Ένα συγκλονιστικό άρθρο-αποκάλυψη του καθηγητή Περικλή Βαλλιάνου, στο τελευταίο τεύχος του Athens Review of Books
Το τελευταίο τεύχος του ARB, που εκδίδουν οι υπό θλιβερό δικαστικό τραπεζικό περιορισμό Μαρία και Μανώλης Βασιλάκης, είναι μεν αφιερωμένο στον Εμμ. Ροΐδη, πλην όμως περιέχει και ένα πολύ επίκαιρο στη χώρα μας άρθρο-γροθιά, του καθηγητή Φιλοσοφίας Περικλή Βαλλιάνου. Διαβάζοντας το, γύρισα πάρα πολλά χρόνια πίσω.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τότε που η άσκηση κριτικής στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό αποτελούσε έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, γιατί αυτό είχαν αποφασίσει διανοούμενοι-εισαγγελείς.
Ήταν η εποχή όπου αυτά που αποκάλυπταν, έλεγαν, έγραφαν και ανέλυαν οι Μπόρις Σουβάριν, Μπράνκο Λάζιτς, Μίλοβαν Τζίλας, Κώστας Παπαϊωάννου, ΡαιημόνΑρόν, Βλαδίμηρος Μπουκόφσκι, Αλέξανδρος Ζηνόβιεφ, Αλέξανδρος Σολζενίτσιν, Λετσέκ Κολακόφσκι, Ήλιος Γιαννακάκης και άλλοι Πλιούτς, Κουζνέτσωφ, Λόντον και Βαλαντόρες, ήσαν μυθεύματα της CIA και συκοφαντίες της διεθνούς αντίδρασης!!
Όλοι οι παραπάνω και άλλοι πολλοί ήσαν πράκτορες, μίσθαρνα όργανα του καπιταλισμού και απόβλητα της αστικής κοινωνίας.
Αυτά τότε υποστήριζαν δημοσιογράφοι, συγγραφείς, όπως ο Ζαν-Πωλ Σάρτρ και γενικά οι αποκαλούμενοι «συνοδοιπόροι» του σταλινισμού διανοούμενοι.
Αφιερωμένο, λοιπόν, στην σταλινοφιλία αυτών των διανοουμένων είναι το μεστό σε περιεχόμενο άρθρο του Περικλή Βαλλιάνου, ο οποίος μεταξύ άλλων γράφει:
«Δανείζομαι τον τίτλο «Διανοητές εχθροί της διάνοιας» από τον Λετσέκ Κολακόφσκι, επειδή αποδίδει με τον αδρότερο τρόπο την αντίφαση που διαπερνούσε την σκέψη των δυτικών στοχαστών που επάλειψαν με θεωρητική αίγλη την θηριωδία του Στάλιν.
Στο «Intellectuals against Intellect», ένα πυκνό σχεδίασμα της πορείας του ευρωπαϊκού πολιτισμού από την ύστερη αρχαιότητα ως τα νεώτερα χρόνια, ο Κολακόφσκι δείχνει ότι πάντα στις κρίσιμες μεταβατικές περιόδους ξεχώριζε μια ομάδα στοχαστών που προσδοκούσε την επέλαση μιας εξαγνιστικής βαρβαρότητας για να σαρώσει τα συντρίμμια του δικού τους πεθαμένου κόσμου. Οι «συνοδοιπόροι» είναι η τελευταία έκφανση αυτής της διαχρονικής τάσης».
Γιατί όμως υπήρξαν τόσοι πολλοί συνοδοιπόροι; Ποιος τελικά ήταν και είναι ακόμα ο ρόλος τους ακόμα και σήμερα, παρά τα συντρίμμια και τα αμέτρητα πτώματα που άφησε πίσω του ο σταλινισμός;
Ο Περικλής Βαλλιάνος κάνει λόγο για τη νόσο της ιδεοκρατίας. «Δεν ήταν όλοι τέτοιοι», γράφει, «αλλά ήταν μαχητικοί και έδιναν τον τόνο στη δημόσια ζωή της Ευρώπης και της Αμερικής. Δεν ήταν ενταγμένοι στα ΚΚ ούτε καν μαρξιστές. Απετέλεσαν όμως το χορό των απατηλών λόγων μιας εγκληματικής τυραννίας…»Συμπληρώνουμε ότι δίπλα στους συνοδοιπόρους υπήρξαν και οι κατά Λένιν «χρήσιμοι ηλίθιοι», με τους οποίους θα πρέπει η πολιτική επιστήμη να ασχοληθεί.
