Οι περιορισμοί στη χρηματοδότηση των ελληνικών ΜμΕ, οι διαρθρωτικοί προσδιοριστικοί παράγοντες των ροών Ξένων Αμεσων Επενδύσεων και η περίπτωση της Ελλάδας και οι αναθεωρήσεις του ελληνικού ΑΕΠ εξετάζονται σε τρεις νέες μελέτες που περιλαμβάνονται στο τελευταίο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ευαγγελία Γεωργίου: “Περιορισμοί στη χρηματοδότηση και χαρακτηριστικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα”
H μελέτη εξετάζει τους περιορισμούς στην εξωτερική χρηματοδότηση που αντιμετώπισαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα την περίοδο 2014-2017. Για το σκοπό αυτό, αξιοποιούνται μικροδεδομένα σε επίπεδο επιχείρησης που αντλούνται από την έρευνα για την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση (SAFE), η οποία διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε έξι μήνες. Ειδικότερα, η μελέτη χρησιμοποιεί πληθώρα μεταβλητών, οι οποίες αποτυπώνουν τους χρηματοδοτικούς περιορισμούς από την πλευρά της ζήτησης και της προσφοράς, καθώς και τις εκτιμήσεις και την εμπειρία των επιχειρήσεων όσον αφορά την πρόσβασή τους σε τραπεζική χρηματοδότηση και εμπορικές πιστώσεις.
Μέσω της εκτίμησης εναλλακτικών υποδειγμάτων τύπου probit, εξετάζεται κατά πόσον ορισμένα χαρακτηριστικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως το μέγεθος, η ηλικία, η εξαγωγική δραστηριότητα και οι πρόσφατες οικονομικές επιδόσεις, συνδέονται με τους περιορισμούς που αντιμετώπισαν σε σχέση με την πρόσβασή τους σε τραπεζική χρηματοδότηση και εμπορικές πιστώσεις, ενώ συμπληρωματικά εξετάζεται η επίδραση των γενικότερων συνθηκών που επικράτησαν στην οικονομία και τον τραπεζικό κλάδο. Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων παρέχουν ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους και με πιο αδύναμες οικονομικές επιδόσεις αντιμετώπισαν εντονότερους χρηματοδοτικούς περιορισμούς. Οι εξαγωγικές επιχειρήσεις εκτιμάται ότι εκδήλωσαν υψηλότερη ζήτηση για χρηματοδότηση, ενώ οι σχετικά νεότερες επιχειρήσεις και εκείνες με έντονα εξαγωγικό προσανατολισμό ήταν λιγότερο πιθανόν να αναφέρουν χρηματοδοτικούς περιορισμούς.
Τόσο το μέγεθος όσο και οι πρόσφατες οικονομικές επιδόσεις των επιχειρήσεων ενδεχομένως αντανακλούν γενικότερες αδυναμίες των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως η δραστηριότητά τους σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας, οι περιορισμένες δυνατότητές τους για αξιοποίηση συνεργειών και οικονομιών κλίμακας, ο χαμηλός βαθμός εξωστρέφειας και καινοτομίας, η έντονη εξάρτησή τους από το τραπεζικό σύστημα ή και ενδεχόμενη δυσκολία από πλευράς των δυνητικών πιστωτών στη συλλογή αξιόπιστης πληροφόρησης για τις επιχειρήσεις αυτές. Αναδεικνύεται η ανάγκη για διοχέτευση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων των τραπεζών, των διεθνών οργανισμών και των διαρθρωτικών ταμείων σε παραγωγικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις με υψηλές προοπτικές ανάπτυξης, δηλαδή σε εκείνες με εξαγωγικό και καινοτόμο χαρακτήρα που λειτουργούν σε δυναμικούς κλάδους της οικονομίας. Επιπρόσθετα, η πρόσβαση