Για να πραγματοποιηθούν και να πετύχουν αποτελεσματικές αλλαγές σε μια κοινωνία,απαραίτητη και άρα ζωτική προϋπόθεση,είναι η ύπαρξη εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και εναντι των κυβερνωντων.
Μύριες όσες εκδηλώσεις μπορούν να πιστοποιήσουν ότι στην Ελλάδα, περισσότερο απ’ ότι σε άλλες χώρες της Ευρώπης, η έλλειψη εμπιστοσύνης και η γενικευμένη καχυποψία, αποτελούν κανόνα κοινωνικής και οικονομικής συμπεριφοράς.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Και βέβαια στην έλλειψη αυτή, έρχεται να προστεθεί και η ευρύτατα διαδεδομένη συνωμοτική θεώρηση της πραγματικότητας,η οποία χειροτερεύει την αντίληψη για πραγματικές και όχι ιδεατές καταστάσεις.
Κατά συνέπεια σήμερα, περισσότερο απο άλλες χώρες της ΕΕ, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα υψηλής καχυποψίας, σε όλα τα επίπεδα των κοινωνικών σχέσεων. Άρα είναι δύσκολη στους κόλπους της η αυθόρμητη συνεργασία μεταξύ των πολιτών. Αυξάνεται έτσι η ανάγκη κρατικού παρεμβατισμού, μέσα από τη θέσπιση πολύπλοκων διαδικασιών, που έχουν και υψηλό κόστος ελέγχου.
Σκεφθείτε λ.χ. ότι σε μια ευνομούμενη χώρα όπου θα απουσίαζε το ρουσφέτι, δεν θα υπήρχε η ανάγκη για όργανα όπως το ΑΣΕΠ. Σε μια χώρα χαμηλής εμπιστοσύνης όπως η Ελλάδα χρειαζόμαστε ανεξάρτητες διοικητικές αρχές τύπου ΑΣΕΠ, προκειμένου να ελέγχεται η νομιμότητα των προσλήψεων υπαλλήλων στο δημόσιο.
Το πρόβλημα όμως σε μια κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης δεν είναι μόνον τα έξοδα ελέγχου ανέντιμων συμπεριφορών. Είναι επιπλέον τo γεγονός ότι η ανάγκη για κρατικό παρεμβατισμό, προκειμένου να αποτραπούν ανέντιμες συμπεριφορές, συνοδεύεται από την καχυποψία προς τo μεταρρυθμιστή, ο οποίος θα αποπειράτο να αλλάξει το ανεπιθύμητο σε όλους status quo.
Με άλλα λόγια σε μια κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης, τo πρόβλημα δεν είναι μόνον ότι οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, αλλά, πολύ περισσότερο, ότι δεν εμπιστεύονται ούτε τo μεταρρυθμιστή.
Αν και υπάρχουν πολλά προβλήματα που όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν (π.χ. επετηρίδα, αξιολόγηση καθηγητών μέσης εκπαίδευσης, φορολογικό σύστημα, εργασιακές σχέσεις στις ΔΕΚΟ κτλ.), εν τούτοις η μεταρρύθμιση θεωρείται από τους ενδιαφερόμενους περισσότερο επικίνδυνη – η λύση εμπνέει περισσότερο φόβο από τα ίδια τα προβλήματα!
Όπως έγραψε παλαιότερα ο ομότιμος καθηγητής κ.Δημήτρης Παπούλιας, από τα δεδομένα της κοινωνικής και οικονομικής μας ζωής, προκύπτει ότι το πλέον θεμελιώδες πρόβλημα για τους μεταρρυθμιστές στην Ελλάδα σήμερα είναι η υπέρβαση της χρόνιας καχυποψίας των πολιτών προς τις κυβερνητικές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίας.
Για το μέσο πολίτη, η κρατική συμπεριφορά είναι καιροσκοπικά ιδιοτελής: το τι θα κάνει τo κράτος αύριο δε συνάγεται αξιόπιστα από τη διάγνωση των τωρινών του προθέσεων – δεν μπορείς να το εμπιστευθείς.
