Επιτάχυνση ανάπτυξης στην Ελλάδα το 2018, στην περιοχή του 2,1%, εκτιμά το ΙΟΒΕ σύμφωνα με τις σημερινές εκτιμήσεις του, που παρουσιάστηκαν σε συνέντευξη τύπου. Η τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ προβλέπει συνέχιση της περυσινής ώθησης στην εγχώρια οικονομία από τις εξαγωγές (+7,0%) ενώ εκτιμά ελαφρώς μικρότερη την συμβολή των επενδύσεων στην αύξηση του ΑΕΠ (+16%), από επιτάχυνση ΠΔΕ, σε εξωστρεφείς τομείς (μεταποιητικούς, τουρισμό) και σε αποκρατικοποιήσεις – ιδιωτικοποιήσεις.
Το ΙΟΒΕ εκτιμά περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας το 2018, από νέα διεύρυνση της απασχόλησης στους εξωστρεφείς τομείς οι οποίοι συνέβαλαν και πέρυσι στην πτώση της. Επίσης μεγαλύτερη συμβολή στην απασχόληση από τον Κατασκευαστικό τομέα (ΠΔΕ, ιδιωτικοποιήσεις, νέες οικοδομές). Διεύρυνση της απασχόλησης, μόνιμης και προσωρινής, στο δημόσιο τομέα. Εκτιμά στην περιοχή του 20% την ανεργία το 2018, ίσως ελαφρώς χαμηλότερα, αναφέρει το in.gr.
Για το τραπεζικό σύστημα εκτιμά συνέχιση της σταδιακής αποκατάστασης εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα, με σημαντικές προκλήσεις να παραμένουν το 2018. Η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα παρέμεινε σε πτωτική τροχιά το 2017, αν και με φθίνοντα ρυθμό, τάση η οποία αναμένεται να συνεχιστεί φέτος, τουλάχιστον έως την ολοκλήρωση του stress test των τραπεζών και τη διαχείριση των αποτελεσμάτων του και την περαιτέρω πρόοδο στη διαχείριση των «κόκκινων δανείων».
Στις θετικές τάσεις που καταγράφηκαν πέρυσι και αναμένεται να συνεχιστούν το 2018, περιλαμβάνονται η σταδιακή αλλά σταθερή επιστροφή καταθέσεων, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καθώς και η ήπια περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, αναφέρεται.
Ο Πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος επισήμανε ότι «δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι συνθήκες και οι προοπτικές για την Ελληνική Οικονομία βελτιώνονται, κάτι που αποτυπώνεται στα στοιχεία του ΑΕΠ, αλλά και σε άλλους σημαντικούς δείκτες. Ωστόσο, η βελτίωση αυτή δεν συνιστά το οριστικό τέλος της κρίσης. Θα ήθελα να υπενθυμίσω τα σημαντικά δομικά προβλήματα της οικονομίας μας, τα οποία δεν έχουν αντιμετωπισθεί, και τον κίνδυνο οι θετικές εξελίξεις να παρερμηνευθούν και να οδηγήσουν στην εγκατάλειψη της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας».
Όπως ανέφερε επίσης κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας:
Το 2017 ολοκληρώθηκε θετικά όσον αφορά τη δημοσιονομική ισορροπία αλλά με χαμηλότερο από τον επιθυμητό ρυθμό μεγέθυνσης. Η ανάκαμψη στηρίζεται σε δύο κύριους λόγους. Σε αντίθεση με το παρελθόν υπάρχει πλέον συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για την ανάγκη να εφαρμοστούν τα προγράμματα και να αποφεύγονται διενέξεις με τους δανειστές και εταίρους. Η ισχυρή ανάπτυξη στο εξωτερικό περιβάλλον και ειδικά στην Ευρώπη, πλέον του αναμενόμενου, λειτουργεί ευεργετικά και τραβά την οικονομία προς τα πάνω.
Το 2018 θα είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό και κρίσιμο έτος. Στο βαθμό που δεν θα εκδηλωθούν σημαντικές εκπλήξεις, η ανάκαμψη της οικονομίας θα συνεχιστεί, και σχετικά θα ενδυναμωθεί, κατά τη νέα χρονιά. Η κεντρική εκτίμηση είναι ότι η μεγέθυνση σε πραγματικούς όρους λίγο κάτω από 1,5% την περασμένη χρονιά θα αυξηθεί σε λίγο πάνω από 2% για την τρέχουσα.
Η κεντρική αυτή πρόβλεψη, όμως, προϋποθέτει συστηματική, έστω και μικρή, βελτίωση του επενδυτικού κλίματος. Χωρίς ανάκαμψη των επενδύσεων, η οικονομία θα βρεθεί και πάλι σε οδυνηρή στασιμότητα.
