Είναι ξεκάθαρο ότι οι φτωχοί Κινέζοι χρηματοδοτούν την κατανάλωση των πλουσιότερων από αυτούς Αμερικανών.
Παρακαλώ συγκρατείστε το παρακάτω νούμερο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΠαγκόσμιαςΤράπεζας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας καιΑναπτύξεως (ΌΟΣΑ), το παγκόσμιο συνολικό δημόσιο χρέος το 2018 ξεπέρασε τα 280 τρισεκατομ. δολάρια και φέτος οδεύει προς τα 290 τρισεκατομμύρια.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Πρόκειται για ποσόν αστρονομικό, το οποίο περιλαμβάνει τα φανερά και αφανή κρατικά χρέη και όχι τα αντίστοιχα ιδιωτικά.
Αν στο ποσόν αυτό προσθέσουμε τα ιδιωτικά χρέη, τότε τοπαγκόσμιο χρέος αντιπροσωπεύει 400 τρισεκατ. δολλάρια, από 190 τρισεκατ. που ήταν το 1999.
Δηλαδή, μέσα σε 18 χρόνια παρατηρήθηκε υπερδιπλασιασμόςτου παγκόσμιου χρέους, γεγονός που, όπως υποστηρίζει σε τελευταίο βιβλίο του ο Γάλλος οικονομολόγος Ζακ Ατταλί, μπορεί να οδηγήσει στην πλήρη οικονομική κατάρρευση της Δύσεως -με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την παγκόσμια ειρήνη.
Όσοι πιστεύουν ότι το σενάριο της δυτικής καταρρεύσεως είναι απίθανο, πλανώνται πλάνην οικτράν. Απλούστατα, ξεχνούν ότι, από το 1800 έως το 2012, υπήρξαν σε παγκόσμιο επίπεδο 250 στάσεις πληρωμών εξωτερικών χρεών και 68 στάσεις πληρωμών κρατικού χρέους.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χρηματοοικονομικές αυτοκρατορίες όπως η Βενετία, η Γένοβα και η Μαδρίτη κατέρρευσαν υπό το βάρος των δημοσίων χρεών τους, όχι χωρίς να προκαλέσουν αιματηρούς πολέμους.
Σήμερα, λοιπόν, η Δύση κάθεται πάνω σε μία ωρολογιακή βόμβα, δεδομένου ότι τα δημόσια χρέη των χωρών που την απαρτίζουν είναι «κακά» και όχι «καλά» χρέη.
Συγκεκριμένα, Ευρώπη και Αμερική αντιπροσώπευαν το 2018 το 45% της παγκόσμιαςπαραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και το 62% της παγκοσμίου καταναλώσεως.
Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι τα ποσοστά αυτά το 1999 ήσαν 50% και 52% αντιστοίχως, αυτό σημαίνει ότι οι δυτικές χώρες χάνουν ποσοστά συμμετοχής στην παγκόσμια αγορά προς όφελος των αναδυομένων χωρών (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία), αφού αυξάνουν την κατανάλωσή τους προφανώς με δανεικά. Τούτο σημαίνει ότι τα δυτικά κρατικά χρέη είναι καταναλωτικά, και άρα «κακά», και όχι παραγωγικά, ήτοι «καλά».
Στο πλαίσιο αυτής της πραγματικότητας, κανείς δεν γνωρίζει πότε οι αγορές θα αποφασίσουν να ανεβάσουν τα επιτόκια, με ό,τι συνεπάγεται μία παρόμοια πρωτοβουλία. Για παράδειγμα, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ πλησίασε τα 19 τρισεκατ. δολλάρια, ήτοι το 70% του ΑΕΠ και το 670% των αμερικανικών φορολογικών εσόδων.
Έτσι, φέτος, η Αμερική πρέπει να επαναχρηματοδοτήσει το 50% του χρέους της -που σημαίνει ότι πρέπει να προσελκύσει κεφάλαια από την Κίνα και άλλες αναδυόμενες χώρες.
Με άλλα λόγια, μία πλούσια χώρα στην ουσία εξαρτάται από τον δανεισμό των φτωχών Κινέζων, των οποίων το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι έξη φορές χαμηλότερο από το αντίστοιχο αμερικανικό.
Παρατηρείται, δηλαδή, το φαινόμενο το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα να χρηματοδοτεί την κατανάλωση των πλούσιων χωρών με την αποταμίευση των φτωχών χωρών, εισπράττοντας ταυτοχρόνως και τις απαραίτητεςπαχυλές προμήθειες.
Στην ουσία, η γηράσκουσα Δύση ζει από την εργασία των νέων στις αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες οι ηγεσίες τους, παρά την εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη, εμποδίζουν την κατανάλωση.
Από την άλλη μεριά, η αύξηση των δαπανών στις αναπτυγμένες χώρες δεν συνοδεύτηκε και από αντίστοιχη άνοδο των εσόδων, με αποτέλεσμα να παρατηρείται επιτάχυνση της ανόδου του δημοσίου χρέους.
Έτσι, στην παρούσα φάση οι αναπτυγμένες χώρες βρίσκονται -με κάποιες εξαιρέσεις- με την πλάτη στον τοίχο.
Πρέπει, αφ’ ενός, να βρουν πηγές χρηματοδοτήσεως των δαπανών τους και, αφ’ ετέρου, είναι ζωτική ανάγκη να αυξήσουν τα έσοδά τους. Και η αύξηση των τελευταίων μόνον με ανάπτυξη μπορεί να υλοποιηθεί.
Πώς, όμως, μπορούν οι πλούσιες χώρες να πετύχουν υψηλούς ρυθμούς αναπτύξεως την στιγμή που η συμμετοχή τους στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας μειώνεται προς όφελος των αναδυομένων χωρών;
Το ερώτημα αυτό, ειδικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί πραγματική σπαζοκεφαλιά.
Διότι, στην ευρωζώνη για παράδειγμα, δεν είναι δυνατές οι αποκαλούμενες ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, αλλά ούτε και πληθωρισμός μπορεί εύκολα να δημιουργηθεί.
Κατά συνέπεια, μία εκτίμηση που μπορούμε να κάνουμε είναι αυτή της αναδιαρθρώσεως εν καιρώ συνολικά του δημοσίου χρέους της ευρωζώνης -λύση η οποία μπορεί να μην συζητείται δημοσίως, ωστόσο δεν αποκλείεται στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες Ευρωπαίων ηγετών. Είναι δε και αντικείμενο αντιπαραθέσεων, ιδιαίτερα ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία για ευνόητους λόγους.