Το ασφαλιστικό είναι ένα από τα πιο κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας. Έχει όμως και τεράστια ψυχολογική σημασία, σε μια γηράσκουσα Ελλάδα, η οποία όπως προκύπτει από σοβαρές έρευνες αλλοδαπών και εγχώριων οργανωτών ερευνών και μελετών, δυσκολεύεται και να παρακολουθήσει και τα όσα συμβαίνουν σε περιοχές άλλες από τον μικρόκοσμο της.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Η χώρα γυρίζει την πλάτη στο μέλλον, τονίζουν οι περισσότεροι ερευνητές κοινής γνώμης, επισημαίνοντας την απάθεια …του κοινού απέναντι σε ουσιαστικά προβλήματα του σήμερα και του αύριο.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι στην ελληνική περίπτωση το εγχώριο πελατειακό πολιτικό σύστημα έχει προκαλέσει και σοβαρή πνευματική ζημιά στη χώρα, σε μια προσπάθεια να έχει απέναντι του άβουλους και άκριτους πολίτες. Αυτούς ακριβώς που χρησιμοποιεί για να διαιωνίζεται.
Δυστυχώς όμως, στην προσπάθειά του να παραμένει ως έχει, το σύστημα αυτό παύει να λειτουργεί ορθολογικά γιατί στους κόλπους του αναπτύσσονται συντεχνιακές ομάδες που το εκβιάζουν και τελικά το οδηγούν στον παραλογισμό. Αυτές ακριβώς οι ομάδες είναι και η πιο μεγάλη αιτία της χρεωκοπίας της χώρας, σήμερα δε προετοιμάζουν και την αυριανή συντριβή της. Οι συντεχνίες εξάλλου έπαιξαν πρώτο ρόλο και στη διάλυση του ασφαλιστικού μας συστήματος κάνοντας αδύνατη την όποιαν μεταρρύθμισή του.
Ένας χυδαίος δήθεν συνδικαλισμός, συνεπικουρούμενος και από άφρονες πολιτικές παρατάξεις, κατάφερε τα 20 τελευταία χρόνια να υπονομεύσει πλήρως το σαθρό ασφαλιστικό σύστημα,στέλνοντας στα τάρταρα και το πλέγμα της δημόσιας υγείας.
Την ίδια στιγμή, το πολιτικό σύστημα και ιδιαίτερα η σημερινή κυβέρνηση, για λόγους ιδεοληψίας και πολιτικού καιροσκοπισμού επιδίδονται σ΄ ένα όργιο υπερφορολόγησης της μεσαίας τάξης αγνοώντας επιδεικτικά ότι η σωτηρία της οικονομίας μας εξαρτάται από το δίπολο επενδύσεις/παραγωγή.
Με πιο απλά λόγια καμιά έξοδος από την κρίση … δεν θα υπάρξει αν στη χώρα δεν κινητοποιηθούν στο έπακρο οι παραγωγικοί της μηχανισμοί. Χωρίς την πλήρη λειτουργία των τελευταίων είναι περιττόν να μιλάμε για ύπαρξη και επιβίωση… αύριο, του ασφαλιστικού συστήματος.
Όπως πολύ σωστά έγραψε σε τελευταίο του άρθρο ο έγκριτος συνάδελφος Γ. Παπαδόπουλος – Τετράδης, «οι συντάξεις πληρώνονται με βάση την ικανότητα του κρατικού ταμείου να εισπράττει αντίστοιχες εισφορές από τους ασφαλισμένους και όταν οι τελευταίοι δεν επαρκούν ο κρατικός προϋπολογισμός συμπληρώνει το τυχόν έλλειμμα.
Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι τα 16 τελευταία χρόνια, ο ελληνικός προϋπολογισμόςπριμοδοτεί το ασφαλιστικό σύστημα με πάνω από 230 δισ. ευρώ ανοίγοντας την πόρτα έτσι και στη χρεωκοπία της χώρας.
Γίνεται αυτονόητο έτσι, σε όσους διαθέτουν ίχνη ορθολογικής σκέψης, ότι οι συντάξεις εξαρτούν την ύπαρξή τους από το πλήθος εκείνων που εργάζονται. Σήμερα και εδώ και καιρό – η αναλογία συνταξιούχων και εργαζόμενων είναι σχεδόν 1 για κάθε 1,5. Δηλαδή αναλογούν δύο
συνταξιούχοι σε κάθε τρεις εργαζόμενους. Περίπου 3,5 εκατ. εργαζόμενοι πρέπει να ζήσουν περίπου 2 εκατ. συνταξιούχους με τις εισφορές τους.
Από μόνη της, η σχέση αυτή, σήμερα κάνει το ασφαλιστικό μας σύστημα μη βιώσιμο, γεγονός που ελάχιστα απασχολεί κάποιους που ζητούν να συνταξιοδοτούνται από τα 55 χρόνια τους.
Ας μην μας διαφεύγει επίσης, όπως επισημαίνει και ο Γ. Παπαδόπουλος-Τετράδης, ότι μετά το 2012, τα …ημέτερα… συνταξιοδοτικά ταμεία είναι απολύτως ελλειμματικά εξ αιτίας του PSI, που εξανέμισε τις περιουσίες τους, οι οποίες ήταν είτε σε ομόλογα του δημοσίου είτε σε τραπεζικές μετοχές, που κουρεύτηκαν ή απαξιώθηκαν. Επομένως σχεδόν χωρίς αποθεματικά, εξαρτώνται από τις τρέχουσες εισφορές.