Δεν μπορεί να υποτιμάται το γεγονός πως ο ρυθμός μεγέθυνσης για το περασμένο έτος ήταν μόνο στο μισό από τον στόχο που είχε τεθεί από την οικονομική πολιτική μέσω του προϋπολογισμού και του προγράμματος. Συνολικά, ακόμη και μια μεγέθυνση λίγο άνω του 2% στην τρέχουσα χρονιά θα υπολείπεται του επιπέδου που αφενός θα σηματοδοτούσε τη σημαντική άμβλυνση των κινδύνων για τους δυνητικούς επενδυτές και αφετέρου θα βελτίωνε αισθητά την κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων που σήμερα κινούνται οριακά. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών οικονομιών, η απόκλιση θα αυξάνεται αντί να μειώνεται.
Η αλλαγή στο εξωτερικό περιβάλλον κατά την περίοδο των ελληνικών προγραμμάτων δεν πρέπει να υποτιμάται. Η Ευρωζώνη δημιούργησε μηχανισμούς για να ελαχιστοποιήσει την επίπτωση των κρίσεων που προκύπτουν από οικονομικές και χρηματοπιστωτικές ανισορροπίες. Η Ευρώπη εμφανίζεται έτοιμη να εμβαθύνει την ολοκλήρωσή της, συμπεριλαμβανομένης της τραπεζικής και δημοσιονομικής ένωσης, ενώ η οικονομία προχωράει καλά, παρά την απόφαση για Brexit. Η παγκόσμια ανάπτυξη είναι ισχυρή, επιδεικνύοντας ίσως και υπερβολική διάθεση για ανάληψη κινδύνων και νέο δανεισμό.
Με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, δύσκολα βλέπει κανείς πώς θα το ακολουθήσει άλλο επίσημο πρόγραμμα, με την έννοια του νέου δανεισμού, κυρίως για πολιτικούς λόγους και παρά το γεγονός πως τα επιτόκια δανεισμού στις αγορές αναμένονται υψηλά. Ταυτόχρονα, οι κύριες υποχρεώσεις που συνεπάγονταν τα προγράμματα θα παραμένουν σε ισχύ.
Εφόσον η εποπτεία της ελληνικής οικονομίας από τους πιστωτές της θα συνεχιστεί, στο ορατό μέλλον, κατ’ ελάχιστον μέσω των μέτρων ρύθμισης του χρέους, το ζητούμενο θα πρέπει να είναι όχι το να αγνοηθεί ως περιορισμός αλλά να μετατραπεί σε εργαλείο για μείωση του κόστους χρηματοδότησης και ενίσχυση των ρυθμών ανάπτυξης.
Μετά το καλοκαίρι του 2015 και την επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, και μετά την έξοδο από τα προγράμματα των άλλων αδύναμων οικονομιών και με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης συνολικά στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα δεν λογαριάζεται ως συστημικά επικίνδυνη. Στασιμότητα στην Ελλάδα, ακόμη και επί μακρόν, δεν θα ήταν μη ανεκτή οικονομικά και μη αποδεκτή πολιτικά από το ευρωπαϊκό περιβάλλον. Το αν η οικονομία θα τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης θεωρείται πλέον ευθύνη μόνο της ίδιας της χώρας και το τι θα μπορεί να αποφασιστεί στο εξωτερικό, μικρή επίδραση μπορεί να έχει σχετικά. Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του τρίτου προγράμματος, θα πρέπει να δημιουργηθεί, όχι μόνο ένα «μαξιλάρι» στη δημόσια χρηματοδότηση, αλλά κυρίως ένα «μαξιλάρι» ανάπτυξης και αξιοπιστίας με επιτάχυνση των θεσμικών τομών.
Η επιτυχία της πορείας της οικονομίας θα εξαρτηθεί ευθέως και εμφατικά από τον ρυθμό προόδου στη μείωση των εμπορίων εισόδου, ιδίως όσων σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση, και στο άνοιγμα των αγορών για παραγωγή. Αν οι προ-κρίσης συνήθειες κυριαρχήσουν, τότε οι ρυθμοί ανάπτυξης θα παραμείνουν συστηματικά χαμηλότεροι από τους επιθυμητούς.
Ερωτηθείς σχετικά ο κ.Βέττας εκτίμησε ότι θα υπάρχει εποπτεία και μετά την λήξη του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018. Είναι φυσιολογικό να υπάρχει εποπτεία καθώς ως χώρα έχουμε μεγάλο χρέος σε τρίτες χώρες και πρέπει να υπάρχει εποπτεία που μπορεί να την χρησιμοποιήσουμε ως ένα «χαρτί» για μείωση του κόστους χρηματοδότησης όταν διαπιστώνεται πρόοδος από τους εταίρους.
Επισης η οποιαδήποτε διευθέτηση του χρεους προϋποθέτει ορισμένες αιρεσιμοτητες πρόσθεσε.