Τα ευρωπαϊκά κράτη αρνήθηκαν τον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό δείχνοντας τον δρόμο για το μέλλον. Τώρα οπισθοχωρούν και το μεγαλύτερο δημιούργημά τους, η Ευρωπαϊκή Ένωση, κινδυνεύει.
Ποιος είναι ο Παλιός Κόσμος και ποιος ο Νέος; Μέχρι πρόσφατα, η απάντηση ήταν προφανής. Ο Νέος Κόσμος ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η «γη της ελευθερίας», η χώρα που θεμελιώθηκεί και κατοικήθηκε από τους ανθρώπους που εγκατέλειψαν την Ευρώπη της πολιτικής καταπίεσης, της οικονομικής οπισθοδρόμησης και της πολιτιστικής παρακμής.
Του Ρόμπερτ Μενάς*
Συγκριτικά με τις ΗΠΑ, η Ευρώπη ήταν ο Παλιός Κόσμος -μια ολόκληρη ήπειρος που διαιρέθηκε και αυτοκαταστράφηκε κατά τη διάρκεια δύο παγκόσμιων πολέμων.
Στην αρχή, η σχέση των δύο ηπείρων έγινε αφορμή για πολλά ανέκδοτα. Ο Henry James, ο γίγαντας της αμερικανικής λογοτεχνίας που μετεγκαταστάθηκε στην Ευρώπη, έγραψε το 1878 το μυθιστόρημα «Οι Ευρωπαίοι».
Σ’ αυτό περιγράφει μια συνάντηση ανάμεσα σε δυναμικούς, νεόπλουτους Αμερικανούς και πολιτισμικά πλούσιους, αλλά απολιθωμένους Ευρωπαίους, η οποία καταλήγει σε διασκεδαστικές καταστάσεις. Στο μυθιστόρημά του ο James δεν απεικόνισε μόνο τις διαφορές ανάμεσα στο Παλιό και το Νέο, αλλά προέβλεψε και τη διατλαντική συμμαχία τους.
Έκτοτε, όμως, ο κόσμος έχει αλλάξει. Το Νέο έχει παλιώσει, ενώ το Παλιό έχει επαναπροσδιοριστεί.
Η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που κατέληξε στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης του σήμερα, είναι πλέον το Νέο -ένα sui generis της πολιτικής. Μια ιδέα γέννημα της λογικής, που δεν παύει να είναι ριζοσπαστική. Πηγάζει από την ιστορική πείρα και καθιστά (ή μπορεί να καταστήσει) εφικτό ένα μέλλον ελεύθερο και ειρηνικό αντί για έναν φαύλο κύκλο πόνου και αίματος. Οι ρίζες της απλώνονται στην Ευρώπη για πάνω από 60 χρόνια και τελικά αποδείχθηκε για την ανθρωπότητα ένα άλμα μεγαλύτερο κι από αυτό του ανθρώπου στη Σελήνη.
Η επαναστατικότητά της βρισκόταν στο ότι η Ευρώπη, για πρώτη φορά, δεν επιδίωκε τον εξευρωπαϊσμό του υπόλοιπου κόσμου, αλλά του εαυτού της. Με αυτόν τον τρόπο, και έχοντας ως ζωντανό παράδειγμα τον Διαφωτισμό, θα μπορούσε να καινοτομήσει και να δομήσει έναν ειρηνικό κόσμο.
Η λέξη-κλειδί, όμως, είναι το «θα μπορούσε», αφού η απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη είναι για την Ευρώπη πλέον τόσο μεγάλη όσο και το χάσμα ανάμεσα στην ομορφιά του αμερικανικού Συντάγματος και τη δύσκολη αμερικανική πραγματικότητα του Τραμπ.
Για να κατανοήσουμε τον «αυτο-ευρωπαϊσμό της Ευρώπης», μπορούμε να συγκρίνουμε το σημερινό ευρωπαϊκό εγχείρημα της ενοποίησης με το παλιότερο, άτυπο ευρωπαϊκό εγχείρημα: τη σχηματοποίηση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες, από πολλές απόψεις, έμειναν στάσιμες στα ιδεώδη του Παλαιού Κόσμου, που τις θεμελίωσαν και τις διαμόρφωσαν.
Τότε, οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες, για να κατακτήσουν την επικράτεια που αργότερα θα ονομαζόταν Ηνωμένες Πολιτείες, χρησιμοποίησαν βία. Οι επίγονοί τους κράτησαν αυτή την επικράτεια ενωμένη με έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Όλα αυτά δημιούργησαν ένα έθνος που έμαθε να επιβάλλει τα συμφέροντα της ελίτ του σε όλον τον κόσμο, χρησιμοποιώντας ακόμα και στρατιωτικά μέσα.