των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση θα μπορούσε να βελτιωθεί μέσω της διάθεσης από πλευράς τους προς δυνητικούς πιστωτές μιας πιο έγκαιρης και αξιόπιστης πληροφόρησης για τις οικονομικές επιδόσεις και τις προοπτικές τους, της αποτελεσματικής αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων που βρίσκονται σε χρηματοοικονομική δυσχέρεια αλλά είναι βιώσιμες, καθώς και της συντονισμένης παροχής ενημέρωσης και τεχνογνωσίας προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις σχετικά με τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά προγράμματα και καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Κωνσταντίνος Δελλής: “Διαρθρωτικοί προσδιοριστικοί παράγοντες των ροών ΞΑΕ και η περίπτωση της Ελλάδος”
Στη μελέτη αναλύονται οι παράγοντες που ευνοούν τη ροή ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) προς μια χώρα, με βάση τη θεωρητική αλλά και εμπειρική βιβλιογραφία, και εξετάζεται ιδιαίτερα η περίπτωση της Ελλάδος. Οι ΞΑΕ αυξήθηκαν ραγδαία κατά τις περασμένες δεκαετίες και παρατηρείται έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών για την προσέλκυσή τους, καθώς παρουσιάζουν μικρότερη μεταβλητότητα από τις ροές χαρτοφυλακίου και, σύμφωνα με πληθώρα μελετών, ασκούν θετική επίδραση στην παραγωγικότητα της εγχώριας οικονομίας και τη μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση. Η προσέλκυση ροών ΞΑΕ εξαρτάται από μια πλειάδα χαρακτηριστικών της χώρας υποδοχής, συμπεριλαμβανομένων μακροοικονομικών, γεωγραφικών και θεσμικών παραμέτρων. Ο βαθμός στον οποίο οι ροές ΞΑΕ συνεισφέρουν στην εγχώρια παραγωγικότητα και την οικονομική μεγέθυνση είναι επίσης συνάρτηση επιμέρους χαρακτηριστικών που καθορίζουν τη δυνατότητα απορρόφησης της οικονομίας.
Η μελέτη περιγράφει τις τάσεις σε ένα ευρύ φάσμα μεταβλητών, οι οποίες καθορίζουν τόσο την κατανομή των ροών ΞΑΕ όσο και τη δυνατότητα των χωρών υποδοχής να εκμεταλλευθούν τα αποτελέσματα διάχυσης τεχνολογίας και γνώσης των ΞΑΕ. Ειδική μνεία γίνεται στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, η πορεία της οποίας στον τομέα των εισροών ΞΑΕ χαρακτηρίζεται διαχρονικά ως μέτρια σε σύγκριση με χώρες με παρόμοια οικονομικά χαρακτηριστικά, καθώς και με χώρες με γεωγραφική εγγύτητα, γεγονός που εξηγείται από τη διαχρονική εξέλιξη των σχετικών με την προσέλκυση επενδύσεων μεγεθών. Παρά την πρόσφατη βαθιά οικονομική κρίση, οι ροές ΞΑΕ προς την Ελλάδα παρουσίασαν σαφή σημάδια ανάκαμψης το 2016 και το 2017, έτη κατά τα οποία ξεπέρασαν τα 3 δισεκ. δολάρια. Από τη μελέτη συνάγεται ότι είναι σκόπιμο να συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας αλλά και στο χρηματοπιστωτικό τομέα, ούτως ώστε να διατηρηθεί η ανοδική δυναμική των τελευταίων δύο ετών. Επιπλέον, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία έχει περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης σε τομείς έντασης έρευνας, γνώσης και τεχνολογίας και διαθέτει ένα σημαντικό απόθεμα ανθρώπινου κεφαλαίου, οι ροές ΞΑΕ με υψηλό τεχνολογικό περιεχόμενο αναμένεται να επιφέρουν πολλαπλασιαστική θετική επίδραση στην εγχώρια οικονομία.
