Η λοίμωξη από C. difficile κοστίζει στις υπηρεσίες υγείας περίπου 3 εκατ. ευρώ ανά έτος σε ολόκληρη την Ευρώπη. Περίπου 25% των ασθενών με C. difficile υποτροπιάζουν εντός των πρώτων 30 ημερών από την αρχική θεραπεία με αντιβιοτικά ευρέος φάσματος και οι ασθενείς με ένα επεισόδιο υποτροπής έχουν 40% πιθανότητες εκ νέου υποτροπής. Οι υποτροπιάζουσες λοιμώξεις C. difficile σχετίζονται με αυξημένα ποσοστά θνητότητας και παρατεταμένη νοσηλεία. Η λοίμωξη από C. difficile είναι συχνότερη σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιβιοτικά, στους ηλικιωμένους, σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση, σε ασθενείς με υποκείμενες νόσους και νοσηλευόμενους ασθενείς.
Δεδομένα που δημοσιεύτηκαν στο 27ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Μικροβιολογίας και Μολυσματικών Ασθενειών (ECCMID) φανερώνουν ότι ο αντίκτυπος της λοίμωξης από C. difficile στις υπηρεσίες υγείας ανέρχεται σε 10.670 ημέρες νοσηλείας ανά έτος, μέγεθος που ισούται με μια πλήρως κατειλημμένη πτέρυγα 30 κλινών, ενώ κάθε περιστατικό λοίμωξης από C. difficile κοστίζει περίπου €9.000. Επιπλέον, η μελέτη που διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο SHAIPI της Σκωτίας (Ινστιτούτο για την πρόληψη των νοσοκομειακών λοιμώξεων) αποκαλύπτει ότι το 1/6 των ασθενών που θεραπεύονται μετά από αρχική λοίμωξη από C. difficile υποτροπιάζουν σε διάστημα τριών μηνών και σχεδόν το 1/3 αυτών εκδηλώνουν δεύτερο περιστατικό υποτροπής εντός του έτους. Η μελέτη του SHAIPI για τη λοίμωξη από C. difficile παρακολούθησε την κλινική έκβαση ασθενών με λοίμωξη με C. difficile μετά από νοσηλεία στη Σκοτία και περιελάβανε δυο αναλύσεις: η πρώτη ανάλυση είχε σκοπό να γίνει κατανοητός ο αντίκτυπος της λοίμωξης. Η δεύτερη ερεύνησε την κλινική έκβαση της λοίμωξης στην κοινότητα (community associated CDΙ ή CA-CDI) και της νοσοκομειακής λοίμωξης από C. difficile (HA-CDI).
Ο καθηγητής Alistair Leanord από το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, Επιμελητής Μικροβιολόγος σχολίασε: «Έχουμε παρατηρήσει μεγάλη μείωση των λοιμώξεων από C. difficile στο ΗΒ κατά την τελευταία δεκαετία. Παρόλα αυτά, δεν έχει σημειωθεί ουσιαστική αλλαγή ως προς τα ποσοστά υποτροπής και θνητότητας σε σχέση με τις λοιμώξεις από C. difficile. Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι οι ασθενείς με λοίμωξη από C. difficile, είτε πρόκειται για λοίμωξη στην κοινότητα είτε για νοσοκομειακή λοίμωξη, διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο θνητότητας, και παραμένουν περισσότερο χρόνο στο νοσοκομείο γεγονός που αντιστοιχεί σε σημαντικό κόστος για το εθνικό σύστημα υγείας. Πλέον κατανοούμε σαφέστερα τον αντίκτυπο των λοιμώξεων από C.difficile σε εθνικό επίπεδο σε σχέση με τα περιστατικά υποτροπών και θανάτου, το κόστος που προκύπτει για τις υπηρεσίες υγείας και την αυξανόμενη σημασία της επίπτωσης της λοίμωξης στην κοινότητα. Αυτό θα μας επιτρέψει να στοχεύσουμε καλύτερα μελλοντικές μας παρεμβάσεις, με οικονομικά αποδοτικό τρόπο για τη βελτίωση της υγείας των ασθενών».