Το φαινόμενο έγινε αντικείμενο εκτεταμένης ιστορικής έρευνας τα τελευταία χρόνια. Μόνο την δική μας διανόηση δεν απασχόλησε. Παρ΄ ημίν ο σταλινισμός εξακολουθεί να θεωρείται γενικώς ως η άρτια μορφή του προοδευτισμού.
Εξωτερικοί παράγοντες που ώθησαν τους «συνοδοιπόρους» προς τον λενινοσταλισμό ήταν η σφαγή του Μεγάλου Πολέμου, η άνοδος του φασισμού και η οικονομική κατάρρευση του 1929. Φαινόταν να είχε φθάσει το τέλος της αστικής δημοκρατίας την στιγμή που αχνορόδιζε στη σοβιετική Ρωσία η Νέα Ιερουσαλήμ.
Η σκοτεινή πραγματικότητα πίσω από το ρόδινο αυτό νεφέλωμα διαφαινόταν από την αρχή. Οι δυτικοί απολογητές επέλεξαν όμως να μην την δουν. Ενίοτε από αφέλεια, και με την αυταπάτη ότι θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πορεία των πραγμάτων.
Αλλά κάτω από την αφέλεια, την ματαιοδοξία και τα γιγαντιαία τιράζ των βιβλίων τους στα ρωσικά με την αντίστοιχη κερδοφορία, λειτουργούσε ένα βαθύτερο ψυχολογικό σύνδρομο. Ο Λετσέκ Κολακόφσκι το ονομάζει «ιδεοκρατία».
Η επαγγελματική παραμόρφωση του στοχαστή είναι ότι ζει στο σύμπαν των διαλογισμών του και όσο πιο υψιπετές το τάλαντό του τόσο πιο ερμητικός ο εγκλεισμός. Δεν πιστεύει αυτό που βλέπει, αλλά βλέπει αυτό που πιστεύει. Κάθε εμπειρικό γεγονός που δεν εντάσσεται στην μήτρα των ιδεασμών του το διαγράφει.
Αυτή η «βούληση για πίστη» που είναι η πηγή της θρησκευτικής εμπειρίας γενικά, όπως είχε δείξει ο Ουίλλιαμ Τζαίημς, εκφράσθηκε με μια γκροτέσκα μορφή την δεκαετία του 1930 με την προσήλωση εμβληματικών δυτικών προσωπικοτήτων στον Στάλιν.
Μπολσεβικισμός, τρομοκρατία και διανόηση
Ένας ιστοριογραφικός μύθος είναι ότι η δεκαετία του 1920 στη Ρωσία ήταν περίοδος ελεύθερου πολιτιστικού πειραματισμού. Όμως, από την πρώτη στιγμή το Κόμμα επιδίωξε να ποδηγετήσει την πνευματική ζωή, με το Πολιτικό
Γραφείο να καταπιάνεται με την λογοκρισία των θεατρικών παραστάσεων και να επιβάλλει ποινές σε «αποκλίνοντες» συγγραφείς και σκηνοθέτες.
Ο Λουνατσάρσκι στα γραπτά του επιχειρηματολογούσε ότι η προλεταριακή εξουσία έπρεπε να αφήσει ελεύθερη την έκφραση όλων των αισθητικών τάσεων – χωρίς βεβαίως στην πράξη να αντιτάσσεται στην εντεινόμενη χειραγώγηση.
Τα χρόνια της ΝΕΠ εκδηλώθηκαν όντως πειραματικές αναζητήσεις που έθεταν μαχητικά τον εαυτό τους στην υπηρεσία της «επανάστασης», και στον βαθμό αυτό ήταν ανεκτές. Οι αυτοκτονίες του Γιεσένιν το 1925 και του Μαγιακόφσκι το 1930 σημάδευαν τη διάλυση του αντικατοπτρισμού της πολιτιστικής ελευθερίας.
