Με τις επαφές μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών να αρχίζουν από σήμερα σε τεχνικό επίπεδο, οι διαπραγματεύσεις με τους επικεφαλής των κλιμακίων για τη β’ αξιολόγηση θα ξεκινήσουν προς το τέλος της εβδομάδας.
Αιτία είναι η καθυστέρηση στην άφιξη στην Αθήνα της εκπροσώπου του ΔΝΤ, Ντέλιας Βελκουλέσκου, η οποία ενωρίτερα πρέπει να παραστεί σε κηδεία αξιωματούχου του Ταμείου.
Πηγές του υπουργείου Οικονομικών αναφέρουν ότι σήμερα το απόγευμα αναμένεται να οριστικοποιηθεί η ημερομηνία έναρξης των συνομιλιών με τους επικεφαλής, οι οποίες, σε πρώτη φάση, θα διαρκέσουν περίπου 10 ημέρες, καθώς, στις αρχές Νοεμβρίου είναι η εβδομάδα των φθινοπωρινών διακοπών στην Ευρώπη.
Όπως αναφέρει η Ημερησία, η κυβέρνηση έχει διαμηνύσει ότι επιδίωξη είναι να ολοκληρωθεί η β’ αξιολόγηση έως το τέλος του Νοεμβρίου, προκειμένου στις 5 Δεκεμβρίου και στο τελευταίο προγραμματισμένο εφέτος Eurogroup να υπάρξουν αποφάσεις και για το ζήτημα της διευθέτησης του χρέους. Ώστε, στη συνέχεια η χώρα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ και να αρχίσουν να δημιουργούνται οι συνθήκες για έξοδο στις αγορές.
Την ίδια ώρα, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δήλωσε σε συνέντευξή του σε γερμανική εφημερίδα ότι καμία συζήτηση για το χρέος δεν πρόκειται να γίνει μέχρι το τέλος του 2018 καθώς αυτό θα συνεπάγεται με αποδυνάμωση της διάθεσης για μεταρρυθμίσεις και τόνισε ότι σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το χρέος αλλά η διοίκησή της.
Τα βασικότερα θέματα που θα τεθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι τα εξής:
Στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων περιλαμβάνονται οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, τα δημοσιονομικά μεγέθη (νέος προϋπολογισμός, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο 2016- 2020 και πρωτογενή πλεονάσματα), οι αποκρατικοποιήσεις (μεταφορά ΔΕΚΟ στο υπερταμείο που πρέπει να συσταθεί πλήρως, περιφερειακά αεροδρόμια και λιμάνια κ.ά.), η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος (άνοιγμα του επαγγέλματος των μηχανικών, αδειοδοτήσεις κ.λπ.), οι διοικήσεις τραπεζών και ΤΧΣ, η συζήτηση για το νομοσχέδιο για τους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς για τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια, ο νόμος για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων κ.ά..
Οι «κόκκινες» γραμμές της διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς είναι σίγουρα τα Εργασιακά. Σύμφωνα με όσα είπε ο υπουργός Εργασίας, Γιώργος Κατρούγκαλος, η ελληνική πλευρά επιμένει «να επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, να μην επιδεινωθεί σε τίποτα η θέση των εργαζομένων, αλλά αντιθέτως να αναστραφεί η εργασιακή απορρύθμιση των τελευταίων χρόνων».
«Δύσκολο πάζλ για την αριστερή κυβέρνηση» χαρακτηρίζει το Reuters, το νέο γύρο συζητήσεων με τους δανειστές για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας.
«Ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, επανεξελέγη πριν από ένα χρόνο υποσχόμενος να δώσει μάχη για την αναβίωση της συλλογικές διαπραγματεύσεις και να αντισταθεί στις μεταρρυθμίσεις οι οποίες ίσως μείωναν τον κατώτατο μισθό. Αλλά χρειάζεται, επίσης, μια γρήγορα κατάληξη της αξιολόγησης, για να πετύχει τον πρωταρχικό στόχο για την Ελλάδα, την αναδιάρθρωση του τεράστιου χρέους – το υψηλότερο στην ευρωζώνη – και να καθησυχάσει έναν όλο και ταλαιπωρημένο λαό από τα χρόνια λιτότητας και ανεργίας», αναφέρει το Reuters
Παράλληλα, εκτιμά πως περαιτέρω πίεση στον Αλ. Τσίπρα για την επίτευξη κάποιου αποτελέσματος ασκούν τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν προβάδισμα της τάξης του 10% υπέρ της Νέας Δημοκρατίας..
«Είμαστε αισιόδοξοι πως η δεύτερη αξιολόγηση μπορεί να ολοκληρωθεί γρήγορα, ώστε να προχωρήσουμε στην ελάφρυνση του χρέους», δήλωσε, στο πρακτορείο κυβερνητικός αξιωματούχος.
Οι δανειστές και ειδικά το ΔΝΤ, τονίζει το Reuters, επιθυμούν μεγαλύτερη απελευθέρωση των απολύσεων και διατήρηση του ισχύοντα κατώτατου μισθού.
«Μετά από τόσα χρόνια ύφεσης κατά την διάρκεια της οποίας τα εργασιακά δικαιώματα διαλύθηκαν, η Ελλάδα δεν έχει περιθώρια για ακραίες κινήσεις. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αγνοήσει την κοινή πρακτική που υπάρχει για τους εργαζόμενους σε άλλα κράτη της ΕΕ», ανέφερε ο κυβερνητικός αξιωματούχος και συμπλήρωσε ότι μία καλή βάση για συζήτηση είναι η πρόσφατη έκθεση εμπειρογνωμόνων, για έγκριση του κατώτατου μισθού μέσω συλλογικών συμβάσεων.
Ωστόσο, αυτό είναι «κόκκινο» πανί για το ΔΝΤ, τονίζει το Reuters, καθώς το Ταμείο δεν έχει αποφασίσει εάν θα μετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα.