Ο καθηγητής του μεταπτυχιακού προγράμματος (ΜΒΑ) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Μανόλης Αλεξανδράκης, φιλελεύθερος, με βαρύ βιογραφικό, υπέβαλε την παραίτησή του από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων με μια επιστολή στην υπουργό κυρία Μενδώνη που από μόνη της δείχνει γιατί ο κίνδυνος η Ελλάδα να ξανακατρακυλήσει στην υπερχρέωση και την παρακμή είναι πάντα υπαρκτός και δραστήριος.
Και οποίοι θέλουν ας το καταλάβουν. Αν μπορούν… Γράφει ο κύριος Αλεξανδράκης…
Του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Η επιστολή παραίτησης:
“Αξιότιμη κα Υπουργέ,
Με την παρούσα επιστολή θα ήθελα να σας υποβάλω την παραίτησή μου από τη συμμετοχή μου στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ). Από τον διορισμό μου μέχρι και σήμερα, συμμετέχω σχεδόν αδιαλείπτως στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου. Είχα, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα να διαμορφώσω ολοκληρωμένη εικόνα για την υφιστάμενη λειτουργία του Φορέα αλλά και για τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται ώστε το ΤΑΠΑ να διαφυλάττει και να προβάλλει τον ελληνικό πολιτισμό, δημιουργώντας παράλληλα έσοδα για το κράτος.
Κατά τη συμμετοχή μου στις συχνές και, κατά κανόνα, χρονοβόρες συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, είχα επανειλημμένα εκφράσει τις απόψεις μου σχετικά με το πώς θα έπρεπε να λειτουργεί ένας τέτοιος φορέας. Το ΤΑΠΑ, ως ΝΠΔΔ, διέπεται αποκλειστικά και μόνον από τους κανόνες μιας γραφειοκρατικής, εφιαλτικά αργής κρατικής διοίκησης, με ροπή στην επικάλυψη αρμοδιοτήτων και στη σύγχυση ρόλων, που είναι πλήρως ασύμβατη με τις σύγχρονες ανάγκες. Το αποτέλεσμα είναι όχι η ανάδειξη αλλά πολύ συχνά η αλλοίωση και υποβάθμιση του πολιτισμικού μας κεφαλαίου. Οι στόχοι του ΤΑΠΑ μπορούν να υλοποιηθούν μόνο με την εφαρμογή ενός σύγχρονου μοντέλου διοίκησης που προβλέπει για το κράτος τον ρόλο του επόπτη – όχι του επιχειρηματία. Ο Δημόσιος Φορέας που θα αξιοποιήσει την πολιτισμική μας κληρονομιά θα πρέπει να θέτει τους όρους και να μεριμνά για την τήρησή τους. Τη δουλειά όμως, από τη λειτουργία ενός μουσείου μέχρι την προσέλκυση κεφαλαίων για ανασκαφές και αναστηλώσεις, πρέπει να την αναλάβουν ιδιωτικές εταιρείες με αξιοκρατία και διαφάνεια. Μόνον με αυτό τον τρόπο θα ωφεληθεί το δημόσιο και οι πολίτες, στο σύνολό τους.
Δυστυχώς, είμαι πλέον πεπεισμένος πως η σημερινή λειτουργία του ΤΑΠΑ δεν εξυπηρετεί κανέναν από τους προαναφερόμενους στόχους. Αντιθέτως βλάπτει την προοπτική αξιοποίησης του ελληνικού πολιτισμού, και, ευρύτερα, την εγκαθίδρυση ενός αναγκαίου, για την ανάπτυξη της Ελλάδας, διαφορετικού τύπου κρατικής διοίκησης: ευέλικτου και αποτελεσματικού που θα λειτουργεί για να εξυπηρετεί τον πολίτη, τον επισκέπτη – τουρίστα, και να διευκολύνει τον επιχειρηματία που θα ήθελε να επενδύσει στην αξιοποίηση του μοναδικού, παγκοσμίως, ελληνικού πολιτισμικού κεφαλαίου.
Με μεγάλη μου λύπη, αλλά και απογοήτευση, αντιλήφθηκα, όταν μας κοινοποιήθηκαν από τον αγαπητό Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, κ. Παναγιώτη Νταή οι προωθούμενες σε επερχόμενο νομοσχέδιο αλλαγές, πως όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν καμία ενδογενή παθογένεια, αλλά ενισχύουν μια παρωχημένη κρατικιστική αντίληψη. Η συνέχιση ενός τρόπου λειτουργίας που εξυπηρετεί πελατειακές ανάγκες και ισορροπίες της εκάστοτε κυβέρνησης είναι κάτι που δεν επιθυμώ ούτε δύναμαι να υπηρετήσω. Αναλαμβάνοντας ενεργό συμμετοχή στη διοίκηση του ΤΑΠΑ, πέρυσι το καλοκαίρι, είχα την ελπίδα ότι η κυβέρνηση θα έκανε την υπέρβαση, αποτινάσσοντας από τις πλάτες των Ελλήνων τα κρατικιστικά βαρίδια και οδηγώντας, με φιλελεύθερες πολιτικές, το λιμνάζον αρχαιολογικό κεφάλαιο της χώρας σε πολιτισμική και οικονομική ανθοφορία. Δυστυχώς, αυτό δεν φαίνεται να γίνεται.
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνατε να συμμετέχω στη διοίκηση ενός σημαντικού για την Ελλάδα Οργανισμού και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στη συνέχεια του έργου σας. Επιτρέψτε μου όμως να επαναλάβω ότι η επιτυχία είναι συνάρτηση, όχι των προθέσεων, αλλά των μεθόδων”.