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από τα πανεπιστήμια της Γλασκώβης, Στραθκλάιντ και Νταντί, και τα δεδομένα που συλλέχθηκαν αντιστοιχούν σε 3.304 περιστατικά νοσοκομειακής λοίμωξης από C. Difficile και 9.516 μάρτυρες από τον Αύγουστο του 2010 έως τον Ιούλιο του 2013. Από το σύνολο των καταγεγραμμένων περιστατικών λοίμωξης με C. difficile, 58% αφορούσαν γυναίκες ασθενείς. Όσον αφορά στη θνητότητα, 29% των ασθενών με λοίμωξη από C. difficile κατέληξαν εντός δύο μηνών σε σύγκριση με 14% των περιπτώσεων μαρτύρων και το ποσοστό κινδύνου θανάτου ήταν επίσης 2.1 φορές μεγαλύτερο στις περιπτώσεις λοίμωξης από C. Difficile σε σχέση με τους μάρτυρες (95% 1.9, CI 2.5). Όσον αφορά στο χρόνο νοσηλείας, οι ασθενείς με λοίμωξη από C. difficile παρατείναν τη νοσηλεία τους κατά περίπου 9,7 ημέρες σε σχέση με τους μάρτυρες.
Η δεύτερη ανάλυση δεδομένων αφορούσε σε 1.297 περιστατικά λοίμωξης στη κοινότητα και 3.980 μάρτυρες και 2.007 περιστατικά νοσοκομειακής λοίμωξης με αντίστοιχα 5.536 μάρτυρες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα και σε σύγκριση με τους μάρτυρες, τα ποσοστά θνητότητας είναι υψηλότερα σε περιπτώσεις νοσοκομειακής λοίμωξης (33.0% έναντι 17.7%) σε σχέση με περιπτώσεις λοίμωξης στη κοινότητα (22.4% έναντι 9.6%). Η μέση διάρκεια νοσηλείας ήταν 7.2 ημέρες μεγαλύτερη σε σχέση με τους μάρτυρες στις περιπτώσεις λοίμωξης στην κοινότητα και 12.0 ημέρες μεγαλύτερη στις περιπτώσεις νοσοκομειακής λοίμωξης.
Ο Mark Wilcox, Καθηγητής Μικροβιολογίας στα Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία του Λίντς και στο Πανεπιστήμιο του Λίντς σχολίασε: «Οι νέες αυτές μελέτες εστιάζουν στην έκβαση των περιστατικών λοίμωξης με C.difficile, και αφορούν τόσο περιστατικά λοίμωξης στην κοινότητα όσο και νοσοκομειακές λοιμώξεις. Τα ευρήματα, που βασίζονται σε μεγάλες ομάδες ασθενών και μαρτύρων, τονίζουν τις σημαντικές επιπτώσεις της λοίμωξης από C. difficile στα συστήματα υγείας αλλά και στην κοινωνία. Χαρακτηριστικά, παρατηρήθηκε διπλασιασμός του κινδύνου θανάτου τόσο στις περιπτώσεις λοίμωξης στην κοινότητα όσο και στις περιπτώσεις νοσοκομειακής λοίμωξης σε σύγκριση με ασθενείς-μάρτυρες που δεν είχαν αναπτύξει λοίμωξη από C. difficile». Και συνεχίζει: «Επίσης, η διάρκεια νοσηλείας και στις δύο ομάδες ασθενών με λοίμωξη από C. difficile ήταν διπλάσια σε αριθμό ημερών σε σχέση με τη διάρκεια νοσηλείας των μαρτύρων. Η παράταση της νοσηλείας αντιστοιχεί σε σημαντική επιβάρυνση του συστήματος υγείας, σε μια περίοδο που οι πιέσεις για περικοπές δαπανών είναι μεγάλες. Τα μεγέθη αυτά αντικατοπτρίζουν την ανάγκη για βελτιστοποίηση της προσπάθειας πρόληψης των λοιμώξεων από C. difficile και βέλτιστης αντιμετώπισης των περιστατικών με στόχο τη μείωση του κινδύνου υποτροπής της λοίμωξης».
Η μείωση του κινδύνου και των οικονομικών επιπτώσεων των μολυσματικών ασθενειών όπως η λοίμωξη από C. difficile συνδέεται ολοένα και περισσότερο με τη διαχείριση της χρήσης των αντιβιοτικών. Στο πλαίσιο αυτό, η λανθασμένη χρήση αντιβιοτικών μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη αντιμικροβιακής αντοχής, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο εκδήλωσης λοίμωξης από C. difficile και άλλες επιπλοκές. Η λοίμωξη από C. difficile αντιμετωπίζεται επίσης συχνά με αντιβιοτικά ευρέος φάσματος που βλάπτουν με τη σειρά τους τα «καλά» βακτήρια, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο υποτροπής της λοίμωξης. Ο επαναπροσδιορισμός και η βελτιστοποίηση της χρήσης αντιβιοτικών στη θεραπεία της λοίμωξης από C. difficile μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση αναφοράς για τη σωστή διαχείριση των μολυσματικών ασθενειών.