«Ξεφούσκωμα» της καταναλωτικής εμπιστοσύνης ύστερα από 7 μήνες ανάκαμψης και οριακή αύξηση της απαισιοδοξίας των ελληνικών νοικοκυριών για την οικονομική τους κατάσταση δείχνει η έρευνα οικονομικής συγκυρίας που πραγματοποίησε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) τον Φεβρουάριο. Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης υποχώρησε στις -33,3 μονάδες, από -28,3 μονάδες τον Ιανουάριο, ενώ το ποσοστό των νοικοκυριών που περιμένουν ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση των οικονομικών τους έφθασε το 45% από 43% τον Ιανουάριο. Μικρή βελτίωση αναμένει μόλις το 11%.
Παράλληλα, περιορίστηκε η πρόθεση για αγορές σημαντικής αξίας, με το 42% των καταναλωτών να εκφράζει πρόθεση για πολύ λιγότερες μείζονες αγορές, έναντι 39% τον Ιανουάριο, αναφέρει το newmoney.
Για άλλον ένα μήνα σταθερά υψηλό παρέμεινε το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν θεωρούν καθόλου πιθανή την αποταμίευση το επόμενο 12μηνο: διαμορφώθηκε στο 84% του συνόλου τον Φεβρουάριο, έναντι 85% τον πρώτο μήνα του έτους. Επίσης οι καταναλωτές που αναφέρουν ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα» ανήλθαν στο 63% τον Φεβρουάριο, μόλις μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα από τον προηγούμενο μήνα και ενώ τον Δεκέμβριο είχαν περιοριστεί στο 60% και τον Νοέμβριο στο 57%.
«Η τόνωση των προσδοκιών από έκτακτα επιδόματα και αναδρομικά που καταβλήθηκαν στο τέλος του 2018, αλλά και από τη μη περικοπή των συντάξεων, εξασθένησε», παρατηρούν οι αναλυτές του ΙΟΒΕ και προσθέτουν: «Επιπλέον, παρά την τρέχουσα προεκλογική περίοδο, κατά την οποία διαχρονικά βελτιώνονται οι προσδοκίες των νοικοκυριών από τις εξαγγελίες, δεν είναι εμφανής, έως τώρα, μια σημαντική ανοδική δυναμική σε τμήματα της οικονομίας φέτος, στην οποία να μπορούν να στηριχθούν οι προσδοκίες τους για αυτή».
Σύμφωνα με την έρευνα, αρκετά πιθανή θεωρεί την αποταμίευση τους επόμενους 12 μήνες μόνο το 11% των ερωτηθέντων και πολύ πιθανή το 3%. Οι καταναλωτές που δηλώνουν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ ήταν τον Φεβρουάριο 16% του συνόλου (από 15% τον Ιανουάριο). Στα επίπεδα του Δεκεμβρίου επέστρεψε το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι «έχουν χρεωθεί»: έφθασαν το 12% τον Φεβρουάριο, ενώ τον Ιανουάριο είχαν υποχωρήσει στο 10%. Επιπλέον, από το 63% των ερωτηθέντων που ανέφερε ότι τα βγάζει πέρα μετά βίας, το 10% (από 11% τον Ιανουάριο) έχει αναγκαστεί να καταφύγει στις αποταμιεύσεις του. Ο δείκτης της πρόθεσης για αποταμίευση τους προσεχείς 12 μήνες διαμορφώθηκε στις -69 μονάδες τον Φεβρουάριο.
Ισχνή μειοψηφία παραμένουν οι καταναλωτές που δηλώνουν πρόθεση για λίγο περισσότερες μείζονες αγορές (επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ.): αντιστοιχούν μόλις στο 5% του συνόλου. Η πλειοψηφία, και συγκεκριμένα το 42%, δηλώνει ότι οι προοπτικές για μείζονες αγορές θα είναι πολύ λιγότερες, το 37% σχεδόν αμετάβλητες και το 13% λίγο λιγότερες.
Η έρευνα δείχνει επίσης ότι τον Φεβρουάριο:
– Το 45% των ερωτηθέντων προβλέπει μικρή ή αισθητή άνοδο της ανεργίας. Το ποσοστό παραμένει σχεδόν αμετάβλητο τους τελευταίους πέντε μήνες. Μικρή μείωση της ανεργίας προβλέπει το 21% (έναντι 24% τον Ιανουάριο).
– Συνεχίστηκε η ανησυχία των νοικοκυριών για την αύξηση του πληθωρισμού. Άνοδο τιμών, με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό, προβλέπει το 39% (ποσοστό αμετάβλητο τους τελευταίους τρεις μήνες), ενώ σταθερότητα προβλέπει το 33% (από 35% τον Ιανουάριο).
– Το 48% προβλέπει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Σταθερότητα προβλέπει μόνο το 17%.
Το ΙΟΒΕ διαπιστώνει ακόμα ότι οι Έλληνες εξακολουθούν να είναι οι πιο απαισιόδοξοι καταναλωτές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τουλάχιστον, η απόσταση που τους χωρίζει από τους υπόλοιπους πεσιμιστές μειώθηκε. Την πεντάδα των απαισιόδοξων συμπληρώνουν οι Βούλγαροι (-26,6 μονάδες Φεβρουάριο από -26 τον Ιανουάριο), οι Ρουμάνοι (-14,3 από -14,8), οι Ιταλοί (-11,8 από 10,5) και οι Γάλλοι (-11,6 από -13,8).
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και ευρωζώνης οι μέσοι δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης βελτιώθηκαν ελαφρά τον δεύτερο μήνα του 2019 στις -7,2 μονάδες (από -7,8 τον Δεκέμβριο) και στις -7,4 (από -7,9) αντιστοίχως. Ανοδική τάση σημειώθηκε τον Φεβρουάριο σε 9 χώρες, ενώ θετικό πρόσημο διατηρούν 6 χώρες: η Τσεχία, η Δανία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Πολωνία και η Φινλανδία. Όπως διευκρινίζει το ΙΟΒΕ, η αλλαγή της σύνθεσης του δείκτη είχε ως αποτέλεσμα ορισμένες χώρες που είχαν σταθερά θετικό πρόσημο τα τελευταία χρόνια, όπως η Σουηδία, να έχουν πλέον αρνητικό πρόσημο και το αντίστροφο.