Η καθυστέρηση της αξιολόγησης “βουλιάζει” την αγορά

Ανησυχία για σοβαρές επιπλοκές και εκτροχιασμό των στόχων του 2017 διατυπώνουν αναλυτές και οικονομολόγοι προβλέποντας περαιτέρω επιδείνωση στα περισσότερα μέτωπα της οικονομίας εξαιτίας της αισθητής πλέον καθυστέρησης στη 2η αξιολόγηση.

Σύμφωνα με τον Liberal.gr, με δεδομένο πλέον ότι το καλύτερο σενάριο που υπάρχει στο τραπέζι είναι να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις το νωρίτερο στο τέλος Μαΐου –και αυτό εφόσον δεν υπάρξουν πολιτικές επιπλοκές– οι κύριες πηγές προβληματισμού προέρχονται από το χειρόφρενο που έχουν ήδη τραβήξει οι περισσότεροι κρίσιμοι τομείς της οικονομίας και την ανησυχητική αύξηση του αριθμού των πολιτών και επιχειρήσεων που δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους.

Είτε δει κανείς τα στοιχεία που αφορούν στις επενδύσεις, τις εξαγωγές και την ανεργία, είτε την κατανάλωση και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στο κράτος και τις τράπεζες, η απραξία στην οικονομία το τελευταίο 6μηνο, προοιωνίζεται αισθητά χαμηλότερη ανάκαμψη του ΑΕΠ συγκριτικά με τις προβλέψεις για άνοδο 2,7% το 2017.

Στο αρνητικό αυτό μείγμα έρχεται να προστεθεί και η πολιτική αβεβαιότητα η οποία πηγάζει από την αντικειμενική δυσκολία της κυβέρνησης να διαχειριστεί τη συμφωνία και να την υποστηρίξει στο εσωτερικό, έχοντας ήδη υποστεί ισχυρή δημοσκοπική φθορά.

Ήδη αυτές τις ημέρες τα μοντέλα αρκετών αναλυτών αναπροσαρμόζουν τις εκτιμήσεις τους και κατεβάζουν τον πήχη της ανάπτυξης αρκετά χαμηλότερα, μεταξύ του 0,5% με 1% για το 2017.

Επί της ουσίας οι οικονομολόγοι μιλούν για ακόμη μία χρονιά στασιμότητας ή ισχνής ανόδου του ΑΕΠ ακόμη και αν μετά το δεύτερο εξάμηνο του έτους υπάρξει αλλαγή σκηνικού στην οικονομία με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ.

Οι κίνδυνοι που προκύπτουν από μια τέτοια εξέλιξη είναι πολλαπλοί. Ως επί το πλείστον συνδέονται όμως με δύο ανησυχίες: η μία είναι το ενδεχόμενο να χαθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018 (που με τη σειρά του θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τον «κόφτη δαπανών» για πρόσθετα μέτρα έως 1 δισ. ευρώ εφόσον η απόκλιση ξεπεράσει το 0,5%), και η δεύτερη έχει να κάνει με τις προκλήσεις που θα κληθούν αντιμετωπίσουν οι τράπεζες στα stress tests του 2018 εφόσον συνεχίσουν να επιδεινώνονται οι συνθήκες μείωσης των κόκκινων δανείων.

Το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς θεωρείται πάντως ήδη χαμένο από πλευράς οικονομικών επιδόσεων και εκτιμάται ότι θα κλείσει γύρω από το «μηδέν», ενώ το ερωτηματικό είναι αν τις επόμενες εβδομάδες θα υπάρξουν θετικές εξελίξεις από το μέτωπο της αξιολόγησης ώστε μέσω της αλλαγής κλίματος, να επιβραδύνουν μια βαθύτερη επιδείνωση στο δεύτερο τρίμηνο της χρονιάς.

Η πορεία επιδείνωσης θα μπορούσε να ανακοπεί εφόσον καταστεί εφικτό να κλείσει τον Απρίλιο τουλάχιστον η λεγόμενη τεχνική συμφωνία για τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στο μνημόνιο μέχρι το 2018.

Παρόλα αυτά όπως έδειξαν οι τηλεδιασκέψεις των τελευταίων ημερών, οι διαφορές παραμένουν πολύ μεγάλες για να επιτευχθεί γρήγορα μια προσέγγιση τόσο στο θέμα των εργασιακών το οποίο η κυβέρνηση έχει αναδείξει σε «τελευταίο καταφύγιο» της διαπραγμάτευσης, όσο και στο θέμα της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας όπου ασκούνται πιέσεις για βίαιες λύσεις μέσω της πώλησης μονάδων της ΔΕΗ.

Παρά τον έκδηλο προβληματισμό που επικρατεί στην πραγματική οικονομία, η κυβέρνηση έχει συνειδητά επιλέξει να υποβαθμίσει το ρίσκο εκτροχιασμού και να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην πολιτική διαπραγμάτευση.

Το επιχείρημα ότι «η διαπραγμάτευση περιορίζει το μελλοντικό οικονομικό κόστος για τους πολίτες και την οικονομία» αποδεικνύεται προς το παρόν έωλο διότι αυτό που υπάρχει μπροστά και με ορίζοντα το 2020 είναι νέες περικοπές συντάξεων και νέοι φόροι.

Δηλαδή ένα καθαρά υφεσιακό νέο πακέτο μέτρων το οποίο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα αντισταθμιστεί από αναπτυξιακά αντίμετρα.