“Κουμπαρά” ρευστότητας από τα κέρδη του τελευταίου τριμήνου του 2016 θα δημιουργήσουν οι τράπεζες εν όψει του κρίσιμου 2017.
Καθώς το επόμενο έτος παρουσιάζει πολλούς εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους, που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τους στόχους κερδοφορίας και, κυρίως, να απειλήσουν την επάρκειά τους σε κεφάλαια, εν όψει των stresstests της ΕΚΤ το 2018, οι τράπεζες θα “θυσιάσουν” την κερδοφορία του δ’ τριμήνου 2016 για να δημιουργήσουν “μαξιλάρια” ρευστότητας για το 2017. Κατόπιν αυτού, η κερδοφορία των 400-500 εκατ. ευρώ που θα μπορούσαν να δείξουν στη φετινή χρήση αναμένεται να μειωθεί στο ήμισυ, “αποθηκεύοντας” σημαντικό μέρος κερδών για το δύσκολο 2017.
Όπως αναφέρουν τραπεζίτες στο “Κεφάλαιο”, το “στοκάρισμα” κερδών θα χρησιμεύσει σε τρία μέτωπα: α) αυτό της δημιουργίας προβλέψεων για επισφάλειες, β) αυτό για την κάλυψη του κόστους από νέα προγράμματα εθελούσιας εξόδουπου θα ενεργοποιήσουν οι τράπεζες εντός του 2017 και γ) αυτό που θα καλύψει τη μελλοντική απώλεια κερδών από την ανταλλαγή των ομολόγων EFSF.
Πρόκειται για τρία μέτωπα που θα ανοίξουν τη χρονιά που έρχεται και τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν εν μέσω ενός περιβάλλοντος πολλών αστάθμητων παραγόντων εντός και εκτός Ελλάδος.
Ο πιο ορατός κίνδυνος προέρχεται από τη μη ολοκλήρωση της αξιολόγησης, όπως εκτιμούν οι τραπεζίτες, το αργότερο μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου 2017.
Τον “κώδωνα” του κινδύνου από τη μη έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, δεδομένων των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων σε μια σειρά από χώρες-μέλη της Ευρωζώνης στο άμεσο μέλλον, έκρουσε και ο διοικητής της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρας, στην Ενδιάμεση Έκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική 2016.
Οι τραπεζίτες φοβούνται ότι, αν δεν ολοκληρωθεί εγκαίρως η δεύτερη αξιολόγηση και δεν υπάρξει προσήλωση της κυβέρνησης στους στόχους του προγράμματος και στην επιτάχυνση στον ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί, τότε ανατρέπεται όλο το θετικό σενάριο για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Το σενάριο αυτό έχει βασιστεί στη συνεπή εφαρμογή του προγράμματος, η οποία θα διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Τα παραπάνω θεωρούνται προαπαιτούμενα για την πλήρη επάνοδο του ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Ο άγνωστος “Χ” του ΑΕΠ
Υπό τον φόβο να μην ολοκληρωθεί εγκαίρως η αξιολόγηση, οι τράπεζες βλέπουν κίνδυνο αστοχίας στις δεσμεύσεις τους για τη μείωση των “κόκκινων” δανείων, αλλά και ενδεχόμενο μη σταθεροποίησής τους.
Οι ανησυχίες αυτές οδηγούν στην ανάγκη να χρησιμοποιήσουν κεφάλαια από τα κέρδη του δ’ τριμήνου 2016 για τον σχηματισμό προβλέψεων έναντι επισφαλειών.
Οι προβλέψεις για την ανάκαμψη της οικονομίας κάνουν λόγο για οριακή αύξηση του ΑΕΠ 0,1% το 2016 και ρυθμό ανάπτυξης 2,5% το 2017, ο οποίος θα επιταχυνθεί στο 3% τα έτη 2018 και 2019. Στην πράξη, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη του 2017 θεωρούνται αισιόδοξες από τους τραπεζίτες. Και αυτό, διότι υπόκεινται σε σειρά κινδύνων.
