Η διαπίστωση του Προέδρου του ΙΟΒΕ, κ. Τάκη Αθανασόπουλου ότι «η έξοδος της χώρας μας από το μνημόνιο δεν σηματοδότησε τον τερματισμό της κρίσης ούτε βέβαια την επιστροφή μας στην κανονικότητα» βρίσκει την πλήρη δικαίωσή της από τα στοιχεία που περιλαμβάνει η τριμηνιαία έκθεση του Ινστιτούτου και παρουσιάστηκε σήμερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αμιγώς οικονομικές διαπιστώσεις και κινδύνους όπως το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο επενδύσεων, την ασθενική αναπτυξιακή δυναμική, ή τον κίνδυνο σταθεροποίησης του επιπέδου ανεργίας σε υπερβολικά υψηλό επίπεδο, η έκθεση επισημαίνει και έναν πολιτικό κίνδυνο από την έναρξη μιας μακράς προεκλογικής περιόδου που θα επιφέρει σοβαρά εμπόδια ανάκαμψης της οικονομίας, αναφέρει το newmoney.gr.
Συγκεκριμένα τα κύρια σημεία για την ελληνική οικονομία:
– Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επιβραδύνθηκε στο τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους, σε 1,6%, 0,6 και 0,5 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη από το προηγούμενο τρίμηνο και το ίδιο τρίμηνο πρόπερσι. Στο σύνολο του 2018 το ΑΕΠ ήταν 1,9% υψηλότερο από ότι ένα χρόνο νωρίτερα, μεταβολή πολύ κοντά σε εκείνη που είχε προβλέψει το ΙΟΒΕ από τον Οκτώβριο του 2017 (2,0%). Η ανάπτυξη πέρυσι προήλθε κυρίως από βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, λόγω διεύρυνσης των εξαγωγών (+8,8%) και αρκετά μικρότερης ανόδου των εισαγωγών (+2,0%). Οι εξαγωγές διαμορφώθηκαν σε νέο διαχρονικά μέγιστο επίπεδο, τόσο σε αξία (€64,9 δισεκ. σε σταθερές τιμές), όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ (34,2%). Ήπια διεύρυνση των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών (1,0%), ενώ αντιθέτως, περιορίστηκε η δημόσια κατανάλωση (-2,5%). Οι επενδύσεις ενισχύθηκαν οριακά, κατά 1,6%, αποκλειστικά όμως από τη διεύρυνση των αποθεμάτων, αφού ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου υποχώρησε κατά 12,0%.
– Ρυθμός ανάπτυξης το 2019 ίδιος ή ελαφρώς χαμηλότερος του 2018, από κλιμάκωση επενδυτικής δραστηριότητας (+8-11%) και ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,3%). Η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση θα εκδηλωθεί και στις εισαγωγές, αλλά ήπια (+5,0%), καθώς πολλές εκ των επενδύσεων θα αφορούν σε κατασκευαστικά έργα, με πρώτες ύλες εγχωρίως παραγόμενες. Υπό τα περιοριστικά μέτρα πολιτικής στο διεθνές εμπόριο και την ολοκλήρωση επέκτασης του Q-E, θα αποκλιμακωθεί η άνοδος των εξαγωγών (+5,5%).
– Υπέρβαση στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος Κρατικού Προϋπολογισμού στο πρώτο δίμηνο φέτος, κατά €1,01 δισεκ. Προήλθε κυρίως από την πραγματοποίηση λιγότερων «πιστώσεων υπό κατανομή» και, στην πλευρά των εσόδων, από μικρή υπέρβαση στα έσοδα από ΦΠΑ (+€140 εκατ.), όπως επίσης σε εκείνα από μεταβιβάσεις (+€127 εκατ.). Οι δαπάνες του διμήνου δεν έχουν επιβαρυνθεί με την καταβολή επιδομάτων η χορήγηση των οποίων άρχισε μετά το Φεβρουάριο (π.χ. οικογενειακό), ούτε έχουν αποτυπωθεί σε αυτές οι επιπτώσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία επηρεάζει περισσότερα από 20 επιδόματα.