Συμβαίνει όμως, ένας μεγάλος αριθμός εργοδοτών και επαγγελματιών να μην πληρώνει τις εισφορές είτε από μπαταχτσίδικη νοοτροπία, είτε επειδή αδυνατούν λόγω της φορομπηχτικής πολιτικής της κυβέρνησης, είτε λόγω της αδυναμίας του οικονομικού συστήματος να τις χρηματοδοτήσει για να αναπτυχθούν.
Από την άλλη πλευρά, οι δημόσιοι υπάλληλοι μέχρι τα τέλη του 1990 δεν πλήρωναν εισφορές και συνταξιοδοτούνται από τις εισφορές των μετέπειτα εργαζόμενων και από τα έσοδα του προϋπολογισμού. Δηλαδή, από τους φόρους μας. Επίσης, ένα 25% των συνταξιούχων, κυρίως του δημοσίου και των ΔΕΚΟ, είναι κάτω από 58 ετών και είναι και ρεκόρ στην Ευρώπη.
Οι συντάξεις αντλούν σήμερα περίπου 28 δις από τον προϋπολογισμό. Η συνέχιση της πληρωμής τους σ΄ αυτό το ύψος εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες. Από την απόκτηση παραπάνω εισοδήματος
από τους εργαζόμενους και από την είσοδο περισσότερου χρήματος στα δημόσια ταμεία. Αυτό το δεύτερο προϋποθέτει δύο παράγοντες: πιο ανοιχτοχέρηδες ή πλουσιότερους εργοδότες και μεγαλύτερες, περισσότερες επενδύσεις.
Οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας για το 2018 είναι 2,9 δισ. και για το 2019 13,6 δισ. επίσης, 5 δισ. θα κοστίσει η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Το κράτος χρεωστάει, επίσης, σε ιδιώτες 3 δισ. μέχρι στιγμής, χωρίς να υπολογίσουμε πόσα θα απαιτηθούν για να πληρωθούν τα αναδρομικά των συνταξιούχων που έχουν δικαιωθεί από το ΣτΕ. Μια τρύπα περίπου 2,5 υπολογίζεται στις υποχρεώσεις των συνταδιοτικών ταμείων. Σύνολο περίπου 28 δισ. σε υποχρεώσεις άμεσες.
Η χώρα δεν έχει πρόσβαση στις αγορές για άντληση χρήματος και οι Ευρωπαίοι είναι αρνητικοί σε 4η χρηματοδότηση. Επομένως, αν παραστεί ανάγκη δανεισμού από εκτροχιασμό, ηΕυρώπη με μεγάλη χαρά θα παραπέμψει τη χώρα στο ΔΝΤ και στους σκληρούς κανόνες του. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση έχει αρνηθεί τη χαμηλότοκη δανειοδότηση από την ESMπροκειμένου να πουλάει το παραμύθι της καθαρής εξόδου.
Οι δανειστές αδιαφορούν πλήρως αν η χώρα θα έχει να πληρώνει τις συντάξεις ή όχι. Εκείνο που τους νοιάζει είναι να υπάρχει πλεόνασμα 3,5% για παίρνουν πίσω τα δανεικά τους. Αν δεν ικανοποιούνται οι όροι τους μπορούν με ένα Eurogroup να επιβάλουν όποιους νέους θέλουν, με νέα μέτρα. Όποιες περικοπές θέλουν. Τα ελληνικά ομόλογα για να αντλήσει η χώρα κεφάλαια, είναι απαγορευτικά.
Το υπερπλεόνασμα, από το οποίο σώζονται μόνο οι παλιές συντάξεις από το κόψιμο το 2019 (επαναλαμβάνω), οφείλεται στην υπερφορολόγηση, στην περικοπή των δημόσιων έργων και στην άρνηση πληρωμής των χρωστούμενων του κράτους σε ιδιώτες επιχειρηματίες.
Δηλαδή, όλα αυτά σούμα σημαίνουν φτωχότεροι πολίτες, λιγότερες δουλειές, ισχνότερες επιχειρήσεις για επενδύσεις. Δηλαδή, μικρότερη φοροδοτική και εισπρακτική ικανότητα του κράτους σε σύντομο χρόνο.
Αυτός που παράγει χρήμα σε μια χώρα με περιορισμένα δημόσια έργα είναι ο ιδιωτικός τομέας. Εδώ, όλο το βάρος της πτώχευσης του δημόσιου μεταφέρθηκε στις πλάτες του ιδιωτικού τομέα.
Με αποτέλεσμα έναν δημόσιο τομέα ανίσχυρο με περικομμένες ακόμα περισσότερο τις δαπάνες του σε έργα και προμήθειες κατά 300 εκατ. ευρώ επιπλέον για του χρόνου, και έναν ιδιωτικό με ανεργία πραγματική πάνω από 25% και με πάνω από 30.000 επιχειρήσεις κλεισμένες!
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο βάσιμο συμπέρασμα ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνίαβρίσκονται στα πρόθυρα μιας νέας και σοβαρότερης κρίσης, η οποία για να αντιμετωπιστεί θα απαιτήσει και διαφορετικές από τις αντίστοιχες του παρελθόντος πολιτικές αντιλήψεις,συμπεριφορές και προσεγγίσεις.