προβληματική για την Ελλάδα, αφού για πρώτη φορά αναγνωρίζεται μακεδονική γλώσσα και εθνικότητα, τροφοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο τον αλυτρωτισμό και τον εθνικισμό στη ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων, και διατυπώνει την πρόθεσή του να προσπαθήσει με ηρεμία και υπευθυνότητα να αμβλύνει τις σοβαρά αρνητικές συνέπειές της και να προστατέψει τη χώρα από τους κινδύνους που αυτή θέτει, γεγονός που εξηγεί το γιατί δεν έχει αποποιηθεί του δικαιώματος του βέτο που διαθέτει αναφορικά με την ένταξη της γειτονικής χώρας στην ΕΕ. Καταλήγοντας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκφράζει τη διαφωνία του σε σχέση με την υπόσχεση Weber να τερματιστούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, θεωρώντας ότι θα πρέπει να διεξαχθεί επί του συγκεκριμένου ζητήματος μία συζήτηση πιο λεπτή.