«Αποκάλυψη τώρα» για τις πραγματικές συνθήκες με τις οποίες η κυβέρνηση πέτυχε να «χτίσει» το υπέρογκο και αχρείαστο πρωτογενές πλεόνασμα που εμφάνισε το 2016, οκταπλάσιο από όσο απαιτούσαν το 3ο Μνημόνιο και η Τρόικα!
Τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ αποδεικνύουν ότι ενώ η χώρα το 2014 είχε επιστρέψει για πρώτη -και μοναδική στα χρόνια της κρίσης- φορά σε Ανάπτυξη, αυτή θυσιάστηκε για να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 7,4 δισ. ευρώ το 2016, αντί μόλις 900 εκατ. ευρώ, όπως είχε συμφωνηθεί το καλοκαίρι του 2015. Από αυτά προέκυψε το «κοινωνικό μέρισμα» των 800 εκατ. ευρώ που διένειμε πέρυσι τον Δεκέμβριο η κυβέρνηση, αλλά επιτεύχθηκε με ύφεση 0,2% και όχι με ανάπτυξη, όπως πέρυσι τέτοιον καιρό –αλλά και φέτος- ευαγγελιζόταν η κυβέρνηση.
Το οξύμωρο είναι ότι μετά την καταστροφική για την ανάπτυξη διαπραγμάτευση του 2015, η κυβέρνηση πανηγύριζε ότι μείωσε (de facto) τις απαιτήσεις των δανειστών για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Τα πλεονάσματα του 2016 όμως (7,4 δισ. ευρώ) αντιστοιχούν -σε όρους Μνημονίου- με 4,2% του ΑΕΠ. Το 4,2% είναι πολύ κοντά στο 4,5% που προέβλεπε για το 2016 και το 2ο Μνημόνιο, αλλά με ρυθμούς Ανάπτυξης 3,3% ετησίως ως το 2018 και όχι με ύφεση. Ακυρώθηκε πλήρως δηλαδή το όποιο «όφελος» τυχόν προέκυψε από την διακοπή του 2ου Μνημονίου, ενώ η κυβέρνηση αποδείχθηκε πολλαπλά σκληρότερη και από όσα επέβαλε το 3ο Μνημόνιο.
Η ζημιά στην Οικονομία με αριθμούς
Θα ήταν εφικτοί ρυθμοί Ανάπτυξης 3,3% το 2016, όπως προέβλεπε το 2ο Μνημόνιο, αν δεν είχαν μεσολαβήσει τα γεγονότα του 2015; Με τρία χρόνια καθυστέρηση, τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής αλλά και οι προβλέψεις του ΙΟΒΕ, αποκαλύπτουν ότι θα ήταν εφικτό -και η ελπίδα πλέον για τη χώρα είναι να επιστρέψει εκεί που βρισκόταν τότε.
Τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ αποδεικνύουν ότι το 2014 η Ελλάδα είχε πετύχει διπλάσια Ανάπτυξη από όση είχε ως τώρα εκτιμηθεί! Την ίδια στιγμή το ΙΟΒΕ εκτιμά πως (στην καλύτερη περίπτωση) εφέτος «η οικονομία επιστρέφει στις συνθήκες του 2014».
Και αυτή όμως η προοπτική ανάκαμψη, υπονομεύεται από την υπερφορολόγηση και τυχόν καθυστερήσεις στην αξιολόγηση. Συγκεκριμένα:
– Με τα πλήρη στοιχεία πλέον στην διάθεση όλων και κοιτώντας τα πράγματα από απόσταση, η Ελληνική Στατιστική Αρχή ανακοίνωσε χθες ότι αναθεωρεί την εκτίμηση που μέχρι τον Μάρτιο διατύπωνε, ότι το 2014 έκλεισε με αναιμική Ανάπτυξη 0,3%. Η Ανάπτυξη το 2014 έφτασε τελικά στο 0,7%. Ήταν η μόνη χρονιά εδώ και μια δεκαετία όπου καταγράφηκε Ανάπτυξη στη χώρα, η οποία όμως ανακόπηκε όμως από τις πολιτικές εξελίξεις στα τέλη της χρονιάς εκείνης.
– Τα νεώτερα (προσωρινά) στοιχεία ανατρέπουν και την εικόνα για το 2015 και το 2016. Μέχρι πριν έξι μήνες, η ΕΛΣΤΑΤ εκτιμούσε ότι για το 2015 η ύφεση ήταν 0,2% και ότι το 2016 η ύφεση είχε πια τελειώσει. Εχθές ανακοίνωσε ότι το 2015 η ύφεση ήταν τελικά μεγαλύτερη (0,3%) ενώ και το 2016 το ΑΕΠ μειώθηκε περαιτέρω κατά 0,2% επιπλέον.
Πώς γίνεται όμως, παρότι το 2016 συγκρίνεται με το «κακό» 2015 (που φορτώθηκε το παρολίγον Grexit, το κλείσιμο των τραπεζών και την νέα ανακεφαλαιοποίηση) η οικονομία να υποχώρησε και άλλο αντί –συγκριτικά τουλάχιστον- να βελτιωθεί; Αιτία ήταν η υπερφορολόγηση που επέβαλε η κυβέρνηση.