– Περαιτέρω κάμψη της ανεργίας σε σχέση με ένα χρόνο πριν στο τελευταίο τρίμηνο του 2018, σε 18,7%, επίπεδο που είναι το χαμηλότερο σε αυτό το χρονικό διάστημα του έτους από το 2011. Κατά μέσο όρο πέρυσι το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε σε 19,3%, 2,2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από ότι πρόπερσι. Η εξασθένιση της ανεργίας πέρυσι κατά 112 χιλ. άτομα, προήλθε κυρίως από την αύξηση της απασχόλησης κατά 2,0% ή 75,4 χιλ. (67,3% της μείωσης του αριθμού των ανέργων) και δευτερευόντως από τον περιορισμό του εργατικού δυναμικού (-36,7 χιλ.). Οι περισσότερες από το 2017 θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν κυρίως σε κλάδους οι οποίοι στο παρελθόν δεν είχαν εμφανίσει έντονα ανοδική τάση στην απασχόλησή τους: στον Πρωτογενή τομέα, στην Υγεία και τον Τουρισμό. Το 2019 αναμένεται αύξηση της απασχόλησης στον Κατασκευαστικό τομέα, από επενδύσεις σε ιδιωτικοποιήσεις – παραχωρήσεις, αλλά και ανακαίνιση ή κατασκευή κατοικιών, περισσότερες θέσεις εργασίας στο Χονδρικό – λιανικό εμπόριο, λόγω της μεγαλύτερης ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθώς και στο δημόσιο τομέα, μέσω προγραμμάτων προσωρινής απασχόλησης. Υποχώρηση τόνωσης απασχόλησης από τον Τουρισμό. Ακολούθως, η πτώση της ανεργίας θα είναι ηπιότερη και θα διαμορφωθεί κοντά στο 18,0%.
– Ο ρυθμός μεταβολής τιμών το πρώτο τρίμηνο φέτος ήταν θετικός, 0,7%, από -0,1% την αντίστοιχη περίοδο του 2018 και 1,1% στο τελευταίο τρίμηνο πέρυσι. Ο πληθωρισμός οφείλεται στην ήπια ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης, καθώς η μεταβολή του γενικού δείκτη με σταθερούς φόρους και χωρίς τα ενεργειακά αγαθά το α΄ δίμηνο του τρέχοντος έτους διαμορφώθηκε σε 0,9%, έναντι οριακής ανόδου 0,2% το αντίστοιχο διάστημα του 2018. Καθώς δεν έχει μεταβληθεί η έμμεση φορολογία φέτος και η μέση τιμή του πετρελαίου θα είναι κατά μέσο όρο χαμηλότερη της περυσινής, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι η αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή θα προέλθει από την εγχώρια ζήτηση και θα είναι παραπλήσια με το 2018, 0,5% – 0,7%.
– Το τραπεζικό σύστημα καλείται να εφαρμόσει μια εμπροσθοβαρή στρατηγική μείωσης των ΜΕΔ με βάση τους αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους έως το 2021. Οι ποσοτικοί στόχοι μείωσης των ΜΕΔ έως και το 2018 επιτεύχθηκαν, ωστόσο απαιτείται επιτάχυνση και ποιοτικότερο μείγμα εργαλείων για την περαιτέρω μείωσή τους μέσα και από αύξηση των ρευστοποιήσεων και των εισπράξεων. Μεταξύ θετικών εξελίξεων, το νέο πλαίσιο προστασίας πρώτης κατοικίας στοχεύει να περιορίσει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, το επενδυτικό ενδιαφέρον προς τον χρηματοπιστωτικό κλάδο ανακάμπτει, ενώ οι τράπεζες εξάλειψαν πλήρως την εξάρτησή τους από τον ELA. Μεταξύ των προκλήσεων, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα που δεν ανακάμπτουν μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, ενώ συνεχίζεται για ένατη χρονιά η πιστωτική συρρίκνωση, με την πιστοδοτική ικανότητα των τραπεζών να αναμένεται να βελτιωθεί σταδιακά το 2019, ειδικά για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, προς τις οποίες καταγράφηκαν κάποια πρώτα σημάδια ανάκαμψης χρηματοδότησης, σε κλάδους όπως τουρισμός, γεωργία, ενέργεια, μεταφορές, ακίνητη περιουσία και ναυτιλία.
