Πολύς λόγος έγινε τελευταία για το Προεδρικό Διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο στο εξής οι σημαιοφόροι και οι παραστάτες στα δημοτικά σχολεία θα ορίζονται με κλήρωση και όχι με βάση τη βαθμολογία τους.
Η ρητή αναφορά στην κλήρωση από το σύνολο των μαθητών και όχι από τους αριστούχους μαθητές του 10 δέκα, αποτελεί αφενός συνειδητή επιλογή, της επιβολής από τη νεαρή ηλικία της λογικής της ήσσονος προσπαθείας και αφετέρου της καταστρατήγησης της ελληνικής παράδοσης που υπαγορεύει εδώ και δεκαετίες τον άριστο να φέρει στις παρελάσεις το ύψιστο εθνικό σύμβολο.
Του Γιώργου Μαυραγάνη, Δικηγόρου-Πρώην Υφυπουργού Οικονομικών
Καθίσταται λοιπόν σαφές, ότι ο βασικός στόχος της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης είναι η εξίσωση όλων των μαθητών προς τα κάτω και η πεποίθηση που θα διαμορφώνεται από την πλέον νεαρή ηλικία ότι ο αγώνας για τη διάκριση δεν παίζει ουσιαστικό ρόλο στη ζωή και ότι η τύχη κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της.
Όμως το θέμα δεν περιορίζεται στα Δημοτικά σχολεία. Η συνειδητή προσπάθεια της κυβέρνησης να επιβάλει την ισοπεδωτική εξίσωση που συνεπάγεται η κατάργηση της αριστείας διαφαίνεται επίσης τόσο από την κατάργηση των εξετάσεων στο Γυμνάσιο, πέραν των συγκεκριμένων τεσσάρων μαθημάτων, όσο και από την ανακοίνωση της μελλοντικής κατάργησης των εισαγωγικών εξετάσεων για το Πανεπιστήμιο.
Συγκεκριμένα, τα αρχαία ελληνικά που αποτελούν την αφετηρία της πολιτισμικής μας παράδοσης και της γλωσσικής μας κουλτούρας υποβαθμίζονται καθώς δεν συγκαταλέγονται στα βασικά μαθήματα που εξετάζονται με γραπτές εξετάσεις στο τέλος του έτους. Η αξιοκρατική δε εισαγωγή στα Πανεπιστήμια πρόκειται, όπως έχει ανακοινωθεί, να αντικατασταθεί με την ελεύθερη είσοδο των φοιτητών ερήμην των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των προαπαιτούμενων δομών για πιθανή ελεύθερη εισαγωγή.
Πρόκειται λοιπόν για ενσυνείδητη πολιτική άκρως λαϊκιστική που αποβλέπει στην απαξίωση του προσωπικού αγώνα για την επιτυχία και την πρόοδο και στην ταυτόχρονη ανάδειξη της μετριότητας και της αναποτελεσματικότητας.
Ταυτόχρονα η κατάργηση των αξιολογικών διαδικασιών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει το ταπεινό κίνητρο της υφαρπαγής ψήφων από τα νέα άτομα που δεν θα χρειάζεται στο μέλλον να κοπιάσουν για τον καρπό της μάθησης και της μόρφωσης. Άλλωστε, η ουσία της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης συμπυκνώνεται στη φράση του πρώην Υπουργού Παιδείας Αριστείδη Μπαλτά ότι « η αριστεία είναι ρετσινιά».
Η αφοριστική πολιτική της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για την Παιδεία επεκτείνεται όμως και στα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα με τον καταστροφικό νόμοΓαβρόγλου. Σύμφωνα με αυτό το οπισθοδρομικό νομοθέτημα, μεταξύ άλλων, επανέρχεται το άσυλο της ασυδοσίας και ορίζεται το πρυτανικό συμβούλιο αρμόδιο για την κλήση της δημόσιας αρχής με τη συμμετοχή εκπροσώπου των φοιτητών, ενισχύεται ο κομματισμός και η μικροπολιτική στα Πανεπιστήμια και ισοπεδώνονται τα μεταπτυχιακά εκείνα, τα οποία συνδέονται με την αγορά εργασίας και την παραγωγή.
Είναι δεδομένη λοιπόν η νοοτροπική αντίληψη της κυβέρνησης για την αποδόμηση του κοινωνικού ιστού όπως εκδηλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των πολιτών και των παραδόσεών μας. Η κατάργηση της αριστείας σημαίνει ουσιαστικά την άρνηση της αξιολόγησης και την υπερίσχυση της μετριότητας.
Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι το 80% των δημοσίων υπαλλήλων αρνήθηκαν την αξιολόγηση. Το πολιτικό συνοθύλευμα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επιδιώκει συστηματικά την υποβάθμιση (του επιπέδου) των ελλήνων πολιτών και την καταστροφή της δομής της ελληνικής κοινωνίας.
Η απάντηση στην πολιτική αυτή δίνεται με την δραστηριοποίηση όλων των πολιτών που επιθυμούν μια σύγχρονη Ελλάδα και τη δημιουργία του μεγάλου μεταρρυθμιστικού ρεύματος στην κοινωνία μας που εκφράζεται από τη Νέα Δημοκρατία και τον Πρόεδρό της Κυριάκο Μητσοτάκη.