Για σημαντική μείωση στην ελληνική οικονομία που δεν αποκλείεται να αγγίξει και τα επίπεδα του 10% κάνει λόγο η μελέτη του Οικονομικού Επιμελητηρίου.
“Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι η ανάκαμψη της επόμενης χρονιάς του 2021 θα εξαρτηθεί από τον τρόπο αντίδρασης κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι δε θα είναι αυτονόητη η επιστροφή στην ανάπτυξη το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη των περιοριστικών μέτρων”, σημειώνει η μελέτη, υπογραμμίζοντας ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης θα είναι μια επίμονη διαδικασία.
Με φόντο τα πρώτα στοιχεία, που δείχνουν “μούδιασμα” των πολιτών, μετά το άνοιγμα του λιανικού εμπορίου και της εστίασης, η μελέτη παρατηρεί ότι η κατανάλωση, η οποία συντελεί με ουσιαστικό τρόπο στη διαμόρφωση του ΑΕΠ δεν θα εκτιναχθεί μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Οι καταναλωτές θα στραφούν στην αποταμίευση και θα αρχίσουν να μετριάζουν την κατανάλωσή τους φοβούμενοι μια επαναφορά της πανδημίας και μια έκρηξη της ανεργίας μπροστά στην αδυναμία των επιχειρήσεων να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας.
όσο θα διαρκέσει η κρίση;
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του iefimerida.gr του Γιώργου Παππού, από τις λίγες οικονομικές αναλύσεις που υπάρχουν φαίνεται ότι οι οικονομίες ανακάμπτουν γρηγορότερα μετά τους πολέμους (ένα με δύο έτη) και με αργότερους ρυθμούς μετά τις πανδημίες. Σε οποιαδήποτε περίπτωση η αντιμετώπιση της κρίσης θα χρειαστεί την επανασχεδίαση πολιτικών και τη χρήση μέτρων από τις κυβερνήσεις που χρησιμοποιήθηκαν αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντιθέτως, η αντιμετώπιση της κρίσης εντός του πλαισίου προηγούμενων δεκαετιών της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η πρόωρη απόσυρση των υποστηρικτικών μέτρων θα έχει ως βέβαιο αποτέλεσμα τη μακροχρόνια ύφεση.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν το σημαντικότερο παραγωγικό ιστό της εγχώριας οικονομίας αφού δημιουργούν το 63,6% της προστιθέμενης αξίας και προσφέρουν το 85,2% σε όρους απασχόλησης, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της Ε.Ε. (ποσοστά 56,8% και 66,4% αντίστοιχα, στοιχεία 2018). Ακόμα μεγαλύτερος είναι ο ρόλος των πολύ μικρών επιχειρήσεων (0 – 9 εργαζόμενοι) στην Ελληνική οικονομία παρέχοντας σχεδόν 6 στις 10 θέσεις εργασίας, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. που το αντίστοιχο μέγεθος είναι 3 από τις 10 θέσεις εργασίας.
Στον απόηχο της πρόσφατης Έκθεσης της Κομισιόν, που επεσήμανε ότι η ύφεση θα πλήξει πιο έντονα την Ελλάδα και λόγω του μεγάλου αριθμού των ευάλωτων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η μελέτη του Οικονομικού Επιμελητηρίου σημειώνει ότι αν και οι επιπτώσεις δεν είναι εύκολο να ποσοτικοποιηθούν λόγω της διαφορετικότητας των επιχειρήσεων ή και της έλλειψης παρελθούσας εμπειρίας σε ανάλογες συνθήκες, σε σύγκριση με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ή την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη την περίοδο 2012-2015, η πτώση στη δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα είναι πολύ μεγαλύτερη, αντανακλώντας τις συνέπειες των lockdown και της κοινωνικής απόστασης, ειδικά στις αστικές περιοχές
Σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ η απώλεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων μπορεί να φτάσει το 50% σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια κατάρρευση τέτοιου μεγέθους των ΜμΕ, οι οποίες αποτελούν τον κορμό της απασχόλησης στη χώρα μας, θα έχει ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στην εθνική οικονομία, τις προοπτικές ανάπτυξης, την εργασία, τις προσδοκίες των ξένων επενδυτών, ακόμη και το χρηματοπιστωτικό τομέα, ο οποίος ενδέχεται να τεθεί υπό νέα πίεση από την εμφάνιση μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ΜμΕ θα έχει συστημικές επιπτώσεις στην οικονομία αλλά και στον τραπεζικό τομέα στο σύνολό του.
Εργασία
Το πώς θα εξελιχθεί η οικονομική δραστηριότητα από το Φθινόπωρο και μετά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό κατά πόσο θα έχουν βρεθεί φάρμακα για τον κοροναϊό και θα μπορούν να εφαρμόσουν αποτελεσματικές θεραπείες. Αν αυτό δεν είναι εφικτό άμεσα τους επόμενους μήνες, η οικονομική δραστηριότητα το Χειμώνα θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα λόγω των περιορισμών που θα ισχύουν για τον αριθμό των πελατών στο χώρο της επιχείρησης. Ο αριθμός των απολυμένων από επιχειρήσεις κλάδων που η δραστηριότητά τους πλήττεται λόγω των νέων συνθηκών θα έχει ως αποτέλεσμα τη συνολική μείωση του εθνικού εισοδήματος και κατ΄ επέκταση μείωση της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες και της αντίστοιχης προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών. Διαφαίνεται να υπάρχει ένας φαύλος κύκλος οικονομικής δραστηριότητας – απασχόλησης – εισοδήματος – ζήτησης – οικονομικής δραστηριότητας.