Νίκος Βέττας: Σημαντικοί λόγοι για προβληματισμό και εγρήγορση
Από την πλευρά του ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας συνόψισε τα στοιχεία και τις προτάσεις του Ινστιτούτου αναφέροντας:
Ο ρυθμός πραγματικής μεγέθυνσης για το τρέχον έτος αναμένεται στην περιοχή του 2%, παρόμοιος με του προηγούμενου έτους.
Οι εξαγωγές καταγράφουν ισχυρή δυναμική, η οποία εξαρτάται από τη διεθνή συγκυρία που εξακολουθεί να είναι ευνοϊκή, αλλά εκφράζει και τη στροφή κλάδων και επιχειρήσεων προς τις εξαγωγές, που συντελέστηκε σταδιακά κατά την τελευταία δεκαετία.
Αν και με καθυστέρηση και αργούς ρυθμούς, γίνονται βήματα για την ανάκτηση της πρόσβασης της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και τη σταδιακή εξομάλυνση της χρηματοδότησής της, εξέλιξη που θα διευκολύνει και τη μεσοπρόθεσμη πορεία του τραπεζικού συστήματος.
Υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για προβληματισμό και εγρήγορση, κυρίως λόγω του ιδιαίτερα χαμηλού επιπέδου επενδύσεων. Η ενίσχυση των επενδύσεων είναι σύμφυτη με την περαιτέρω στροφή της παραγωγικού υποδείγματος της χώρας προς εξαγωγές και καινοτομία.
Προβληματισμό προκαλεί και το επίπεδο και η δυναμική της ανεργίας για την οποία υπάρχει κίνδυνος σταθεροποίησης σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα μεσοπρόθεσμα. Στην ελληνική οικονομία υπάρχουν διαχρονικά ιδιαίτερα χαμηλά συμμετοχής στο δυναμικό εργασίας που αν δεν ανέλθουν σταδιακά, θα υπονομεύουν τους ρυθμούς μεγέθυνσης.
Η ελληνική οικονομία εξέρχεται από τη σχεδόν δεκαετή ύφεση, μέσα από την ολοκλήρωση τριών προγραμμάτων και έχοντας διορθώσει σε μεγάλο βαθμό τις ανισορροπίες στα δίδυμα ελλείμματα, το δημοσιονομικό και του ισοζυγίου πληρωμών. Όμως βρίσκεται σε μια ευάλωτη ισορροπία και με ασθενή αναπτυξιακή δυναμική, γιατί η προσαρμογή έγινε κυρίως μέσω της ύφεσης.
Υπάρχει ένα ευρύ σύνολο επιπλοκών που σχετίζονται με την άρνηση ή την αδυναμία να προχωρήσει ο δομικός μετασχηματισμός της οικονομίας. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα επόμενα χρόνια, που προφανώς σχετίζεται και με τη διαδικασία διαμόρφωσης και εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής.
Αν η ελληνική οικονομία δεν απελευθερώσει και κινητοποιήσει ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις μέσα από κατάλληλες διαθρωτικές τομές θα υπάρξει γρήγορα επιστροφή στην ύφεση, η οποία με τη σειρά της θα υπονομεύσει και την εξυπηρέτηση του χρέους στα επόμενα χρόνια.
Αποτελεί επείγουσα ανάγκη να μην χαθεί σχετικός χρόνος και ευκαιρίες προεκλογικά και να δρομολογηθεί η εφαρμογή ενός αποτελεσματικού σχεδίου τομών, με αναπτυξιακό πρόσημο, μετεκλογικά.
Στο σύστημα συντάξεων, υπάρχουν συνολικά στρεβλά και ασθενή κίνητρα για την εργασία επιβαρύνοντας την υπέρμετρα με εισφορές που δεν έχουν ανταποδοτικότητα και δεν δημιουργεί αποθεματικά προς επένδυση. Είναι αναγκαίο να υπάρξουν τομές άμεσα με ουσιαστική ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων του.
