Με ένα άρθρο που αποτελεί ύμνο για τη χώρα μας Βρετανός δημοσιογράφος της εφημερίδας Telegraph αναφέρεται στην Ελλάδα, την οποία ελπίζει ότι το Σεπτέμβριο θα επισκεφτεί.
Ο Όλιβερ Σμιθ επιλέγει την Ελλάδα ως πρώτη χώρα προορισμού μετά το τέλος των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας του κορωνοϊού.
Ο Όλιβερ Σμιθ, ο οποίος καταγράφει τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες εδώ και 35 χρόνια, αναφέρει ότι έχει να φύγει από τη χώρα του από τον περασμένο Αύγουστο, ενώ βρίσκεται σε απομόνωση στο σπίτι του από τις 9 Μαρτίου.
«Είχα εμφανίσει συμπτώματα κρυώματος. Απλή γρίπη ή Covid-19; Πιθανότητα δεν θα μάθω ποτέ».
Ο δημοσιογράφος είχε σχεδιάσει να ταξιδέψει στην Ελβετία και τη βόρειο Ιταλία, αλλά υπογραμμίζει ότι καθώς ουδείς γνωρίζει πότε θα επιτραπούν τα ταξίδια, ελπίζει τον Σεπτέμβριο να μπορέσει ένα ταξίδι. Και συγκεκριμένα στην Ελλάδα.
Μια χώρα που, όπως αναφέρει, είναι ένας ονειρικός προορισμός όπου οι Βρετανοί είναι πάντα ευπρόσδεκτοι με ανοιχτές αγκάλες, όπου ο ήλιος πάντα λάμπει και που δεν χρειάζονται πολλές ώρες στο αεροπλάνο.
«Αυτό που θέλω είναι η παρθένα ζωή του νησιού, το υπέροχο φαγητό και η διαμονή, οι ήσυχες παραλίες, οι βόλτες καταπράσινη ορεινή ηπειρωτική χώρα και η απόλυτη απομάκρυνση από τα άγχη της σύγχρονης ζωής».
Ανάμεσα στα στοιχεία που καθιστούν την Ελλάδα ως ιδανικό προορισμό, ο Βρετανός δημοσιογράφος αναφέρει το πλοίο.
Σύμφωνα με τον ίδιον, η διαδρομή με καράβι σε ένα γραφικό ελληνικό νησί συμβάλλει στο τελικό ιδανικό αποτέλεσμα και για αυτό προτείνει νησιά που δεν έχουν αεροπορική σύνδεση.
Η Σκόπελος και η Τήνος είναι δύο ιδανικοί προορισμοί. Στη Σκόπελο μπορεί κανείς να πάει αφού πρώτα προσγειωθεί στη γειτονική Σκιάθο, ενώ στην Τήνο αφού προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Μυκόνου.
Ένα νησί το οποίο αποκαλεί «παράδεισο για τους Instagrammers αλλά κόλαση για τους απλούς ταξιδιώτες». Για τη διαμονή ένα παραδοσιακό νησιώτικο οίκημα όπου μπορεί κανείς να περάσει τα βράδια του στη δροσερή αυλή βλέποντας τις βάρκες στο λιμάνι και απολαμβάνοντας το άρωμα του πεύκου στον αέρα και το βουητό των τζιτζίκων, ενώ οι μοναδικοί επισκέπτες θα είναι οι περαστικές γάτες.
Η ιδανική διαμονή για τον κ. Σμιθ είναι κοντά σε κάποιο νησιώτικο χωριό, χωρίς αυτοκίνητα, με δύο παρεκκλήσια και ένα καφενείο όπου άνδρες με γκρίζα μαλλιά παίζουν τάβλι. Ως μοναδικά αξιοθέατα, δεν προτείνει σύγχρονα μουσεία και εκθέσεις έργων τέχνης, αλλά απλά και λιτά μοναστήρια.
«Τα περισσότερα μοναστήρια στα νησιά διαθέτουν υπέροχες αυλές όπου μπορεί κάποιος να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα ενώ δίπλα θα υπάρχει και κάποιο παρεκκλήσι γεμάτο με εικόνες. Αν είστε τυχεροί, μπορείτε να βρεθείτε σε μοναστήρι που θα διαθέτει έναν μοναχό».
Οι ταβέρνες και οι παραλίες δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν από αυτό το άρθρο για την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της Telegraph, η ταβέρνα θα πρέπει να πληροί ορισμένα κριτήρια. Θα πρέπει να είναι οικογενειακή, να έχει αρκετές γάτες – μία από τις οποίες είναι συνήθως έγκυος. Το τραπέζι να καλύπτεται από ένα τεράστιο χάρτινο τραπεζομάντηλο που θα μένει στη θέση του καθώς θα το κρατάνε πλαστικά κλιπς. Η αλατιέρα θα πρέπει να έχει μέσα της ρύζι και το μενού να περιλαμβάνει απαραιτήτως τζατζίκι, ντολμάδες, τηγανητό κολοκύθι, σουβλάκι, κλέφτικο, στιφάδο, χωριάτικη σαλάτα, καλαμάρι και τυρόπιτα. Η ρίγανη θα βρίσκεται παντού.
Το κρασί θα πρέπει να είναι ανησυχητικά φτηνό, να σερβίρεται με το λίτρο και να βελτιώνεται κάθε φορά που δοκιμάζεις το φαγητό. Όσον αφορά στις παραλίες, ο Βρετανός δημοσιογράφος προτείνει τις πιο ερημικές, που περιτριγυρίζονται από βραχώδεις καταπράσινους όγκους και ενδεχομένως να διαθέτουν μια μικρή ταβέρνα που σερβίρει φρέσκο ψάρι και κρύα μπίρα. «Τι άλλο χρειάζεστε;», αναρωτιέται ο Βρετανός δημοσιογράφος.