Δημήτριος Λούζης: “Αναθεωρήσεις του ελληνικού ΑΕΠ και βραχυπρόθεσμες προβλέψεις”
Η μελέτη εξετάζει αν οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις για την πορεία του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της ελληνικής οικονομίας επηρεάζονται από τις αναθεωρήσεις του ΑΕΠ.
Οι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, όπως το ΑΕΠ, δημοσιεύονται συνήθως με σημαντική χρονική υστέρηση που μπορεί να φθάσει μέχρι και τους δύο μήνες από τη λήξη του τριμήνου αναφοράς. Αυτό σημαίνει ότι οι φορείς που ασκούν δημοσιονομική και νομισματική πολιτική δεν γνωρίζουν με ακρίβεια το τρέχον επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας, αλλά στηρίζονται σε βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις ή προβλέψεις μέχρι να δημοσιευθούν οι κύριοι οικονομικοί δείκτες από την αρμόδια στατιστική αρχή.
Λόγω της σημασίας των βραχυπρόθεσμων προβλέψεων στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, η βιβλιογραφία έχει αναπτύξει ένα σύνολο μεθοδολογιών και οικονομετρικών υποδειγμάτων για την παραγωγή βραχυπρόθεσμων προβλέψεων, το οποίο αναφέρεται συνήθως με τον αγγλικό όρο nowcasting. Οι τεχνικές αυτές βασίζονται κατά κύριο λόγο στη χρήση οικονομικών δεικτών που δημοσιεύονται πιο έγκαιρα αλλά και με μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι η μεταβλητή για την οποία επιθυμείται να γίνει πρόβλεψη, προσφέροντας έτσι έγκαιρες οικονομικές προβλέψεις.
Επιπλέον, είναι γνωστό ότι τα μακροοικονομικά δεδομένα αναθεωρούνται από τις στατιστικές αρχές, καθώς εισέρχεται νέα πληροφόρηση με το πέρασμα του χρόνου ή λόγω αλλαγών στη μεθοδολογία. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι αναθεωρήσεις του ΑΕΠ, στο πλαίσιο της μελέτης κατασκευάζεται μια βάση δεδομένων σε πραγματικό χρόνο (real-time database), η οποία χρησιμοποιείται για να παραχθούν βραχυπρόθεσμες προβλέψεις με μια σειρά από οικονομετρικά υποδείγματα. Στη συνέχεια, επαναλαμβάνεται η διαδικασία των προβλέψεων χρησιμοποιώντας τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα (last vintage data) και εξετάζεται αν υφίστανται διαφορές στην κατάταξη των υποδειγμάτων με βάση την προβλεπτική τους ικανότητα μεταξύ των δύο ασκήσεων πρόβλεψης.
Τα εμπειρικά αποτελέσματα που παρουσιάζονται δείχνουν ότι οι αναθεωρήσεις του ΑΕΠ, όπως αυτές αποτυπώνονται στα δεδομένα πραγματικού χρόνου, δεν επηρεάζουν τη συγκριτική προβλεπτική ικανότητα των διαφόρων οικονομετρικών υποδειγμάτων. Αυτό το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την άσκηση οικονομικής πολιτικής, καθώς αυτή χαράσσεται σε πραγματικό χρόνο και απαιτούνται υποδείγματα που παράγουν ακριβείς προβλέψεις σε πραγματικό χρόνο, των οποίων η ποιότητα δεν εξαρτάται από τις τυχόν αναθεωρήσεις των οικονομικών μεταβλητών.
Στο 48ο τεύχος περιλαμβάνονται επίσης περιλήψεις των “Δοκιμίων Εργασίας” τα οποία δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) το Τμήμα Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Ιουλίου-Δεκεμβρίου 2018.
Οι μελέτες που δημοσιεύονται στο Οικονομικό Δελτίο απηχούν, όπως πάντοτε, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ’ ανάγκην της Τράπεζας της Ελλάδος.
Πηγή: newmoney.gr