Οφείλουμε, να αναγνωρίσουμε στην Κυβέρνηση το γεγονός της πλήρους σύσφιξης των σχέσεων της χώρας μας με τις ΗΠΑ, σε σημείο που τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν έχει προηγούμενο.
Της Θάλειας Χούντα
Και αυτό που καθιστά την σύσφιξη αυτή ακόμη σπουδαιότερη, είναι το ότι πραγματοποιήθηκε από μία αριστερή Κυβέρνηση.
Οι κοινές δηλώσεις και εμφανίσεις των εκατέρωθεν αξιωματούχων, η ¨εν λευκώ¨ παραχώρηση στρατιωτικών διευκολύνσεων, το αφιέρωμα στις ΗΠΑ της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, οι επίσημες επισκέψεις, οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις κλπ έρχονται σαν επιστέγασμα των στενών σχέσεων που έχουν αναπτυχθεί.
Αν το γεγονός αυτό συνδυαστεί και με τα δρώμενα τόσο στα Βαλκάνια όσο και στις Τουρκία – Συρία, αναδεικνύει έτει περισσότερο τον καταλυτικό ρόλο που μπορούμε να διαδραματίσουμε στην διαμόρφωση της νέας γεωπολιτικής κατάστασης αλλά και του όποιου πιθανού οφέλους μπορέσουμε να λάβουμε.
Και αυτό γιατί κάποια στιγμή, πρέπει και να λάβουμε την αντιπαροχή, των όσων δίνουμε.
Στον αντίποδα, οι σχέσεις με την Ρωσία βρίσκονται στο χείριστο σημείο, σαν απόρροια της παραπάνω υπερατλαντικής σχέσης. Η δε άμεση ρωσική εμπλοκή στην Τουρκία αλλά και την Συρία δεν αφήνει περιθώρια αμφιταλαντεύσεων και όντως, είχε έρθει η στιγμή να ταχθούμε με την μία πλευρά και να ακολουθήσουμε την επιλογή μας ως το τέλος.
Στην πορεία των γεγονότων, είναι δεδομένο, ότι θα έχουμε θετικά αλλά και αρνητικά σημεία συνεργασίας. Το ζητούμενο πρέπει να είναι, στο τέλος να έχουμε θετικό πρόσημο. Και το πρόσημο αυτό, πρέπει να ανταποκρίνεται στις εθνικές προσδοκίες και όχι σε κομματικούς σχεδιασμούς. Ίσως κάποιοι πουν, ότι υπάρχει η «μάχη» της λογικής και του συναισθήματος.
Μιας πολύπλευρης λογικής που μας συντάσσει στο πλευρό των ΗΠΑ και ενός συναισθήματος που θα θέλαμε να μας συντάσσει στο πλευρό της Ρωσίας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι οι νικητές καθορίζουν το αύριο. Και με το αύριο της χώρας, δεν πρέπει να χωρούν ανούσιοι συναισθηματισμοί.