Αύξηση 2,9% παρουσίασε η απασχόληση στο λιανεμπόριο τροφίμων και το 2017 με κύριο πυλώνα τα σουπερμάρκετ, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ).
Συγκεκριμένα το ΙΕΛΚΑ ολοκλήρωσε πρόσφατα ανάλυση της απασχόλησης στο λιανεμπόριο τροφίμων βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ και εμπειρική έρευνα σε εταιρείες του κλάδου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι το λιανεμπόριο τροφίμων εν μέσω της έντονης οικονομικής ύφεσης αποτελεί έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους της οικονομίας σε σχέση με τη διατήρηση και την αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα τη δεκαετία του 2010-2020.
Από την επεξεργασία των στοιχείων απασχόλησης που παρέχει σε τριμηνιαία βάση η ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι την εξαετία 2010-2017 το λιανεμπόριο τροφίμων παρουσιάζει αύξηση της απασχόλησης κατά 10,8%, σε αντίθεση με το σύνολο του λιανικού εμπορίου το οποίο παρουσιάζει μείωση 2,3% και συνολικά με την ελληνική οικονομία η οποία παρουσιάζει μείωση 14,4%, αναφέρει το newmoney.
Πρακτικά το λιανεμπόριο τροφίμων το 2017 απασχολούσε σχεδόν 20 χιλ. περισσότερους εργαζόμενους σε σχέση με το 2010 ξεπερνώντας τις 200 χιλ. άμεσα απασχολούμενους.
Συγκεκριμένα για το 2017 το λιανεμπόριο τροφίμων αύξησε την απασχόληση του 2,9% σε σχέση με το 2016, δηλαδή κατά 5,8 χιλ. εργαζομένους.
Συνολικά το λιανικό εμπόριο παρουσιάζει επίσης αυξητική τάση το 2017 με αύξηση κατά 2,3% σε σχέση με το 2016.
Εξαιτίας της αύξησης που παρουσιάζει την τελευταία εξαετία το λιανεμπόριο τροφίμων και της ταυτόχρονης μείωσης των άλλων εμπορικών κλάδων, πλέον η απασχόληση του λιανεμπορίου τροφίμων αντιπροσωπεύει σχεδόν το 30% συνολικά του λιανικού και χονδρικού εμπορίου, έχοντας σημαντικά μεγαλύτερες πωλήσεις από το λοιπό λιανεμπόριο.
Σημειώνεται ότι το λιανεμπόριο τροφίμων το 2017 αντιπροσωπεύει πάνω από το 5% στην συνολικής απασχόλησης στην Ελλάδα, ξεπερνώντας κλάδους όπως είναι οι κατασκευές, οι τράπεζες, οι μεταφορές και η υγεία.
Η αύξηση αυτή της απασχόλησης στο λιανεμπόριο τροφίμων είναι αποτέλεσμα αρκετών παραγόντων:
– Των εξαγορών και συγχωνεύσεων, οι οποίες οδήγησαν τις νέες μεγαλύτερες εταιρείες να προβούν σε προσλήψεις προσωπικού τις οποίες δεν ήταν εφικτό να κάνουν τα μικρότερα σχήματα. Παράλληλα στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αποχώρησης επιχειρήσεων από την αγορά, τα καταστήματα των εταιρειών δεν έκλεισαν, αλλά συνέχισαν να λειτουργούν υπό νέες διοικήσεις.
– Της ανάπτυξης νέων επιχειρήσεων στον κλάδο, είτε σε νέα κανάλια πώλησης όπως π.χ. τα ηλεκτρονικά σουπερμάρκετ, είτε σε εξειδικευμένα κανάλια όπως π.χ. delicatessen, εξειδικευμένα καταστήματα με ελληνικά προϊόντα, παραδοσιακά καταστήματα με τουριστικό χαρακτήρα κλπ.
-Τα ανεπτυγμένα δίκτυα προκαλούν επιπλέον νέες επενδύσεις στην οργάνωση, μηχανογράφηση και συντήρηση του δικτύου, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν νέες ανάγκες σε υψηλών προσόντων προσωπικού.
Το προσωπικό των καταστημάτων σουπερμάρκετ αποτελεί σήμερα το πιο «δυνατό» σημείο της αγοραστικής εμπειρίας, όπως δείχνουν και τα αποτελέσματα της ετήσιας έρευνας καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ. Συγκεκριμένα, οι καταναλωτές έχουν θετική γνώμη για την εξυπηρέτηση και βοήθεια που λαμβάνουν από το προσωπικό σε ποσοστό 84%.η εξυπηρέτηση από το προσωπικό αξιολογείται στα σχεδόν απόλυτα θετικά ποσοστά του 86%.
Παράλληλα το 70% του καταναλωτικού κοινού δηλώνει ότι έχει προσωπική επαφή με το προσωπικό των τμημάτων εξυπηρέτησης στα καταστήματα σουπερμάρκετ.
Σε σχέση με τα ποιοτικά στοιχεία της απασχόλησης στον κλάδο των σούπερ μάρκετ, επισημαίνεται ότι οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ προσφέρουν εργασία σε ομάδες του πληθυσμού που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην εύρεση εργασίας, όπως οι νέοι, οι ανειδίκευτοι εργάτες και οι γυναίκες.
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί η συμβολή του κλάδου στην αντιμετώπιση της ανεργίας στην επαρχία, εφόσον τα δίκτυα πωλήσεων των αλυσίδων δεν περιορίζονται στα αστικά κέντρα ή τις βιομηχανικές περιοχές της χώρας, αλλά καλύπτουν όλη την επικράτεια. Στο προσωπικό των αλυσίδων σούπερ μάρκετ υπερτερούν οι γυναίκες σε ποσοστά 65%-70%, ενώ περισσότερο από τα 2/3 των καταστημάτων των αλυσίδων δραστηριοποιούνται εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας.