‘’Όλη η γειτονιά ξεσηκωνόταν από τις φωνές του.’’
‘’Μα μιλάμε για τα παιδικά του χρόνια….’’
‘’Ναι ακριβώς, από παιδί, μόλις άρχισε να πηγαίνει Πρώτη Δημοτικού.’’
Του Νίκου Παπαποστόλου
‘’Και τι φώναζε, τι έλεγε στον ύπνο του;’’
‘’Φώναζε και ζητούσε την καρέκλα, την καρέκλα…’’
‘’Δε σε καταλαβαίνω φίλε μου, ποια καρέκλα ζητούσε στον ύπνο του;’’
‘’Τη μεγάλη, τη φαρδιά, με στηρίγματα για να ακουμπάει τα χέρια του και να ‘ναι σκαλισμένη.’’
‘’Χριστός και Παναγιά, και γιατί ζητούσε μια καρέκλα; δεν του άρεσαν τα θρανία, εκεί που κάθονταν και τ’ άλλα παιδιά;’’
‘’Αυτή ονειρευόταν, κι όταν στα όνειρα έβλεπε ότι κάποιος του την έπαιρνε, φώναζε: την καρέκλα, την καρέκλα και τόσο δυνατά, που όπως σου είπα, ξυπνούσε όλη τη γειτονιά.’’
‘’Και δεν το ξεπέρασε αυτό κάποια στιγμή;’’
‘’Φάνηκε ότι το ξεπέρασε κάποια στιγμή….πήγε Δημοτικό, Γυμνάσιο και έφτασε στο Λύκειο και κοιτούσε πάντα την καρέκλα εκεί.’’
‘’Καλά, στο Λύκειο δεν του άρεσε να μπαίνει στην τάξη και να κάθεται στα θρανία;’’
‘’Ποιά θρανία φίλε μου, πάγκοι ήταν γι’ αυτόν και δίπλα του κάθονταν κι άλλα παιδιά.’’
‘’Για τους συμμαθητές του, μου μιλάς, δεν είχε πιάσει φιλίες με συμμαθητές του;’’
‘’Ποια είναι αυτά τα παιδιά, από που ήρθαν και πως τολμούν να κάθονται δίπλα του, αυτό τον βασάνιζε….’’
‘’Δε σε καταλαβαίνω, δεν παρακολούθησε τα μαθήματα του Λυκείου;’’
‘’Πως-πως, κάπου-κάπου έμπαινε και στην τάξη αλλά τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στο γραφείο της Λυκειάρχου….έκανε και βόλτες μαζί της έξω από τις τάξεις, αλλά τον πολύ χρόνο τον περνούσε στο γραφείο της.’’
‘’Θες να μου πείς εκεί που υπήρχε και η φαρδιά καρέκλα της Λυκειάρχου…. τον άφηνε η Λυκειάρχης να κάθεται στην καρέκλα της;’’
‘’Δεν ξέρω, δεν βλέπαμε τί γινόταν μέσα στο γραφείο της Λυκειάρχου αλλά κι αυτό είναι πιθανό.’’
‘’Τώρα κατάλαβα, ησύχαζε έστω όταν μπορούσε να βλέπει την καρέκλα των ονείρων του, έστω στο γραφείο της Λυκειάρχου;….εξακολουθεί να βλέπει όνειρα;’’
‘’Τώρα όχι πια, όχι όνειρα, τώρα είδε το όνειρο το φρικτό, εκεί να δεις φωνές μέσα στον ύπνο του.’’
‘’Τί είδε, και γιατί ήταν φρικτό αυτό το όνειρο γι’ αυτόν;’’
‘’Είδε να μπαίνει σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, να βλέπει την καρέκλα του, να κάνει βήματα για να καθίσει, αλλά εκεί, ω Θεέ μου, εκεί έγινε το κακό και έβαλε τις φωνές….’’
‘’Τί είδε σ’ αυτό το όνειρο, το φρικτό όπως λες κι έβαλε και πάλι τις φωνές;’’
‘’Είδε έναν τσολιά να παίρνει την καρέκλα του και καθώς την γύρισε είδε για πρώτη φορά τι έγραφε από πίσω η καρέκλα του.’’
‘’Τι έγραφε από πίσω η καρέκλα… επιτέλους, πες μου να καταλάβω;’’
‘’Θα σου πω και θα καταλάβεις φίλε μου…αυτό που είδε να γράφει η καρέκλα του στην πίσω πλευρά της, που ποτέ δεν την είχε κοιτάξει από πίσω, ήταν: ΣΗΜΕΡΟΝ ΕΜΟΥ, ΑΥΡΙΟΝ ΕΤΑΙΡΟΥ ΚΑΙ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΕΝΟΣ’’