Στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο των μνημονίων παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συγκεκριμένα το δικαίωμα των πολιτών στη σίτιση, καταλήγει Έκθεση που δημοσιεύει σήμερα στις Βρυξέλλες το Transnational Institute (TNI), ένα ανεξάρτητο μη κερδοσκοπικό ερευνητικό κέντρο με έδρα την Ολλανδία, σε συνεργασία με την οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων FIAN International και την ελληνική οργάνωση Agroecopolis, αναφέρει το protothema.
Σύμφωνα με την έκθεση, «τα μέτρα λιτότητας όχι μόνο αύξησαν τη φτώχεια και την επισιτιστική ανασφάλεια, αλλά και εδραίωσαν ένα επιχειρηματικό καθεστώς γεωργικών ειδών διατροφής, το οποίο διαιωνίζει τις ανισότητες στην πρόσβαση και τον έλεγχο των τροφίμων».
Σχολιάζοντας την Έκθεση, ο Ολιβιέ ντε Σάτερ, πρώην ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για το δικαίωμα στη σίτιση (2008-2014) και μέλος της Επιτροπής Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, σημείωσε ότι «η Ελλάδα μπορεί να είναι τώρα, όπως λένε, εκτός κινδύνου, αλλά οι επιπτώσεις ήταν τεράστιες για το βιοτικό επίπεδο των ελληνικών οικογενειών και για το δικαίωμα στη σίτιση ειδικότερα».
«Είναι σημαντικό να αντλήσουμε τα διδάγματα από αυτό που συνέβη. Τα ευρήματα αυτά αποτελούν σημαντική συμβολή σε μια συζήτηση που πρέπει τώρα να διεξαχθεί», κατέληξε ο ίδιος.
Συγκεκριμένα, στην έκθεση σημειώνεται πως το 2017 το 38,9% των αγροτών κινδύνευε από τη φτώχεια, η ανεργία στην ύπαιθρο αυξήθηκε, από 7% το 2008, σε 25% το 2013, ενώ το κατά κεφαλήν αγροτικό εισόδημα μειώθηκε κατά 23,5% κατά τα έτη κρίσης, δηλαδή, από το 2008 έως το 2013.
Επιπλέον, η «επισιτιστική ανασφάλεια» στην Ελλάδα έχει αυξηθεί, με τις τιμές των τροφίμων να αυξάνονται με ταχύτερους ρυθμούς από τις τιμές στην Ευρωζώνη κατά τη διάρκεια της κρίσης, παρά την έντονη πτώση των εγχώριων εισοδημάτων και του κόστους εργασίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διπλασιαστεί το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι (ή ισοδύναμο χορτοφαγίας) κάθε δεύτερη ημέρα (από περίπου 7% το 2008, σε πάνω από 14% το 2016).
Σε ό,τι αφορά τον αγροτικό πληθυσμό, πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν, όπως υψηλότεροι φόροι, η αλλαγή του καθεστώτος φόρου εισοδήματος και η αύξηση του ΦΠΑ, είχαν ως αποτέλεσμα τη συνολική αύξηση των φόρων ως ποσοστό της γεωργικής καθαρής προστιθέμενης αξίας, από το 4% μεταξύ 1993 και 2010, στο 15,4% το 2016.
Εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις, ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως η απελευθέρωση του λιανικού εμπορίου και οι ιδιωτικοποιήσεις, άλλαξαν σημαντικά την ισορροπία υπέρ των μεγαλύτερων εμπόρων λιανικής πώλησης τροφίμων και ιδιωτών εμπόρων σε βάρος των παραγωγών μικρής κλίμακας.
Τέλος, η έκθεση αναφέρει ότι το νέο Σχέδιο Κοινωνικής Αλληλεγγύης το οποίο εφαρμόστηκε προκειμένου να παρέχει σε νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος μηνιαία αποζημίωση, έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, παρέχοντας μόνο 30 έως 200 ευρώ το μήνα ανά νοικοκυριό, με επιπλέον 100 ευρώ για κάθε ενήλικα και 50 ευρώ ανά παιδί.
Ως εκ τούτου, επισημαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ελλάδα αναπτύχθηκε μαζικά η «οικονομία κοινωνικής αλληλεγγύης», καθώς το 2013 καταγράφηκαν 372 κοινωνικές επιχειρήσεις, ενώ τα έτη 2014, 2015 και 2016 αυξήθηκαν στις 585, 714 και 907 αντίστοιχα.
Καταλήγοντας, οι συντάκτες της έκθεσης υπογραμμίζουν πως, παρ’ όλο που τα μέλη της Τρόικας ισχυρίζονται ότι η μόνη ευθύνη για τις επιπτώσεις των μνημονίων βρίσκεται στο ελληνικό κράτος, αυτό είναι «ψευδές», διότι οι υπογραφές στα τρία μνημόνια ήταν «κοινές». «Ως εκ τούτου, η ευθύνη για την παραβίαση του δικαιώματος στη σίτιση είναι επίσης κοινή», αναφέρει η έκθεση, προσθέτοντας ότι η ευθύνη των κρατών -μελών της ευρωζώνης θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι είναι «πολύ μεγαλύτερη, δεδομένων των αποδεικτικών στοιχείων της άμεσης παρέμβασης ή ακόμη και της επιβολής των κρατών-μελών στην Ελλάδα προκειμένου να υπογράψει τα μνημόνια».