Από το 1945 και μετά η σχέση της βιομηχανίας με το κράτος θυμίζει «διάλογο κουφών» –αλλά, όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα, το κράτος είναι που κωφεύει.
Η βιομηχανία, επισημάνειπροβλήματα, προειδοποιεί, προτείνει λύσεις.
Του Αντώνη Κεφαλά
Ζητά συνεργασία που είτε υλοποιείται κατ’ επίφαση είτε αγνοείται επιδεικτικά. Τα παραδείγματα είναι πολλά: μάταια ο Γ. Δράκος επισημαίνει την ανάγκη ίσης προστασίας των ελληνικών επιχειρήσεων με τις ξένες όταν υπογράφεται η συμφωνία σύνδεσης με την τότε ΕΟΚ, ο Χ. Κατσάμπας προστασία από το dumping (όπως έκαναν όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες), oΔ. Μαρινόπουλος ίσους όρους χρηματοδότησης και φορολογίας της βιομηχανίας με τους άλλους κλάδους, ο Θ. Παπαλεξόπουλος ίσους όρους ανταγωνισμού του ιδιωτικού τομέα με τον δημόσιο.
Οι δύο πλευρές έχουν άλλο όραμα.
- Στο Βιομηχανικό Συνέδριο του 1983, ο Δ. Κυριαζής προτρέπει τον Α. Παπανδρέου: «Μην αποδυναμώνετε την ελεύθερη επιχείρηση γιατί διακυβεύετε την οικονομική επιβίωση του τόπου.»
- Στο Βιομηχανικό Συνέδριο του 1994 ο Ι. Στράτος αφού επισημαίνει την κατασπατάληση των πλεονεκτημάτων της χώρας, θέτει το κρίσιμο ερώτημα: «Θα προχωρήσουμε μαζί με τους Ευρωπαίους εταίρους μας ή θα δεχτούμε την περιθωριοποίηση της χώρας;»
- Το 2000 οΟδ. Κυριακόπουλος επισημαίνει στον Κ. Σημίτη ότι «οι Ολυμπιακοί Αγώνες και η ένταξη στην ΟΝΕ συνιστούν εργαλεία διαχείρισης μίας εποχής αλλά δεν μπορούν να αποτελούν το κυρίαρχο όραμα της χώρας για την 3η χιλιετία» και υποστηρίζει ότι «οι περισσότεροι Έλληνες οραματιζόμαστε μία Ελλάδα σύγχρονη στις υποδομές της, γενναιόδωρη στην παροχή γνώσεων στα παιδιά μας και ανταγωνιστική.»
- Το 2006, ο Δ. Δασκαλόπουλος δεν διστάζει να πάει κόντρα στην γενική ευφορία της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή και προειδοποιεί ότι «η νεοελληνική μας ταυτότητα προσδιορίζεται….από την διαιώνιση προβλημάτων που δεν επιλύουμε, προκλήσεων που αποφεύγουμε, παθογενειών που αναπαράγουμε, κοινωνικής συνοχής που δεν επιτυγχάνουμε», και με ακρίβεια προβλέπει ότι «το μέλλον – όχι το μακρινό μέλλον – προδιαγράφει μία Ελλάδα οικονομικά περιθωριοποιημένη, πολιτικά αδύναμη, κοινωνικά άνιση.»
- Το Ανοιχτό Φόρουμ του 2009 υπογραμμίζει ότι αν δεν δούμε την κρίση ως πρόκληση «θα οδηγήσουμε την χώρα οριστικά στο περιθώριο, στην μόνιμα υψηλή ανεργία, στην διαρκή ανέχεια, στην κοινωνική σύγκρουση και στην διεθνή απομόνωση.»
- Το 2018, ο Θ. Φέσσαςέμμεσα απευθύνεται στον Α. Τσίπρα λέγοντας «δεν ομονοήσαμε ως προς τις βαθύτερες αιτίες της κρίσης ούτε και τα εργαλεία για να βγούμε από αυτήν», και προβάλλει το όραμα μίας Ελλάδας που πρέπει να γίνει «χώρα ανταγωνιστική και πρωταγωνιστική. Μία χώρα που ο κάθε πολίτης του κόσμου θα θέλει να επισκεφτεί , να εργαστεί, να επενδύσει και να ζήσει.»
Η απόσταση που χωρίζει τις δύο πλευρές παραμένει αγεφύρωτη –τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Και οι εξελίξεις δεν έχουν ποτέ δικαιώσει τις κυβερνήσεις.
Τα αίτια είναι τουλάχιστον τέσσερα.