Εκείνα τα χρόνια στήθηκαν οι καταπιεστικοί μηχανισμοί του ολοκληρωτικού κράτους. Η Τσεκά, που ιδρύθηκε ως σώμα «εκτάκτου ανάγκης» του εμφυλίου (όπως άλλωστε δηλώνει και το όνομά της), έγινε μόνιμος θεσμός από το 1922. Διακλαδώθηκε σε όλη την χώρα υπό την επωνυμία Γκεπεού και της δόθηκαν δικαιοδοσίες ελέγχου κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής.
Έτσι η «Κόκκινη Τρομοκρατία» ενσωματώθηκε ως μόνιμο δομικό στοιχειό του καθεστώτος. Οι οδηγίες του Λένιν προς τον κομισάριο της Δικαιοσύνης για την σύνταξη του νέου ποινικού κώδικα ήταν σαφείς: «Είναι αναγκαίο να διατυπωθεί με την μεγαλύτερη δυνατή ευρύτητα το άρθρο που αφορά την Τρομοκρατία, επειδή μόνον επαναστατική κατανόηση της δικαιοσύνης και η επαναστατική συνείδηση είναι δυνατόν να καθορίσουν τις συνθήκες της πρακτικής του εφαρμογής» (επιστολή 17.5.1922).
Με άλλα λόγια δεν υπάρχει κανένα νομικό όριο στη χρήση της βίας, και οι τσεκίστες είναι ελεύθεροι να την ασκούν κατά βούληση για τις ανάγκες της συγκυρίας ή για να επιδεικνύουν την «συνείδησή» τους.
Η καταστολή της εξέγερσης των ναυτών της Κροστάνδης συνοδεύθηκε από την απαγόρευση των τάσεων και της ελεύθερης συζήτησης μέσα στο κόμμα, την κατάργηση της αυτονομίας των συνδικάτων, ιμάντων για την επιβολή των κομματικών αποφάσεων στους χώρους εργασίας, και βεβαίως την απαγόρευση όλων των κομμάτων που δεν είχαν ήδη τεθεί εκτός νόμου.
Η διαφορά ανάμεσα στον Λένιν και στον Στάλιν είναι ότι ο πρώτος παραδεχόταν ευθαρσώς την «αμείλικτη ταξική τρομοκρατία» της νέας εξουσίας, ενώ ο δεύτερος αργότερα έλεγε ότι έστελνε τα θύματά του σε κατασκηνώσεις αθλοπαιδιών».
Στη συνέχεια του άρθρου του ο Περικλής Βαλλιάνος αναφέρεται στις κριτικές των Μπόρις Σουβάριν, Βικτόρ Σέρζ, Παναϊτ Ιστράτι, Τζωρτζ Όργουελ και Μπέρτραντ Ράσσελ, τονίζοντας ότι οι δύο τελευταίοι έσωσαν και την τιμή της βρετανικής αριστεράς.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η αναφορά του αρθρογράφου και στην κυνική τύφλωση του Νίκου Καζαντζάκη απέναντι στον σταλινισμό, ο οποίος κατά τη γνώμη μας κάθε άλλο παρά ιστορικό ατύχημα υπήρξε.
Ο σταλινισμός είναι εγγενής με τον ολοκληρωτισμό και άρα με την κομμουνιστική ιδεολογία. Υπό αυτή την έννοια, οι προσπάθειες που γίνονται ώστε να διαχωριστεί η μαρξιστική θεωρία από τις πρακτικές εφαρμογές της είναι ατυχέστατες. Δείχνουν δε την πενιχρή γνώση που έχουν για το έργο του Μαρξ οι δήθεν οπαδοί του.
Διότι απλούστατα τους διαφεύγει ότι ο μεγάλος θεωρητικός του καπιταλισμού και των φαινομένων που προκαλεί, σε κοινωνίες και οικονομίες, είχε γράψει ότι «οι ιδέες ατιμάζονται στο βαθμό που παραμένουν ξεχωριστές από τα συμφέροντα».
Ο Λένιν πρώτος το κατάλαβε, το εφάρμοσε και η συνέχεια είναι γνωστή. Ο δε Π.Ιστράτι, μας υπενθυμίζει κάτι εξόχως επίκαιρο.» Ο άνθρωπος χωρίς καρδιά είναι ένας νεκρός, που εμποδίζει του ζωντανούς να ζήσουν…»