Εάν δεν αντιδρούσαν άμεσα εννέα έμποροι και επιχειρηματίες από τη Θεσσαλία, δύο γυναίκες την περίοδο των μνημονίων θα είχαν μαζέψει ό,τι οικονομίες είχαν απομείνει στον Θεσσαλικό Κάμπο, υποσχόμενες την εξασφάλιση δανείων από τράπεζες του εξωτερικού και εισπράττοντας υψηλές προκαταβολές για τα έξοδα, χωρίς όμως ποτέ να φτάσει η στιγμή της εκταμίευσής τους.
Μια ασφαλίστρια και μια «οικονομική σύμβουλος» που είχαν γραφεία σε κοντινές πόλεις της Θεσσαλίας ακολούθησαν την κλασική ρήση «μην τον είδατε τον Παναή» από τα Μέγαρα, ο οποίος πουλούσε φύκια για μεταξωτές κορδέλες, έταζε έρωτες και γάμους, άδειαζε πορτοφόλια και κομποδέματα και στη συνέχεια εξαφανιζόταν από προσώπου γης.
Ετσι, εν μέσω μνημονιακής εποχής και οικονομικής κρίσης, οι δύο φιλενάδες ξεκίνησαν τη δράση τους, η οποία κατάληξε στα δικαστήρια, ενώ απασχόλησε και τον Αρειο Πάγο.
Η ασφαλίστρια και η «οικονομική σύμβουλος», εκμεταλλευόμενες την οικονομική δυσπραγία και το αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιέλθει, λόγω της ένταξής μας στα μνημόνια, εννέα επιχειρηματίες, έμποροι και καταστηματάρχες των μεγάλων θεσσαλικών πόλεων, αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν με τον καλύτερο τρόπο την κατάσταση.
Πώς «ψάρευαν» τα θύματα
Ετσι, «ψάρεψαν» εννέα πρόσωπα από την οικονομική ζωή της Θεσσαλίας τα οποία αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τις δόσεις των τραπεζικών δανείων που είχαν λάβει, με αποτέλεσμα να έχουν καταχωριστεί στη μαύρη λίστα του διατραπεζικού συστήματος «Τειρεσίας».
Δηλαδή, τα ονόματά τους και κατά προέκταση οι επιχειρήσεις τους είχαν ενταχθεί στον κατάλογο των ασυνεπών οφειλετών του «Τειρεσία» λόγω των κόκκινων δανείων που είχαν, με αποτέλεσμα να χάσουν τη φερεγγυότητά τους στην αγορά και να μην μπορούν να ζητήσουν νέο δάνειο από καμία τράπεζα -αφού δεν θα το ενέκρινε- για να πληρώσουν τις καθυστερούμενες δόσεις και τις άλλες οικονομικές υποχρεώσεις τους.
Οι επιχειρηματίες αυτοί, προ του οικονομικού αδιεξόδου στο οποίο είχαν περιέλθει, ήταν ευάλωτοι σε κάθε είδους πρόταση που θα τους έβγαζε από το αδιέξοδο. Ως μάννα εξ ουρανού, λοιπόν, ήρθε το δίδυμο των φιλενάδων να λύσει τα οικονομικά τους προβλήματα.
Οπως αναφέρουν οι αρεοπαγίτες, οι εν λόγω κυρίες «παρέστησαν ψευδώς (στους εννέα επιχειρηματίες) ότι εδύναντο να τους παράσχουν βοήθεια προκειμένου να εκταμιεύσουν δάνεια από τράπεζες του εξωτερικού, εισπράττοντας με το πρόσχημα αυτό και προκειμένου δήθεν να μεσολαβήσουν και διεκπεραιώσουν τη συγκεκριμένη διαδικασία λήψης δανείων και με τον τρόπο αυτό τους έπεισαν να καταβάλουν σε αυτές χρηματικά ποσά τα οποία συνολικά για όλους ανέρχονται περίπου στο ποσό των 17.500 ευρώ».
Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη δικαστική απόφαση, η μία εκ των φιλενάδων διατηρούσε ασφαλιστικό γραφείο σε πόλη της Θεσσαλίας και έφερνε σε επαφή τους εννέα παθόντες με τη δεύτερη φίλη της και «οικονομική σύμβουλο», η οποία δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά σε άλλη κοντινή πόλη.
Η επαφή γινόταν προκειμένου να πραγματοποιηθεί η εκταμίευση δανείου για καθέναν από τους εννέα από τράπεζα του εξωτερικού, «την οποία ουδείς εξ αυτών γνώριζε και με το πρόσχημα αυτό αποσπούσαν χρηματικά ποσά από τους παθόντες δήθεν για έξοδα φακέλου, τα οποία οι δύο γυναίκες υπόσχονταν ότι θα επέστρεφαν μετά την εκταμίευση των δανείων».
Ωστόσο, κανένα δάνειο δεν εκταμιεύτηκε ποτέ από καμία τράπεζα του εξωτερικού για κανέναν από τους εννέα πελάτες, για τους οποίους δήθεν είχαν μεσολαβήσει η ασφαλίστρια και η φίλη της.
Ούτε όμως και τα ποσά που είχαν εισπράξει ως προκαταβολή για τα έξοδα τραπεζικού φακέλου επεστράφησαν, παρότι ζητήθηκαν από τους εννέα επιχειρηματίες.
Το Τριμελές Εφετείο που δίκασε την υπόθεση έκρινε ότι τόσο η ασφαλίστρια όσο και η «οικονομική σύμβουλος» ενήργησαν από κοινού με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κηρύσσοντάς τες ένοχες (η ασφαλίστρια ομόφωνα και η «οικονομική σύμβουλος» κατά πλειοψηφία) για το αδίκημα της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας από κοινού τελεσθείσας κατ’ εξακολούθηση, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατόπιν αυτών τις καταδίκασε σε φυλάκισης 2,5 ετών με τριετή αναστολή.
Ομως η ασφαλίστρια προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η καταδικαστική για εκείνην απόφαση. Το Ποινικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι δεν αποκλείεται για κάποιους από τους εννέα επιχειρηματίες να έχει επέλθει παραγραφή του αδικήματος που της αποδίδεται λόγω της χρονικής απόστασης μεταξύ της απάτης που τέλεσαν οι δύο κυρίες, καθώς το αδίκημα δεν είναι σωρευτικό. Ακόμη, οι αρεοπαγίτες αποφάνθηκαν ότι κάποια σημεία της εφετειακής απόφασης πρέπει να διευκρινιστούν και να αιτιολογηθούν.
Ετσι ανέπεμψαν την υπόθεση στο Εφετείο για νέα κρίση.
Παράλληλα, όμως, ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι η έκβαση αυτή για την ασφαλίστρια, δηλαδή η επανασυζήτηση της υπόθεσης στο Εφετείο, περιλαμβάνει, σύμφωνα με τη νομοθεσία, και τη συγκατηγορουμένη φίλη της «οικονομική σύμβουλο».