Το φετινό καλοκαίρι για τον θαλάσσιο τουρισμό εξελίσσεται στο καλύτερο των τελευταίων δέκα ετών. Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, «η άνθηση στο ελληνικό γιοτ οφείλεται στην προσπάθεια που ξεκίνησε από πέρυσι το υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής να πατάξει τις παράνομες ναυλώσεις. Απόρροια αυτής της προσπάθειας είναι ότι κανένα υπό ελληνική σημαία σκάφος δεν έμεινε και δεν θα μείνει δεμένο σε μαρίνα έως το τέλος της τουριστικής περιόδου».
Ειδικά στην κατηγορία των mega-yachts, φαίνεται να μπαίνει τάξη καθώς ο περσινός εκτεταμένος εντοπισμός από το Λιμενικό σκαφών που τελούσαν σε καθεστώς παράνομης ναύλωσης οδήγησε στην αναγκαστική νομιμοποίηση αρκετών από αυτά κάνοντας χρήση διατάξεων του Π.Δ. 4505/17, που τους έδωσε τη δυνατότητα, υπό προϋποθέσεις, να εκδώσουν ελληνική επαγγελματική άδεια πληρώνοντας τα ανάλογα τέλη και φόρους. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργηθούν συνθήκες υγιέστερου ανταγωνισμού για τα ελληνικά mega-yachts, που μετά από χρόνια μαρασμού είδαν σημαντική αύξηση ναύλων, δείγμα εξυγίανσης μιας ιδιαίτερα δύσκολης και απαιτητικής αγοράς, αναφέρει το newmoney.
Σημειώνεται ότι οι επαγγελματικές άδειες φτάνουν τις 5.000 και αφορούν σκάφη από 10 έως 80 μέτρα μήκος, στα οποία είναι ναυτολογημένοι 3.000 ναυτικοί και πάνω από 4.000 ξενοδοχειακό προσωπικό, όπως καμαρότοι και μάγειροι. Και όλα αυτά μέσα στην ταραγμένη εποχή εξόδου -θεωρητικά τουλάχιστον από τα μνημόνια, όπου οι αριθμοί, σε κάποιες περιπτώσεις, δείχνουν να ευημερούν ενώ υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι η οικονομία εξακολουθεί να παραπαίει χωρίς ουσιαστική προοπτική, τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον.
Τα προβλήματα στη νέα πορεία
Ο κλάδος των επαγγελματικών τουριστικών σκαφών στην Ελλάδα χαράζει πλέον τη δική του ιδιαίτερη πορεία. Μέσα από έντονες αναταράξεις, με αλλαγή του φορολογικού καθεστώτος στον ΦΠΑ εν μέσω τουριστικής περιόδου το 2016 και μη εύρυθμο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, φτάσαμε στο σήμερα. Τον Νοέμβριο του 2017 υπήρξε και άλλη αλλαγή στο νομοθετικό πλαίσιο με εφαρμογή άρθρων του Π.Δ. 4504/17, που τροποποίησε το Π.Δ. 4256/14 σχετικά με την ολική ναύλωση πλοίων αναψυχής.
Φέτος η τουριστική περίοδος ξεκίνησε εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων εκ μέρους των φορέων του κλάδου, έχοντας να αντιμετωπίσουν ένα ακόμη σημείο αντιπαράθεσης εκτός από τις παράνομες ναυλώσεις που συνεχίζουν να υφίστανται, έστω κι αν έχουν περιοριστεί. Πρόκειται για την απόπειρα περιορισμού χρήσης σκαφών ολικής ναύλωσης ως ημερόπλοια. Το συγκεκριμένο πρόβλημα τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έχει γιγαντωθεί κάνοντας χρήση διάφορων νομοθετικών διατάξεων που ερμηνεύονται κατά το δοκούν. Συγκεκριμένα, ένα σκάφος ολικής ναύλωσης δεν απαιτείται να έχει ναυτολογημένο πλήρωμα (ΝΑΤ), το εισόδημα που προκύπτει είναι αφορολόγητο και η μόνη επιβάρυνση για τον πλοιοκτήτη είναι ο ΦΠΑ 24% επί του ναύλου. Το σκεπτικό της ολικής ναύλωσης αφορούσε κυρίως αλλοδαπούς τουρίστες που ήθελαν να κάνουν εναλλακτικό τουρισμό και να γνωρίσουν τη χώρα μας με διαφορετικό τρόπο.