Τα «κόκκινα» δάνεια
Σύμφωνα με τα στοιχεία Σεπτεμβρίου 2019 το σύνολο των δανείων είναι περίπου 170 δισ. ευρώ και το σύνολο των μη-εξυπηρετούμενων δανείων περίπου 71 δισ. ευρώ. Το σύνολο των υφιστάμενων δανείων σε «Υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης» είναι περίπου 7,5 δισ. Ευρώ. Ο κλάδος των ξενοδοχείων και της εστίασης αναμένεται να δεχθεί ισχυρό πλήγμα. Μια ρεαλιστική εκτίμηση είναι ότι το 40-50% αυτών των δανείων μπορεί να σταματήσουν να αποπληρώνονται σύμφωνα με τις συμβατικές υποχρεώσεις και να αυξήσουν αντίστοιχα το απόθεμα μη-εξυπηρετούμενων δανείων. Αν η ύφεση περιοριστεί στο 5% τότε ο λόγος των ΜΕΔ θα αυξηθεί κατά 6 μονάδες περίπου (10 δισ. νέα ΜΕΔ), αλλά αν η ύφεση είναι 10% ο λόγος των ΜΕΔ θα αυξηθεί κατά 10 μονάδες (16,8 δισ. νέα ΜΕΔ).
Το νέο μοντέλο
Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σήμερα μια στρεβλή παραγωγική δομή με υπερβολική εξάρτηση από ένα μικρό αριθμό παραγωγικών κλάδων, κυρίως υπηρεσιών, με άξονα τον τουρισμό. Ταυτόχρονα τόσο η μεταποίηση όσο και ο πρωτογενής τομέας παρουσιάζουν σημαντική υστέρηση και συνεχή συρρίκνωση για πολλές δεκαετίες αποτέλεσμα της μακροοικονομικής πολιτικής που έκανε τα εμπορεύσιμα αγαθά μη ανταγωνιστικά τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική αγορά. Η κρίση λόγω της πανδημίας αποτελεί ευκαιρία. Διαφορετικά, η ελληνική οικονομία θα χάνει συνεχώς ανταγωνιστικότητα και επιπλέον δεν θα μπορεί να αξιοποιήσει τους πόρους που διατίθενται στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών.
Η βιομηχανία και η μεταποίηση γενικότερα πρέπει να αποτελέσουν τον πυρήνα αυτής της νέας κλαδικής στρατηγικής της χώρας μας. Ακόμα και ο πρωτογενής τομέας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη μεταποίηση γιατί δημιουργεί προστιθέμενη αξία στην πρωτογενή πρώτη ύλη. Η βιομηχανία τροφίμων και ποτών αποτελεί σχεδόν το 20% του συνόλου της ελληνικής βιομηχανίας και αν προστεθούν οι μονάδες μεταποίησης για τον καπνό και το βαμβάκι, το ποσοστό αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο. Χωρίς τη μεταποίηση που προσθέτει αξία στην πρώτη ύλη, τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα θα έχουν χαμηλές τιμές και ο αγροτικός τομέας χαμηλό εισόδημα.
Η παρούσα κρίση πιθανότατα θα οδηγήσει σε αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης αφού μεγάλος αριθμός παραγωγικών μονάδων ευρίσκεται στα όρια της επιβίωσης. Όμως, η Ελλάδα χρειάζεται μια ενεργητική πολιτική που θα οδηγήσει σε μεγέθυνση των οικονομικών μονάδων, την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ μονάδων στην αλυσίδα αξίας, την αύξηση των επενδύσεων και την προώθηση της τεχνολογικής τους αναβάθμισης. Μόνο μεγάλες παραγωγικές μονάδες, τεχνολογικά και οργανωτικά σύγχρονες, μπορούν να ανταγωνισθούν στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και να δημιουργήσουν σύγχρονες δομές, με πλήρη συμμόρφωση ταυτόχρονα στη φορολογική, εργατική και περιβαλλοντική νομοθεσία. Και αυτό δε μπορεί να γίνει χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Ο κίνδυνος για την Ευρώπη
Την ώρα που φουντώνουν οι διεργασίες για το Ταμείο Ανάκαμψης, η διαμάχη για τους όρους και πολύ περισσότερο για το είδος της βοήθειας- δάνεια ή επιδοτήσεις- αναδεικνύει τους κινδύνους που εγκυμονεί μια “υπερφόρτωση” των χωρών με ήδη υψηλό Χρέος.
Κατά τη μελέτη, θα καταλήξουμε με δύο «Ευρωζώνες»: μία με τριψήφια ποσοστά χρέους/ΑΕΠ (Ελλάδα 200%, Ιταλία 155%, Πορτογαλία 135%, Γαλλία 115%, Ισπανία 115%, Βέλγιο 115%) και μία άλλη με διψήφια ποσοστά χρέους/ΑΕΠ (Ολλανδία 60%, Ιρλανδία 65%, Γερμανία 70%, Φινλανδία 70%, Αυστρία 85%). Πέραν από το γεγονός ότι αυτό καθαυτό το διευρυνόμενο «ρήγμα χρέους» δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά για τη συνοχή της Ευρωζώνης, το αυξανόμενο χρέος του ευρωπαϊκού Νότου, εάν μάλιστα συνδυασθεί με χρονική επιμήκυνση της πανδημίας και, συνακόλουθα, της ύφεσης, επωάζει τον κίνδυνο κρατικών χρεοκοπιών και μιας κρίσης του ευρώ πολύ χειρότερη εκείνης της κρίσης του 2009.