Δυσβάσταχτο είναι το κόστος στέγασης, τόσο για ενοικιαστές όσο και για ιδιοκτήτες, στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Ο εκρηκτικός συνδυασμός της εξαντλητικής φορολόγησης. τόσο των εισοδημάτων όσο και των ακινήτων, έχουν εξανεμίσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αναγκάζοντάς τα να ξοδεύουν μόνο για την στέγαση υπέρογκα -σε σύγκριση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά δεδομένα- ποσά.
Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2016 η Ελλάδα αναδείχθηκε αρνητική πρωταθλήτρια στην Ευρώπη όσον αφορά το κόστος στέγασης, με 9 στα 10 νοικοκυριά της να ξοδεύουν γι΄αυτό το μισό ή και περισσότερο από το ούτως ή άλλως πενιχρό εισόδημά τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη -δεύτερη στην κατάταξη- Βουλγαρία μόνο τα μισά νοικοκυριά δαπανούν τόσο πολύ για στέγαση, ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματός τους.
Επίσης, στην χώρα μας 4 στα 10 μεσαία νοικοκυριά αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα στέγασης, καθώς πάνω από 40% του εισοδήματός του πηγαίνει σε ενοίκιο ή φόρους για ακίνητα που κατέχει.
Το πρόβλημα αυτό αφορά αφενός τους Ελληνες ιδιοκτήτες που πληρώνουν ΕΝΦΙΑ (σημειώνεται ότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην χώρα μας φθάνει το 80%), αλλά και τους ενοικιαστές οι οποίοι τελευταία βρίσκονται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση βλέποντας τις τιμές των ενοικίων να εκτοξεύονται με γεωμετρική πρόοδο εξαιτίας της επέλασης του φαινομένου «Airbnb».
Τα ελληνικά νοικοκυριά όλων των οικονομικών τάξεων που ασφυκτιούν για να καλύψουν τις ανάγκες στέγασης είναι υπερδιπλάσια σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, φθάνοντας έως και δεκαπλάσια σε σχέση με τη Μάλτα ή την Κύπρο).
Η Εκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη Στέγαση και την Ευημερία στην Ευρωπαϊκή Ενωση περιγράφει τον τρόπο που οι φόροι ανέβασαν το κόστος στέγασης στην Ελλάδα χωρίς να ληφθούν μέτρα οικονομικής στήριξης των νοικοκυριών (επιδότηση ενοικίου, προγράμματα στέγασης και λαϊκής κατοικίας), με εξαίρεση το επίδομα των 200 ευρώ του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και το Κοινωνικό Μέρισμα.
Το κόστος στέγασης επιβαρύνει περισσότερο τα φτωχά νοικοκυριά. Με βάση το διαθέσιμο εισόδημά τους, η Παγκόσμια Τράπεζα τα διαχωρίζει σε 5 ομάδες, από τα πιο φτωχά ως τα πιο πλούσια και στη συνέχεια εξετάζει πόσα από αυτά δαπανούν πάνω από 40% του εισοδήματός τους για ανάγκες στέγασης.
Το 93% όσων ανήκουν στην ομάδα με τα απολύτως χαμηλότερα εισοδήματα, δηλαδή περίπου έως 5.000 ευρώ τον χρόνο για τα ελληνικά δεδομένα, δαπανούν πάνω από τα μισά για να νοικιάσουν ή να πληρώσουν φόρους ακινήτων.
Αλλά και για όλα τα υπόλοιπα ελληνικά νοικοκυριά που ανήκουν στα μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα οι δαπάνες στέγασης ξεπερνούν το 40% των αποδοχών τους, σε επί μέρους ποσοστά από 10% για τους πιο πλούσιους έως και 50% για τους μικρομεσαίους και μισθοσυντήρητους. Σε κάθε περίπτωση, πληρώνουν διπλά και τριπλά από τα αντίστοιχα νοικοκυριά όλων των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Η Ελλάδα, επίσης, δίνει τα λιγότερα για τη στήριξη των αναγκών στέγασης των νοικοκυριών. Και ενώ σε άλλες χώρες το κόστος στέγασης μπορεί να είναι υψηλό, όλες έχουν προγράμματα επιδότησης ή ανέγερσης κατοικιών για όσους έχουν ανάγκη (π.χ., στο Ηνωμένο Βασίλειο η κρατική δαπάνη φτάνει στο 1,4% του ΑΕΠ της χώρας).
Αντιθέτως στην Ελλάδα τα προγράμματα κατοικίας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα, με δαπάνη ούτε καν 0,1% του ΑΕΠ από τον Προϋπολογισμό (μόνο η Ουγγαρία ανταγωνίζεται τη χώρα μας), με αποτέλεσμα το κόστος στέγασης να μη μετριάζεται από άλλες κρατικές παροχές.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, το 2016 περίπου το 13,3% των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στη χώρα μας ήταν σε καθεστώς αφορολόγητου λόγω απαλλαγών. Για το 80% των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας που φορολογήθηκαν με τον ΕΝΦΙΑ και ο φόρος δεν ξεπερνά τα 500 ευρώ, ενώ στο 90% τα 750 ευρώ.
Σε αυτά τα δικαιώματα αναλογεί το 33,6% και το 50% του ποσού της τελικής βεβαίωσης του ΕΝΦΙΑ φυσικών προσώπων αντιστοίχως. Φόρος 250-500 ευρώ αναλογούσε στο 1/5 των δικαιωμάτων, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό των δικαιωμάτων (5,8% ή 1 στα 20) πληρώνει φόρο από 5.000 έως 10.000 ευρώ.