Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να κληθούν να πληρώσουν φέτος επιπλέον φόρο εισοδήματος 22% επί ενός ποσού κατά το οποίο θα θεωρηθεί ότι δεν κάλυψαν το απαιτούμενο ύψος δαπανών με πληρωμές μέσω «πλαστικού» ή άλλης μορφής «ηλεκτρονικού» χρήματος βρίσκονται και φέτος εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτοί, συνταξιούχοι και κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, οι οποίοι δεν φορολογούνται με βάση τα πραγματικά δηλωθέντα εισοδήματά τους αλλά με βάση τα πολύ πιο υψηλά ποσά τεκμαρτών εισοδημάτων.
Τα τεκμαρτά εισοδήματα προσδιορίζονται από την Εφορία με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, αναφέρει το protothema.
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία το τεκμαρτό εισόδημα, δηλαδή αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, είναι μεγαλύτερο του δηλωθέντος και η επιπλέον διαφορά δεν καλύπτεται από τον φορολογούμενο, το ύψος των ετησίων δαπανών για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών που πρέπει να έχουν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής για να κατοχυρωθεί η έκπτωση φόρου προσδιορίζεται ως ποσοστό επί του (υψηλότερου) τεκμαρτού κι όχι επί του (χαμηλότερου) δηλωθέντος εισοδήματος.
Π.χ. εάν το συνολικό πραγματικό εισόδημα ενός μισθωτού φορολογούμενου είναι 10.000 ευρώ και το τεκμαρτό είναι 20.000 ευρώ, τότε το συνολικό ποσό των δαπανών που πρέπει να έχει εξοφλήσει το 2019 με “πλαστικό χρήμα” ή μέσω e-banking δεν ανέρχεται σε 1.000 ευρώ (10% Χ 10.000 ευρώ), αλλά σε 2.500 ευρώ {(10% Χ 10.000 ευρώ) + (15% Χ 10.000 ευρώ)}.
Αν ο μισθωτός, νομίζοντας ότι λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό δηλωθέν εισόδημα έχει αρκεστεί κατά τη διάρκεια του 2019 να εξοφλήσει με “πλαστικό χρήμα” ή μέσω e-banking δαπάνες μόνο 1.000 ευρώ, αντί για 2.500 ευρώ, τότε για τα 1.500 ευρώ που θα μείνουν “ακάλυπτα” θα κληθεί να καταβάλει φόρο 22%, δηλαδή θα επιβαρυνθεί με επιπλέον φόρο 330 ευρώ (1.500 ευρώ Χ 22% = 330 ευρώ).