Κρούει τον «κώδωνα» για capital controls, κόκκινα δάνεια και αξιολόγηση
Στο 1,6% του ΑΕΠ εκτιμάται ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2017, όπως προκύπτει από την ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για τη νομισματική πολιτική της περιόδου 2016 – 2017.
Η πρότερη εκτίμηση της ΤτΕ έκανε λόγο για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5%, με την υποχώρηση της αναπτυξιακής δυναμικής να αποδίδεται στη «μεγάλη καθυστέρηση» της ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης αλλά και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, η οποία οδήγησε σε σημαντική μείωση των επενδύσεων, αναφέρει το ependisinews.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, παρά την επιδείνωση των προβλέψεων για το 2017, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την ανάπτυξη παραμένουν ευοίωνες, εφόσον όμως συνεχιστεί απρόσκοπτα η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα, προσθέτει η ΤτΕ, σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη διαδραματίζουν και οι θετικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
H σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης το 2016 και οι βελτιωτικές τροποποιήσεις των κεφαλαιακών περιορισμών, σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, συνέβαλαν στην καταγραφή εισροών καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, ιδίως εκ μέρους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Συνολικά, την περίοδο μετά την ολοκλήρωση της α’ αξιολόγησης, δηλαδή μεταξύ Ιουνίου 2016 και Απριλίου 2017, οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 3,5 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα το αντίστοιχο υπόλοιπο να διαμορφωθεί τον Απρίλιο του 2017 σε 119 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους πραγματοποιήθηκαν εκροές καταθέσεων, λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας που σχετίζεται με την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Κατά την ΤτΕ, η πιστωτική συστολή φαίνεται να φθάνει στο τέλος της, όσον αφορά την τραπεζική χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ενώ και ο ετήσιος ρυθμός μείωσης της χρηματοδότησης προς τα νοικοκυριά κοντεύει να μηδενιστεί.
Συνολικά, οι εξελίξεις, όσον αφορά τα αποτελέσματα και την εν γένει ευρωστία των τραπεζών, υπήρξαν ευνοϊκές. Το 2016, οι εγχώριες τράπεζες κατέγραψαν κέρδη προ φόρων, σε σύγκριση με ζημίες κατά τις αμέσως προηγούμενες χρονιές, ενώ μειώθηκε ελαφρώς το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η κεφαλαιακή επάρκεια και η ρευστότητα των τραπεζών ενισχύθηκαν.
Η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων του συνόλου των τραπεζών, εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, καθώς υπήρξαν σχετικά δείγματα βελτίωσης μετά το α΄ τρίμηνο του 2016. Στο τέλος Δεκεμβρίου 2016 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανήλθε, σε επίπεδο τραπεζών, σε περίπου 106 δισ. ευρώ.
Η βελτίωση αυτή, σύμφωνα με την ΤτΕ, ήταν αποτέλεσμα αφενός διαγραφών δανείων και αφετέρου του γεγονότος ότι κάποιες πιστώσεις που είχαν παρουσιάσει καθυστέρηση άρχισαν και πάλι, μετά από αναδιάρθρωση της οφειλής, να εξυπηρετούνται, αντισταθμίζοντας έτσι, σε συνδυασμό με τις αποπληρωμές δανείων και τις εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017, καταγράφηκε περαιτέρω υποχώρηση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, κυρίως λόγω διαγραφών δανείων (ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο), τα οποία διαμορφώθηκαν σε 105,1 δισ. ευρώ ή 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων.
Ειδικά για τα επιχειρηματικά δάνεια, την καλύτερη εικόνα εμφανίζουν τα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (25,9%) και τη χειρότερη τα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες (68,3%) και τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (60,7%).
όσον αφορά τις ενέργειες εκ μέρους των τραπεζών για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, η ΤτΕ διαπιστώνει διεύρυνση της προσφυγής σε λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα (για παράδειγμα, επιμήκυνση της αποπληρωμής ή/και μείωση του επιτοκίου) και γενικότερα οι τράπεζες σημειώνουν πρόοδο προς την εκπλήρωση των τεθέντων επιχειρησιακών στόχων, ιδίως για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο των επιχειρηματικών δανείων.
Oι εναπομείναντες περιορισμοί, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, είναι μεν σαφώς χαλαρότεροι, δεν παύουν όμως να δημιουργούν προβλήματα. «Η ύπαρξη και μόνο πολιτικών κατά παράβαση της βασικής ευρωπαϊκής αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων αποτελεί εστία αβεβαιότητας που επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις» επισημαίνει μεταξύ άλλων.
Είναι συνεπώς, απαραίτητο -τονίζει ως αποτέλεσμα- να συνεχιστεί η διαδικασία που θα καταλήξει στην άρση όλων των περιορισμών. «Οι κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συντονίζονται με τις βελτιώσεις του κλίματος και τη βαθμιαία αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα» σχολιάζει.