Ειδικότερα, η επίτευξη του δημοσιονομικού αποτελέσματος του 2016 υπόκειται σε επισφάλειες που συνδέονται με τις παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής χαλάρωσης, ύψους περίπου 0,4% του ΑΕΠ, που εξήγγειλε η κυβέρνηση στις 8/12/2016. Οι παρεμβάσεις αυτές μειώνουν σημαντικά το εκτιμώμενο περιθώριο ασφαλείας στην επίτευξη του στόχου του 2016, όπως επισημαίνεται στην Ενδιάμεση
Έκθεση της ΤτΕ. Παράλληλα, η εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2016 δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και το τελικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης για το 2016 δεν έχει οριστικοποιηθεί.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις για τις τράπεζες σημαίνουν ότι τίθεται εν αμφιβόλω η δυνατότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων να αποπληρώνουν ομαλά και βελτιούμενα τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους.
Άρα, υπάρχει ο κίνδυνος να μην “πιάσουν τόπο” οι ρυθμίσεις δανείων στις οποίες προσβλέπουν οι τράπεζες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και, αντιθέτως, να χρειαστούν πρόσθετες προβλέψεις.
Τα άλλα μέτωπα
Σε κάθε περίπτωση, οι τράπεζες θα χρειαστούν κεφαλαιακό “μαξιλάρι” για το 2017 προκειμένου να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος που επιφέρει η δέσμευση την οποία περιλαμβάνουν τα πλάνα αναδιάρθρωσης για τη μείωση του προσωπικού τους.
Μέσα στο 2016 οι τράπεζες προχώρησαν σε προγράμματα εθελούσιας εξόδου, αλλά ακόμη έχουν πάνω από 1.500 αποχωρήσεις να δρομολογήσουν η καθεμία. Μέσα στο 2017 και το 2018 το προσωπικό των τραπεζών θα πρέπει να μειωθεί περαιτέρω κατά 4.000-5.000 άτομα, επιβαρύνοντας με σημαντικό κόστος τις τράπεζες.
Επιπλέον, οι τράπεζες θα πρέπει να προνοήσουν για την κάλυψη των απωλειών σε κέρδη που θα καταγράψουν από την ανταλλαγή των ομολόγωνEFSF, στο πλαίσιο των βραχυπρόθεσμων μέτρων διευθέτησης του δημόσιου χρέους. Όπως εκτιμούν οι τράπεζες, η ανταλλαγή των ομολόγων τους αναμένεται στο β’ εξάμηνο του 2017 και από αυτήν θα υπάρξουν απώλειες μελλοντικών κερδών ύψους 750 εκατ. ευρώ.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν κινδύνους που ζητούν ισχυρά κεφαλαιακά αποθέματα από τις τράπεζες. Τη στιγμή, μάλιστα, που επικρέμαται η “δαμόκλειος σπάθη” του αναβαλλόμενου φόρου, ο οποίος συνιστά μεγάλο μέρος των εποπτικών τους κεφαλαίων και περιορίζει τις κινήσεις άνετου σχεδιασμού.
Πανευρωπαϊκά, το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου, που έχει ευνοήσει ιδιαίτερα τις τράπεζες των χωρών του Νότου, αποτελεί “ενεργό ηφαίστειο”, αφού οι ευρωπαϊκές Αρχές το κρατούν “ανοιχτό” μέχρι να το κλείσουν οριστικά ανά πάσα στιγμή.
Σχετικά πρόσφατα, η Κομισιόν είχε δηλώσει ικανοποιημένη από τη συνεργασία με την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ανταγωνισμού που αφορούν τις κρατικές εγγυήσεις για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTA), επισημαίνοντας ότι αυτό επιτρέπει στην Επιτροπή να περατώσει τη σχετική συζήτηση με τα εν λόγω κράτη-μέλη για την αντιμετώπιση του αναβαλλόμενου φόρου.