Ηιδεολογική προκατάληψη. Η μεταπολεμική περίοδος ξεκινά με το διπολικό κοινωνικό σχήμα του Κ. Βαρβαρέσου, που τοποθετεί τους εργάτες, αγρότες, μισθωτούς και συνταξιούχους από την μία πλευρά και τους μαυραγορίτες, εμπόρους και βιομηχάνους από την άλλη –όπουσυλλήβδην χαρακτηρίζει τους τελευταίους ως «ασυνείδητη οικονομική ολιγαρχία». Τίποτα, όμως, δεν αποκαλύπτει αυτήν την ιδεολογική εχθρότητα καλύτερα από το κείμενο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που συντάχθηκε στο Παρίσι με τίτλο «Οι σχέσεις μου με το κεφάλαιο» και ξεκινά ως εξής:«Στις σχέσεις μου με το κεφάλαιο υπήρξα πάντοτε επιφυλακτικός και διότι εξ ιδιοσυγκρασίας αντιπαθούσα τους φορείς του αλλά και γιατί γνώριζα ότι, για να επιβάλω την πολιτική που έκρινα ωφέλιμη για την χώρα, όφειλα να τους κρατώ σε απόσταση». Το ιδεολογικό αυτό συμπέρασμα ότι, το ιδιωτικό όφελος πάντα αντιτίθεται στο κοινωνικό, αποκτά διαχρονική πολιτική οντότητα και διαπερνά όλα τα κόμματα και όλες τις κυβερνήσεις μέχρι σήμερα.
Η διαφορά στον χρονικό ορίζοντα: οι κυβερνήσεις κινούνται σε βραχυχρόνια βάση και με γνώμονα το κομματικό συμφέρον, ενώ η βιομηχανία από την φύση της υιοθετεί έναν μεσοπρόθεσμο έως και μακροχρόνιο ορίζοντα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ενέργειας: με την σιωπηρή υποστήριξη του πολιτικού κόσμου, κομματικοί και συνδικαλιστικοί παράγοντες εμποδίζουν τον εκσυγχρονισμό της ΔΕΗ, ενώ η βιομηχανία χάνει ανταγωνιστικότητα λόγω της υψηλής τιμής που πρέπει να πληρώσει.
Η ριζικάαντίθετη αντίληψη για τον ρόλο του κράτους.Στα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ουσιαστικά διέτασσε την ίδρυση βιομηχανιών (π.χ. ΛΑΡΚΟ) και στο ερημωμένο από τους πολέμους βιομηχανικό τοπίο, η βιομηχανία προσπαθούσε πρώτα να ανταπεξέλθει και στην συνέχεια να αναλάβει δικές της πρωτοβουλίες. Το τοπίο άλλαξε στην μεταπολίτευση, όπου ένας «νέος» Κ. Καραμανλής, προφανώς επηρεασμένος από το dirigismeτης Γαλλίας, διόγκωσε το κράτος (άφησε κληρονομά 100 δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών στον Ανδρέα Παπανδρέου) και επέκτεινε την παρεμβατικότητά του (π.χ. κρατικοποίηση σε μία νύχτα των 14 επιχειρήσεων του Ομίλου Ανδρεάδη). Διόλου παράδοξα, ο ΣΕΒ διαμαρτύρεται για την «σοσιαλμανία» της Ν.Δ. Αμέσως μετά, το ΠΑΣΟΚ επιδίδεται στην κρατικοποίηση ιδιωτικών επιχειρήσεων (π.χ. Πειραϊκή-Πατραϊκή) με προσχήματα που εκ των υστέρων καταρρίπτονται πανηγυρικά (π.χ. ΑΓΕΤ-Ηρακλής), ενώ ο Γ. Αρσένης απροκάλυπτα επιτίθεται στην βιομηχανία πως δεν επενδύει («γιατί κακαρίζετε εφόσον δεν κάνετε αυγά») επιλέγοντας να αγνοήσει το γεγονός ότι συνδυαστικά στην περίοδο 1978-1983 το εργατικό κόστος υπερδιπλασιάστηκε.
Η έννοια και το περιεχόμενο της βιομηχανικής πολιτικής.Πριν την μεταπολίτευση το κράτος πρώτα κάνει το λάθος να επιδιώξει την εκβιομηχάνιση μέσω της βαριάς βιομηχανίας (ενώ η Ελλάς δεν έχει πρώτες ύλες, ενέργεια και κατάλληλο εργατικό δυναμικό) και στην συνέχεια αποκτά εμμονή με το συγκριτικό πλεονέκτημα, που το ερμηνεύει στατικά. Μάταια η βιομηχανία υποδεικνύει ότι στην σύγχρονη οικονομία αυτό μεταβάλλεται διαχρονικά και δεν δικαιολογείται έτσι η λήψη αποφάσεων κατά το πρότυπο π.χ. της ΜΙΤΙ της Ιαπωνίας – όπου έτσι κι αλλιώς άλλα τα ήθη, άλλη η δημόσια διοίκηση και αμφίβολη η αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης κρατικής παρέμβασης. Στην συνέχεια η περιφερειακή πολιτική λαθεμένα ταυτίζεται με την βιομηχανική,η χρηματιστηριακή έκρηξη της δεκαετίας του 1990 στρέφει την οικονομίαστον καπιταλισμό καζίνο, η χώρα πορεύεται χωρίς βιομηχανική πολιτική και η αποβιομηχάνιση συντελείται πριν καν ολοκληρωθεί η εκβιομηχάνιση.