Η εμπιστοσύνη όμως, όπως είναι γνωστό, ενώ εύκολα γκρεμίζεται, δύσκολα εμπεδώνεται. Πώς λ.χ. να πεισθεί ο Έλληνας ότι αυτό το κατά παράδοσιν και εκ συστήματος πελατειακό, αναξιοκρατικό, ερασιτεχνικό και ανοργάνωτο κράτος είναι πράγματι σε θέση να αυτο-μεταρρυθμισθεί; Ότι οι καινούριες ρυθμίσεις δεν έχουν ευνοιοκρατικό χαρακτήρα ή ιδιοτελή κίνητρα;
Το πρόβλημα με άλλα λόγια της μεταρρύθμισης δεν είναι τεχνικό αλλά πρωτίστως πολιτισμικό. οταν ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις προσπαθούν να μεταβάλουν μια νοοτροπία δεκαετιών.
Συγχρόνως η υφιστάμενη νοοτροπία (η έλλειψη εμπιστοσύνης) ωθεί τα άτομα να ερμηνεύουν τις νέες μεταρρυθμίσεις με παραδοσιακό τρόπο, να τις εντάσσουν δηλαδή στα παλαιά συμφραζόμενα της κρατικής συμπεριφοράς και λειτουργίας – όθεν και η διαιώνιση της καχυποψίας. Το ερώτημα παραμένει: «Γιατί να σας εμπιστευθούμε;».
Το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα κατά συνέπεια για να επιτύχει, πρέπει πρωτίστως να αλλάξει τα συμφραζόμενα (context), το πλαίσιο αναφοράς μέσα από το οποίο τα άτομα ερμηνεύουν τις μεταρρυθμίσεις.
Δεν είναι λοιπόν μόνο το περιεχόμενο μιας μεταρρύθμισης που είναι σημαντικό, αλλά και πώς προσλαμβάνεται από αυτούς που αφορά – εξ ού και η σπουδαιότητα της συμβολικής διάστασης που έχουν οι μεταρρυθμίσεις.
Πώς αλλάζει ένα ιστορικά διαμορφωμένο ερμηνευτικό πλαίσιο αναφοράς; Πώς δημιουργούνται νέα συμφραζόμενα, μια νέα δυναμική, μια νέα νοοτροπία;
Ο μεταρρυθμιστής καθίσταται αξιόπιστος και κατά συνέπεια τον εμπιστεύονται οι πολίτες, όταν κατέχει αυτό που κάποιοι κοινωνιολογοι ονομάζουν «συμβολικό κεφάλαιο».
Το τελευταίο δημιουργείται όταν η συμπεριφορά του μεταρρυθμιστή αντανακλα τις αξίες του. Αυτό συμβαίνει όταν ο μεταρρυθμιστής είναι σε θέση (α) να δεσμεύεται και (β) να τηρεί τις δεσμεύσεις του.
Για ποια θέματα και σε ποιες αξίες μπορεί να δεσμευθεί ένας μεταρρυθμιστής; Είναι θέμα ιδεολογίας ασφαλώς. Στην ελληνική περίπτωση όμως είναι τόσο θεμελιώδη τα προβλήματα, που αν καταφέρει το κράτος να συμπεριφέρεται όπως ένας υπεύθυνος πολίτης, θα είναι ήδη μέγα επίτευγμα.
Αυτό σημαίνει ότι η κρατική συμπεριφορά πρέπει να εκφράζει έμπρακτα τις αξίες του κράτους δικαίου, της αξιοκρατίας, του επαγγελματισμού, της διοικητικής επάρκειας και σταθερότητας, της προβλεψιμότητας, της οικονομικής αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας, της διαφάνειας και της εντιμότητας.
Και κατα κύριο λόγο, η συμπεριφορά αυτή θα πρέπει να έχει αφήσει πίσω της την κομματοκρατία.