Κάτω του 1,5%, στην περιοχή του 1,3% θα κινηθεί σε πραγματικούς όρους ο ρυθμός ανάπτυξης το 2017, σύμφωνα με τις τριμηνιαίες εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ που παρουσίασε ο γενικός διευθυντής του καθηγητής Νικόλαος Βέττας.
Όπως σημειώνει η έκθεση σημαντικότερη συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ είναι αυτή των εξαγωγών, αγαθών και υπηρεσιών, λόγω του ευνοϊκού διεθνούς περιβάλλοντος και της βελτίωσης της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Για άλλο ένα έτος, αναιμική είναι η συμβολή των επενδύσεων (κυρίως από μεταβολές στα αποθέματα, όχι σε πάγια), αναφέρει το protothema.
Για το 2018 η εκτίμηση για ρυθμό ανάπτυξης είναι σύμφωνα πάντα με το ΙΟΒΕ 2% ενδεχομένως και ελαφρά μεγαλύτερη. Βασικός ωθητικός παράγοντας αναμένεται να είναι νέα διεύρυνση των εξαγωγών (+7,0%). Έπονται σε συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ οι επενδύσεις (+12-15%), από επιτάχυνση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), σε εξωστρεφείς τομείς (μεταποιητικούς, τουρισμό) και σε αποκρατικοποιήσεις. Ακολουθεί η κατανάλωση των νοικοκυριών, λόγω κάμψης ανεργίας, λιγότερων νέων δημοσιονομικών μέτρων.
Οπως ανέφερε ο κ. Βέττας καθώς εξελίσσεται η εφαρμογή του προγράμματος, η αβεβαιότητα μειώνεται και η οικονομία επιστρέφει γενικά στις συνθήκες του 2014.
Επισήμανε επίσης ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, δεν διαφαίνεται πως θα υπάρξει πρόβλημα δημοσιονομικό κατά το τρέχον έτος, για το επόμενο όμως έτος οι στόχοι που τίθενται είναι φιλόδοξοι.
Ειδικότερα, στην έκθεση αναφέρονται τα εξής: «Όσο όμως ευπρόσδεκτη είναι η καταγραφή θετικών ρυθμών ανάπτυξης, άλλο τόσο ανησυχητικό είναι ότι αυτοί είναι χαμηλοί και μάλιστα δεδομένης της ευνοϊκής συγκυρίας. Είναι σημαντικό όχι μόνο πώς την τελευταία διετία υπήρξε μακροοικονομικά πλήρης στασιμότητα αλλά και πως ο ρυθμός ανάπτυξης για το τρέχον έτος κυμαίνεται περίπου στο μισό από αυτό που είχε θέσει αρχικά ως στόχο η οικονομική πολιτική μέσω του προϋπολογισμού και του προγράμματος προσαρμογής. Επίσης ιδιαίτερα κρίσιμο είναι πως ο ρυθμός ανάπτυξης στη χώρα υπολείπεται από αυτόν των ευρωπαίων εταίρων, με την απόκλιση των οικονομιών να διευρύνεται αντί να μειώνεται. Στην ίδια κατεύθυνση σκέψης, είναι αμφίβολο εάν η δομή της οικονομίας έχει αλλάξει επαρκώς ώστε να δικαιολογείται αισιοδοξία για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα δεδομένου και ότι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση θα είναι περιορισμένη. Συνολικά, η τρέχουσα ανάπτυξη που καταγράφεται στην τρέχουσα περίοδο, δεν σηματοδοτεί έξοδο από την κρίση και έναρξη ενός ενάρετου κύκλου, παρά μόνο υπό όρους».
Ο κ. Βέττας έκρουσε καμπανάκι κινδύνου δηλώνοντας: «Ο ρυθμός ανάπτυξης που καταγράφεται αποτελεί σαφώς θετική εξέλιξη, όμως είναι περίπου στο ήμισυ του ρυθμού που είχε τεθεί ως στόχος. Σε σύγκριση με το μέσο όρο των ευρωπαϊκών οικονομιών, η απόκλιση αυξάνεται αντί να μειώνεται. Το κέντρο του προβλήματος συνδέεται άμεσα με την ιδιαίτερα ασθενή δυναμική των επενδύσεων.
Η οικονομία έχει δυναμική ανάπτυξης που αναμένεται μάλιστα να ενισχυθεί στο επόμενο έτος. Όμως, εάν η ελληνική οικονομία επιχειρήσει να εξέλθει από την κρίση και από τα προγράμματα προσαρμογής χωρίς να υποστηριχθούν οι ουσιώδεις δομικές αλλαγές που ακόμα εκκρεμούν, η ανάκαμψη θα είναι βραχύβια και εύθραυστη. Στην καλύτερη περίπτωση, η οικονομία θα βρεθεί στην ίδια τροχιά από πλευράς ανταγωνιστικότητας που υπήρχε πριν την κρίση αλλά, πλέον, χωρίς πρόσβαση σε άνετη χρηματοδότηση».
Σύμφωνα με τον ίδιο μια πορεία προς υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, προϋποθέτει πρόοδο σε δυο μέτωπα: «Πρώτον, να μειωθεί η αβεβαιότητα βραχυχρόνια, όπως αυτή σχετίζεται άμεσα με την ομαλή και έγκαιρη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος. Δεύτερον, να υπάρχει πραγματική πρόοδος σε συγκεκριμένη κατεύθυνση: τη διαφανή και αξιόπιστη λειτουργία των θεσμών, συνθήκη και για μια πραγματικά ανοικτή οικονομία».
Ο κ. Βέττας τόνισε επίσης πως «η διόρθωση σημαντικών αστοχιών που υπάρχουν στο φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα, η αντιμετώπιση των προβλημάτων από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και η υποστήριξη τομών για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στη δημόσια διοίκηση είναι οι επείγουσες προτεραιότητες ώστε οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης να μην αποτελέσουν απλώς βραχύβιο διάλειμμα στην κρίση».
Απ’ την πλευρά του ο Πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος σημείωσε: «Πράγματι η οικονομία μας εμφανίζει στοιχεία βελτίωσης ωστόσο ο ρυθμός παραμένει χαμηλότερος του αναγκαίου ώστε η χώρα, να αφήσει οριστικά πίσω της την κρίση. Δεν εκμεταλλευόμαστε επαρκώς την θετική διεθνή οικονομική συγκυρία. Στο ΙΟΒΕ έχουμε πολλές φορές επισημάνει την απόλυτη ανάγκη για μεγάλου εύρους θεσμικών παρεμβάσεων με στόχο την αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης, της ποιότητας της δικαιοσύνης, της παιδείας, την προσέλκυση επενδύσεων και γενικότερα την προσαρμογή της οικονομίας μας στις σύγχρονες διεθνείς απαιτήσεις ώστε να καλυφθεί το χαμένο έδαφος των τελευταίων ετών και να ανακτηθούν οι απώλειες που προσεγγίζουν το 25% της οικονομίας. Θα το επιτύχουμε αυτό όταν ο διάλογος επικεντρωθεί στο αναγκαίο μεταρρυθμιστικό έργο. Μόνο με εποικοδομητικό διάλογο και μεταρρυθμίσεις θα μπορέσουμε σύντομα να επανέλθουμε στα προ κρίσης επίπεδα».