Ανατρέπεται η αποβιομηχάνιση;
Ποια είναι η εικόνα σήμερα, έχοντας αποτύχει στην 2η βιομηχανική επανάσταση και έχοντας περιορισμένη συμμετοχή στην 3η, ενώ η 4η είναι ήδη προ των πυλών; Οι ελληνικές επιχειρήσεις σήμερα δεν έχουν μέγεθος, δεν έχουν χαμηλό κόστος ενέργειας και κεφαλαίων — ως ένα βαθμό μόνο πλεονεκτούν στις ευέλικτες μορφές εργασίας και εργατικού κόστους. Η μη σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας και με τις ίδιες τις επιχειρήσεις εμποδίζει την ανάπτυξη των ζητούμενων δεξιοτήτων όπως και αυτήν των νεοφυών επιχειρήσεων. Η σύγχρονη ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα τώρα ξεκινά. Αυτή του ιδιωτικού είναι θερινό όνειρο για την μεγάλη πλειοψηφία των εταιρειών.
Η προοπτική για την βιομηχανία δεν είναι ευνοϊκή.
Η ανατροπή στην αποβιομηχάνιση μπορεί να επέλθει –ίσως μέσω της συμμετοχής στην 4η βιομηχανική επανάσταση—μόνο αν υπάρξει μετατόπιση στις αντιλήψεις για τους ρόλους των παικτών. Στην βιομηχανία αυτό σημαίνει απομάκρυνση από την πρόσφατη τάση να ζητά μία μορφή μίκρο-μάνατζμεντ από το κράτος,( π.χ. με λεπτομερή αιτήματα για κατάργηση γραφειοκρατικών διαδικασιών) και στροφή στηνάσκηση πίεσηςγια θέματα του ευρύτερου περιβάλλοντος: την επάρκεια των υποδομών και δικτύων, την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος και την ομαλή λειτουργία των θεσμών. Για το κράτος σημαίνει την εγκατάλειψη της θέσης «θα σας δώσω κίνητρα αλλά να κάνετε επενδύσεις» και την ενασχόληση με την διασφάλιση των κανόνων και συνθηκών που βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα.
Πολύ απλά ως σύγχρονη βιομηχανική πολιτική νοείται μόνο ότι βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα του επιχειρηματικού-οικονομικού περιβάλλοντος. Αυτή είναι η δουλειά του κράτους και όχι η εμπλοκή του σε προσπάθειες κατεύθυνσης της επιχειρηματικής δράσης ή στην ανάληψη επιχειρηματικής δράσης. Στην βιομηχανία εναπόκειται από εκεί και πέρα να εκμεταλλευτεί το ευνοϊκό περιβάλλον με όποιον τρόπο αυτή κρίνει ως τον πιο αποδοτικό.
Σ’ αυτήν την ευρεία (και ίσως θεωρητική για μερικούς) τοποθέτηση κρύβεται ένα πρόβλημα. Η χώρα μας έχει προχωρήσει στην βελτίωση των «σκληρών» υποδομών –δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια, δίκτυα νερού, ενέργειας, επικοινωνίας. Μολονότι υπάρχουν πολλά ακόμη να γίνουν, δείχνει πως είναι στον σωστό και γρήγορο δρόμο. Υστερεί, όμως, σημαντικά στις λεγόμενες «μαλακές» υποδομές – δικαιοσύνη, παιδεία, σύγχρονο νομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα – όπου η αναγκαία βελτίωση είναι εκτεταμένη και χρονοβόρα. Αβίαστα, λοιπόν, προκύπτει το ερώτημα: έχουμε το χρονικό περιθώριο, όταν οι διεθνείς εξελίξεις τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα;
Για να κερδίσουμε χρόνο απαιτείται συναίνεση, οργάνωση και εκτέλεση σε επίπεδα ταχύτητας και συνέπειας ασυνήθιστα για την Ελλάδα.Επιπρόσθετα, η συλλογική βούληση και η επαρκής εκτέλεση αποτελούν μεν αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για να μην μας ξεπεράσει και η 4η βιομηχανική επανάσταση. Η ανταγωνιστικότητα δεν είναι στόχος στατικός αλλά δυναμικός και μεταβαλλόμενος. Η ανταγωνιστικότητα δεν είναι η επίτευξη ενός σημείου ισορροπίας αλλά η διαδοχική υλοποίηση σειράς σημείων ισορροπίας σε μία διαδικασία χωρίς τέλος. Είμαστε σε θέση να υιοθετήσουμε μία τέτοια πολιτική με συνέπεια και αποτελεσματικότητα;
Στην εποχή τους, οι θέσεις του ΣΕΒ όπως εκφράστηκαν από τις ετήσιες συνελεύσεις, τα υπομνήματα και τα σημαντικά βιομηχανικά συνέδρια που σχεδίασε και υλοποίησε, ήταν επίκαιρες και έγκυρες.Εκτιμάται ότι το νέο βιομηχανικό συνέδριο θα σηματοδοτήσει το πέρασμα στη νέα εποχή, με νέες αντιλήψεις, στόχους και απαιτήσεις σε αντιστοίχιση με την 4η βιομηχανική επανάσταση, λαμβάνοντας υπόψη τις μέχρι σήμερα αποτυχίες.
Το κράτος θα ακούσει τούτη τη φορά;