Αποτελεσματικότερη από πολλές άλλες μεθόδους είναι η ενδοσκοπική αποκατάσταση της κύστης κόκκυγος, καθώς όσοι υποβάλλονται σ’ αυτή απολαμβάνουν ταχύτερη ανάρρωση και καλύτερη ποιότητα ζωής. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μελέτη που αφορούσε στην αποτελεσματικότητα της EPSiT, μιας νέας ενδοσκοπικής ελάχιστα επεμβατικής θεραπείας της κύστης κόκκυγος, η οποία ήρθε πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας (Colorectal Dis. 2016 May).
«Η κύστη κόκκυγος είναι μια πολύ συχνή φλεγμονώδης νόσος, με εκτιμώμενη συχνότητα εμφάνισης 26 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα, η οποία επηρεάζει τους άνδρες τρεις φορές περισσότερο από ό,τι τις γυναίκες», εξηγεί ο γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος – Διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών – Ιατρικού Περιστερίου και Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής (www.axiarchos.gr), και συμπληρώνει «Δημιουργείται, στις περισσότερες περιπτώσεις, από διείσδυση τριχών στο δέρμα, αλλά ενδέχεται να οφείλεται και σε κύστη που σχηματίστηκε κατά την εμβρυϊκή ζωή. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν την εμφάνιση μιας μικρής διόγκωσης στην περιοχή του κόκκυγα, στο άκρο δηλαδή της σπονδυλικής στήλης (ουρά), που εξελίσσεται σε μεγάλο και επώδυνο απόστημα, που όταν φλεγμαίνει, γίνεται κόκκινο, διογκώνεται και σκληραίνει, ενώ μπορεί να εκρέει δύσοσμο πύον. Ενίοτε μπορεί να παρουσιαστεί πυρετός, καταβολή του οργανισμού και ναυτία από τη φλεγμονή».
Η αντιμετώπιση της πάθησης είναι αποκλειστικά χειρουργική. Η ιδανική μέθοδος θα πρέπει να συνδυάζει την μικρότερη απώλεια ιστού, την ελαχιστοποίηση της μετεγχειρητικής νοσηρότητας, τα άριστα αισθητικά αποτελέσματα, την ταχεία ανάρρωση και επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες, αλλά και να μηδενίζει την ανάγκη για υποβολή του ασθενή σε επαναληπτική επέμβαση και να είναι οικονομικά προσιτή.
«Η μέθοδος που πληροί τις περισσότερες από αυτές τις προϋποθέσεις είναι η ενδοσκοπική προσέγγιση, καθώς πρόκειται για μια ελάχιστα επεμβατική χειρουργική διαδικασία με την οποία οι ιστοί δέχονται την μικρότερη καταπόνηση. Στα μεγάλα πλεονεκτήματά της περιλαμβάνεται η πολύ γρήγορη ανάρρωση και επάνοδος στην εργασία, η μικρή χειρουργική ουλή και η σημαντικά λιγότερη ενόχληση του ασθενή», υποστηρίζει ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος.
Η επιβεβαίωση ήρθε με την πρόσφατη προοπτική πολυκεντρική μελέτη, που διεξήχθη σε κέντρο χειρουργικών επεμβάσεων του παχέος εντέρου, στην οποία εντάχθηκαν διακόσιοι πενήντα ασθενείς με χρόνια κύστη κόκκυγα. Το πρωτεύον τελικό σημείο της μελέτης αυτής ήταν η επούλωση των πληγών. Οι ερευνητές ανέλυσαν τα βραχυπρόθεσμα/μακροπρόθεσμα αποτελέσματα των επεμβάσεων με τη μέθοδο EPSiT, όπως ο χρόνος επούλωσης, το ποσοστό νοσηρότητας και το ποσοστό υποτροπής. Το δευτερεύον τελικό σημείο της μελέτης αυτής ήταν η ποιότητα ζωής των ασθενών.
Τα συμπεράσματα των ερευνητών κατέδειξαν ότι η συγκεκριμένη μέθοδος είναι ασφαλής και αποτελεσματική τεχνική για τη θεραπεία της κύστης κόκκυγος και παρέχει καλύτερα αποτελέσματα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα από άλλες τεχνικές που είναι πιο επεμβατικές. Συνδέθηκε δε με γρήγορη ανάκαμψη και καλή ποιότητα ζωής των ασθενών μετά από την υποβολή τους σε αυτήν.
«Η ενδοσκοπική θεραπεία της κύστης κόκκυγος με laser ή RF έχει σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις κλασικές χειρουργικές μεθόδους, καθώς διενεργείται με τοπική αναισθησία, είναι αναίμακτη, ανώδυνη και ολοκληρώνεται σε μόλις 20-30 λεπτά, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε απεικονιστική εξέταση, ούτε καν νοσηλεία, ενώ μετεγχειρητικά δεν απαιτούνται παυσίπονα», σημειώνει ο Δρ. Ξιάρχος και συνεχίζει εξηγώντας την απλότητα της μεθόδου: «Η θεραπεία της κύστης κόκκυγος με EPSiT περιλαμβάνει τη διαγνωστική και τη χειρουργική φάση, οι οποίες είναι ολιγόλεπτες και διενεργούνται ταυτόχρονα. Στην πρώτη πραγματοποιείται η χαρτογράφηση της κύστης και των διακλαδώσεών της, με την τοποθέτηση ειδικού συριγγοσκόπιου έχοντας τρισδιάστατη εικόνα σε HD οθόνη. Στη δεύτερη φάση, γίνεται εκ των έσω καταστροφή του συριγγώδους πόρου, των διακλαδώσεων αυτού και του κυστικού σχηματισμού, πλύση του πόρου και αναρρόφηση του σαθρού επιθηλίου που έχει ήδη αφαιρεθεί. Ταυτόχρονα γίνεται σχολαστική αιμόσταση με τη χρήση ραδιοσυχνοτήτων (RF)».
Επειδή οι μετεγχειρητικές ανάγκες είναι σχεδόν ανύπαρκτες, η ενδοσκοπική μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί ακόμα και λίγο πριν από τις διακοπές, καθώς δεν δημιουργεί τομή, δεν υπάρχουν ράμματα κι έτσι δεν απαιτούνται αλλαγές.
Δεν πρέπει λοιπόν να υπάρχει λόγος ανησυχίας ούτε σε περίπτωση εμφάνισης της πάθησης κατά τους θερινούς μήνες, αφού οι σύγχρονες μέθοδοι υπερπηδούν τα εμπόδια που υπήρχαν με την κλασική, ανοιχτή τεχνική.