Στο φορολογικό, μια μεταρρυθμιστική τομή πρέπει να συνδυάζει ένα απλούστερο σύστημα φορολογίας εισοδήματος, με ευρύτερη βάση και χαμηλότερους συντελεστές, σε συνδυασμό με εξορθολογισμό των υπερβολικών επιβαρύνσεων στην ακίνητη περιουσία. Η δυνατότητα μεγάλης αύξησης τον εσόδων ΦΠΑ και φόρου εισοδήματος μέσω στοχευμένων κινήτρων για ενίσχυση των ηλεκτρονικών πληρωμών πρέπει να αποτελέσει κρίσιμο συστατικό του μείγματος της φορολογικής πολιτικής.
Στο εκπαιδευτικό σύστημα, οι δημογραφικές εξελίξεις στη χώρα, όπως και οι τεχνολογικές εξελίξεις διεθνώς, καθιστούν τη μεταρρύθμιση του συστήματος απόλυτη προτεραιότητα και την καλύτερη διασύνδεσή του με την οικονομία.
Είναι κρίσιμης σημασίας οι ρυθμοί πραγματικής μεγέθυνσης της οικονομίας να κινηθούν κατά την επόμενη πενταετία σε υψηλό επίπεδο που να υπερβαίνει συστηματικά το 2%, έτσι ώστε να διευκολύνεται η διαχείριση των ιδιωτικών και δημόσιων χρεών και να δρομολογείται σύγκλιση με άλλες οικονομίες της ευρωζώνης.
Εξίσου σημαντικό όμως είναι να τεθούν οι βάσεις για αύξηση των ρυθμών μεγέθυνσης μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα πάνω από το προβλεπόμενο επίπεδο της περιοχής του 1%, εξέλιξη που προϋποθέτει αύξηση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων στην οικονομία.
Μετά την σχεδόν δεκαετή κρίση, σημαντικό τμήμα των νοικοκυριών δεν έχει πρόσβαση σε θέσεις εργασίας υψηλής αξίας αλλά ούτε και σε υπηρεσίας υγείας και εκπαίδευσης υψηλής ποιότητας με αποτέλεσμα ο κίνδυνος παγίδευσής τους σε χαμηλή ευημερία να είναι μεγάλος.
Οι αποφάσεις που θα ληφθούν τους επόμενους μήνες, καθώς θα διαμορφώνεται πιο καθαρά το πώς θα κινηθεί η ελληνική οικονομία εκτός των προγραμμάτων, θα έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και για τη διαμόρφωση της πορείας της μεσοπρόθεσμα.
Ο Πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος σημείωσε: «Η έξοδος της χώρας μας από το μνημόνιο δεν σηματοδότησε τον τερματισμό της κρίσης ούτε βέβαια την επιστροφή μας στην κανονικότητα όπως την γνωρίζαμε στην περίοδο πριν την κρίση. Ο χρονισμός της εξόδου βρήκε τη χώρα μας βαθύτατα τραυματισμένη και αποπροσανατολισμένη από τη μεγάλη καταστροφή αξίας, με τη μείωση του εθνικού εισοδήματος κατά 25%, με την φυγή μισού εκατομμυρίου από τους πλέον ενεργούς Έλληνες πολίτες, επιφέροντας σοβαρότατο πλήγμα και στο δημογραφικό της ισοζύγιο. Επιπλέον, η έναρξη μιας μακράς προεκλογικής περιόδου θα επιφέρει σοβαρά εμπόδια ανάκαμψης της οικονομίας, χαλαρώνοντας περαιτέρω τη συνοχή της κοινωνίας και εντείνοντας την αδυναμία μας να κάνουμε διάλογο που οδηγεί σε συναίνεση.
Η επιλογή από όλα τα πολιτικά κόμματα να εντάξουν ως κεντρικό θέμα στο προεκλογικό τους πρόγραμμα τις 17 προτεραιότητες των Ηνωμένων Εθνών για βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς και τις προσπάθειες που πρέπει να αναληφθούν για την υλοποίησή τους τη δεκαετία 2021-2030, θα συνέβαλε στην συλλογική και συνεκτική συμμετοχή μας ως χώρα στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων της ανθρωπότητας και θα αποτελούσε για την κοινωνία και την πολιτισμική μας ταυτότητα μεγάλη ευκαιρία ουσιαστικού διαλόγου, επαναπροσδιορισμού και ανασύνταξης.