Στην διετία της ύφεσης 2015-2016, το μόνο μέγεθος που αυξήθηκε ήταν οι φόροι! Όταν μέχρι και στα τέλη του 2016 η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός μιλούσαν για επιστροφή στην Ανάπτυξη, όλα τα στοιχεία της ελληνικής Οικονομίας βρίσκονταν σε ελεύθερη πτώση:
– Το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε από 182 δισ. το 2014, σε 178,1 δισ. το 2015 (- 3,9 δισ. ευρώ) ενώ το 2016 μειώθηκε έτι περαιτέρω, στα 175,9 δισ. (-2,2 δισ. επιπλέον). Έλειψαν δηλαδή από την ελληνική Οικονομία 6,1 δισ. ευρώ σε δύο χρόνια, σχεδόν όσο ήταν το «αχρείαστο» υπερπλεόνασμα του 2016 (6,5 δισ. ευρώ).
– Οι βασικοί συντελεστές του ΑΕΠ (παραγωγή, κατανάλωση, επενδύσεις) κατέρρευσαν πλήρως μετά το 2014: Η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκε σωρευτικά από το 2014 ως το 2016 κατά 23 δισ. ευρώ, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 4 δισ. ευρώ, οι εξαγωγές κατά 10 δισ. ευρώ. Η καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε από τα 165 δισ. το2014 σε 161,5 δισ. το 2015 και 158,3 δισ. το 2016 (-10,2 δισ. ευρώ σωρευτικά στην διετία) παρότι μέχρι πριν 6 μήνες η επίσημη εκτίμηση ήταν ότι είχε αυξηθεί.
– Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών, που για πρώτη φορά μετά το 2010 είχαν σημειώσει αύξηση κατά 1,4 δισ. το 2014, μειώθηκαν και πάλι κατά 1,2 δισ. το 2015 και κατά 2 δισ. το 2016 (-3,2 δισ. σε δύο χρόνια)! Δεν είναι τυχαίο ότι η αναθεώρηση των στοιχείων για το ΑΕΠ έγινε μόλις η ΕΛΣΤΑΤ ολοκλήρωσε την έρευνα Οικονογενειακών Προϋπολογισμών που αποκάλυψαν την συνεχιζόμενη ανέχεια των νοικοκυριών και το 2016.
– Αντιθέτως αυξήθηκαν οι φόροι επί των προϊόντων που το 2014 είχαν μειωθεί στα 22,4 δισ. ευρώ. Το 2016 έφτασαν και πάλι στα 24 δισ. ευρώ, δηλαδή επέστρεψαν σε συνθήκες μια πενταετίας πριν (24,4 δισ. ευρώ το 2011).
Προβλέψεις
Το γεγονός ότι το τρένο της ανάκαμψης πέρασε από το 2014 αλλά χάθηκε μετά, πιστοποιείται και από το γεγονός ότι η Κομισιόν στις φθινοπωρινές της προβλέψεις εκείνη τη χρονιά μιλούσε για ισχυρή διετία αύξησης του ΑΕΠ με ρυθμό 2,9% το 2015 και 3,7% το 2016. Τι έγινε τελικά; Τα σημερινά στοιχεία δείχνουν ύφεση 0,3% το 2015 και 0,2% το 2016.
H απώλεια των στόχων για την Ανάπτυξη συνεχίζεται και εφέτος όμως. Όπως επισημαίνει ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας για τις ενδείξεις του 2017, «ο ρυθμός ανάπτυξης που καταγράφεται αποτελεί σαφώς θετική εξέλιξη, όμως είναι περίπου στο ήμισυ του ρυθμού που είχε τεθεί ως στόχος. Σε σύγκριση με το μέσο όρο των ευρωπαϊκών οικονομιών, η απόκλιση αυξάνεται αντί να μειώνεται».
Τον Νοέμβριο του 2016 η Κομισιόν ανέμενε ανάπτυξη 2,7% το 2017 και 3,1% το 2018. Πάνω εκεί χτίστηκε το μακροοικονομικό σενάριο για τα έσοδα του κράτους τη διετία 2017-2018. Το σενάριο προέβλεπε ότι η ανάπτυξη θα γέμιζε τα ταμεία. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Η κυβέρνηση υπολογίζει πια τη φετινή ανάπτυξη στο 1,8% (αντί για 2,7%) ενώ ξένες τράπεζες και οργανισμοί την τοποθετούν στην περιοχή του 1%.
Σε κάθε περίπτωση, για τη διετία 2017-2018 η υστέρηση σε σύγκριση τις αρχικές προβλέψεις της Κομισιόν θα αγγίξει το 2% του ΑΕΠ (σχεδόν 3,5 δισ. ευρώ σε απόλυτα μεγέθη). Το ισχυρό κύμα ανάπτυξης που αναμενόταν για να «πάρει πάνω του» τα φορολογικά έσοδα και τις εισφορές στα Ταμεία (με τη μείωση της ανεργίας) δεν ήρθε.
Αντιθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι για κάθε 1% ανάπτυξης που δεν υλοποιείται έναντι των προβλέψεων οι φορολογούμενοι καλούνται να πληρώσουν 1 δισ. ευρώ περισσότερους φόρους και ασφαλιστικές εισφορές για να ισοφαρίσουν τις απώλειες.
Για το 2018, τέλος, ο ΙΟΒΕ βλέπει την ανάπτυξη στο 2% έναντι 2,4% που προβλέπει το προσχέδιο του προϋπολογισμού και 3,1% που ανέμενε πέρυσι τέτοια εποχή η Κομισιόν.