Οι αμοιβές των εργαζόμενων μειώθηκαν δραματικά αλλά οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα παρά την εσωτερική υποτίμηση που συντελέστηκε την εξαετία 2010-2016 . Την ίδια ώρα το κόστος εργασίας που κατά πολλούς (και τους δανειστές) ήταν υπεύθυνο για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της χώρας παρότι μειώθηκε δεν έφερε τα πολυπόθητα αποτελέσματα.
Σε αυτές τις διαπιστώσεις κατέληξε μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ στην οποία επισημαίνεται ότι οι μειώσεις μισθών, οι απολύσεις, τα λουκέτα και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν ωφέλησαν την οικονομία αλλά τις τσέπες των επιχειρηματιών ,αυξάνοντας τα κέρδη τους.
Η μείωση του κόστους εργασίας και η επίπτωση που είχε στη διαμόρφωση των τιμών δεν ήταν ίδια σε όλους τους κλάδους. Συγκεκριμένα:
– Στις οικοδομές-κατασκευές η μείωση ανήλθε στο 1/4 της αρχικής τιμής. Η αντίστοιχη μείωση στον τομέα των υπηρεσιών περιορίστηκε σε περίπου 10%.
– Στη μεταποίηση, η πτώση του δείκτη τιμών δεν υπερέβη το 3%, ενώ η μείωση του κόστους εργασίας ανήλθε σε 37,5%. Στην ευρύτερη βιομηχανία ο δείκτης τιμών αυξήθηκε κατά 4,2% έναντι μείωσης 29,1% του κόστους εργασίας.
Η μελέτη συμπεραίνει ότι αντί του προβλεπόμενου ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού, υπήρξε αύξηση των περιθωρίων κέρδους τα οποία μάλιστα δεν διατέθηκαν για επενδύσεις. Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης απέτυχε ιδιαίτερα στη μεταποιητική βιομηχανία, δηλαδή εκεί όπου παρουσιάστηκαν οι μεγαλύτερες μειώσεις του κόστους εργασίας. Η θεαματική μείωση κατά 37,5% οφείλεται στη μείωση κατά 21,8% της μέσης τρέχουσας αμοιβής εργασίας αλλά και στην αύξηση της παραγωγικότητας κατά 25,1%, η οποία στην πραγματικότητα προήλθε από μείωση της απασχόλησης : Ο αριθμός των μισθωτών στην μεταποιητική βιομηχανία περιορίστηκε κατά 70.000 μεταξύ 2010 και 2016, ενώ ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων δηλαδή των «μικρών»εργοδοτών κατά περίπου 40.000. Αυτό σημαίνει πως έκλεισαν μικρές επιχειρήσεις ή τμήματα μεγάλων επιχειρήσεων με συγχωνεύσεις και άλλες αναδιαρθρώσεις…
Στον αντίποδα, το μέσο περιθώριο κέρδους στη μεταποιητική βιομηχανία αυξήθηκε κατά 56% την εξαετία της κρίσης, ενώ παρέμεινε αμετάβλητο στον τομέα των υπηρεσιών και μειώθηκε στον τομέα των οικοδομών.
Δηλαδή η μεταποιητική βιομηχανία δεν επεδίωξε αύξηση των πωλήσεων και διεύρυνση των μεριδίων στις αγορές μέσω μείωσης των τιμών, αλλά αύξηση της κερδοφορίας της, την οποία μάλιστα δεν μετέτρεψε σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Ενώ η κερδοφορία παρουσίασε αλματώδη αύξηση, οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ήταν αρνητικές από το 2012 έως το 2015, που σημαίνει ότι συρρικνώθηκε το παραγωγικό δυναμικό της μεταποίησης.
Όπως τονίζουν οι ερευνητές του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ «η ύφεση που προκλήθηκε από την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης ήταν κατά πολύ βαθύτερη και πολύ μεγαλύτερη σε διάρκεια από όσο είχε αρχικά προβλεφθεί».
Τέλος, η μελέτη «βλέπει» και μια θετική πτυχή ότι ο κύκλος της αποεπένδυσης φαίνεται ότι έληξε το 2016, αν και η βελτίωση δεν είναι ακόμα «ορατή».