Τα σκάφη που είναι ημερόπλοια λειτουργούν με καθεστώς εισιτηρίου. Ο καθένας μπορεί να επιβιβαστεί πληρώνοντας το αντίστοιχο αντίτιμο εισιτηρίου που υπόκειται σε ΦΠΑ 24%, ενώ αντίστοιχα το εισόδημα που προκύπτει υπόκειται σε κανονική φορολογία, ασφάλιση κ.λπ. Επίσης, το σκάφος πρέπει να έχει ναυτολογημένο πλήρωμα (ΝΑΤ) με συγκεκριμένη οργανική σύνθεση με βάση τα χαρακτηριστικά του. Είναι προφανές ότι το ημερόπλοιο έχει πολύ υψηλότερο λειτουργικό κόστος και κατά συνέπεια η καταχρηστική εκμετάλλευση σκαφών ολικής ναύλωσης ως ημερόπλοιων δημιουργεί έντονες συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των ελληνικών σκαφών.
«Παρόλη την απόπειρα του νέου νόμου να ρυθμίσει την αγορά με δικαιότερο τρόπο, με ρυθμίσεις της τελευταίας στιγμής φαίνεται να κυριαρχούν πάλι γκρίζες ζώνες όπου κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξει το όλο θέμα», επισημαίνουν στελέχη του κλάδου και συνεχίζουν: «Το ηλεκτρονικό μητρώο σκαφών αναψυχής, που θα λειτουργούσε ως το μόνο ουσιαστικό εργαλείο τακτοποίησης και διαχείρισης της αγοράς, σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού και ομαλότερης λειτουργίας, εξακολουθεί να είναι σε εκκρεμότητα, καθώς, σύμφωνα με το ΥΝΝΠ, είναι έτοιμο, αλλά διάφορα κωλύματα από το υπουργείο Οικονομικών το κρατούν ανενεργό. Πάντως, είναι γεγονός ότι οι ναυλώσεις πάνε πολύ καλά, εγχώριες και ξένες εταιρείες εντείνουν την παρουσία τους στον ελλαδικό χώρο περιδιαβαίνοντας τα καταγάλανα πελάγη μας και δίνοντας την ευκαιρία στους τουρίστες να γνωρίσουν τη μοναδική ομορφιά των ελληνικών νησιών -και όχι μόνο. Είναι σαφές ότι ο κλάδος αρχίζει να γνωρίζει άνθηση που συνδέεται και με τη ναυπήγηση καινούριων πλαστικών σκαφών, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις έχουν και εντυπωσιακό μέγεθος για τις τεχνικές δυνατότητες της εγχώριας αγοράς με σκάφη άνω των 30 μέτρων».
Η ναυπήγηση πλαστικών σκαφών στην Ελλάδα γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κυρίως τη δεκαετία του ’90, αλλά σταδιακά συρρικνώθηκε και στα χρόνια της βαθιάς κρίσης σταμάτησε.
«Η σημερινή κατάσταση δίνει ελπίδα για την αναβίωση αυτής της βιομηχανικής δραστηριότητας, ωστόσο απαιτούνται αξιόλογες επενδύσεις για να μιλήσουμε για αναγέννηση του κλάδου», τονίζουν τα ίδια στελέχη.
Μέσα σε όλα αυτά, η απουσία του Ελληνικού Νηογνώμονα που επιθεωρούσε και εξέδιδε πιστοποιητικά αξιοπλοΐας για περίπου 3.000 σκάφη με ελληνική σημαία φαίνεται να μην επηρέασε την αγορά, καθώς οι υπάρχοντες νηογνώμονες κατάφεραν να απορροφήσουν τους κραδασμούς αυτής της δυσάρεστης εξέλιξης και ανέλαβαν επιτυχώς τη συνέχιση παρακολούθησης όλων αυτών των σκαφών, και μάλιστα, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, με ιδιαίτερα ικανοποιητικό τρόπο, με αναβαθμισμένες υπηρεσίες και πανελλαδική κάλυψη. Και όλα αυτά με τιμές ανταγωνιστικότερες από κάθε άλλη εποχή.
«Συμπερασματικά, μέσα στη γενικότερη οικονομική δυσπραγία των μνημονίων η λειτουργία και εκμετάλλευση τουριστικών σκαφών φαίνεται να είναι στα καλύτερά της σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Ολα δείχνουν ότι μπορεί και καλύτερα, αρκεί να υπάρξουν πολιτική σταθερότητα, γεωπολιτική ηρεμία, όχι άλλες ξαφνικές αλλαγές οικονομικής πολιτικής, ομαλό θεσμικό πλαίσιο και κυρίως μείωση της εξοντωτικής φορολογίας που κάνει τον κάθε επιχειρηματία στην Ελλάδα να μοιάζει σαν άλλος Δον Κιχώτης που παλεύει με τους ανεμόμυλους», καταλήγουν στελέχη του θαλάσσιου τουρισμού.