Σήμερα, το νέο ευρωπαϊκό σχέδιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, υιοθετεί την αντίθετη προσέγγιση: διευρύνει την επικράτειά της μέσω της εθελούσιας προσχώρησης, ενώνεται μέσα από την καθιέρωση κοινών νομικών προτύπων, επιδιώκει να υπερνικήσει τον εθνικισμό και, ως υπέρμαχος της ειρήνης, δεν επιθυμεί να επιβάλλει τα συμφέροντά της με στρατιωτικά μέσα.
Οι ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήθελαν να βάλουν ένα τέλος στην ατελείωτη βία και την εχθρότητα, με τις οποίες γράφτηκε η μεγάλη και αιματηρή ιστορία της ηπείρου τους. Και μετά το 1945, ήταν φανερό πως ο μεγαλύτερος εχθρός του σχεδίου τους κρυβόταν στον εθνικισμό. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των αποκαλούμενων εθνικών συμφερόντων για αγορές, πόρους και σφαίρες επιρροής, οδηγούσε σταθερά σε εθνικές συγκρούσεις, είτε υπό τη μορφή εμπορικών πολέμων είτε μέσω της στρατιωτικής σύγκρουσης.
Και όσο συνεχίζονταν οι πολεμικές αντιπαραθέσεις, οι ειρηνευτικές συμφωνίες αποδεικνύονταν άχρηστες -το ίδιο και διεθνείς οργανισμοί όπως η Κοινωνία των Εθνών και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Αυτό ήταν ένα οδυνηρό μάθημα για τη γενιά που, από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι το 1945, μέσα από τον πυρετό του εθνικισμού έζησε τους πολέμους για την ενοποίηση της Γερμανίας και δύο παγκόσμιους πολέμους. Ο τελευταίος, μάλιστα, σχεδόν κατέστρεψε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και στάθηκε η αφορμή για τα χειρότερα μέχρι τώρα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως η φρίκη του Άουσβιτς.
Όλα αυτά έπρεπε να γίνουν παρελθόν. Ήταν η μόνη ελπίδα για να δημιουργηθεί έμπρακτα κάτι εντελώς νέο: μια μετα-εθνική τάξη, η οποία θα εξελισσόταν μακριά από τις πολιτικές προδιαγραφές του Παλαιού, στο οποίο ανήκουν τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέβαλαν στην απελευθέρωση της Ευρώπης από τον φασισμό και κάθε σκεπτόμενος Δυτικός νιώθει ευγνωμοσύνη γι’ αυτό. Όμως, όντως οι Αμερικανοί πήραν μέρος στον πόλεμο για να απελευθερώσουν τα έθνη από τον φασισμό; Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα ούτε με τον ισπανικό ούτε και με τον πορτογαλικό φασισμό.
Ο Francisco Franco στην Ισπανία και ο Antοnio de Oliveira Salazar στην Πορτογαλία υπήρξαν σύμμαχοι της Αμερικής μέχρι τον θάνατό τους στα μέσα της δεκαετίας του 1970 (οι δύο χώρες τελικά απελευθερώθηκαν και εκδημοκρατίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση).
Στη Χιλή πάλι, ο δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος ενός κυρίαρχου κράτους ανατράπηκε από τη CIA και αντικαταστάθηκε από μια φασιστική δικτατορία. Η υπερήφανη και πλούσια χώρα της Αργεντινής οδηγήθηκε σε πτώχευση και βυθίστηκε στη δυστυχία από ένα φασιστικό καθεστώς που υποστηριζόταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι πολιτικές αυτού του είδους, καθώς και οι δεκάδες στρατιωτικές επεμβάσεις που υποκίνησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 1945 και μετά, κατέστησαν σαφές στους Ευρωπαίους πως μια τόσο επιθετική και αυτοαναφορική προσέγγιση ήταν ξεπερασμένη και δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε βιώσιμη ειρήνη. Αντίθετα, θα κατέστρεφε το μέλλον ακόμα περισσότερων γενεών.
Έτσι, δημιούργησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση και την έκαναν σαφώς αντιφασιστική -και μάλιστα όχι μόνο στις περιπτώσεις που η συγκεκριμένη πολιτική εξυπηρετούσε τα οικονομικά τους συμφέροντα, αλλά ακόμα κι όταν ο φασισμός θα μπορούσε ίσως να χρησιμεύσει στα ευρωπαϊκά έθνη για την επίτευξη των πολιτικών τους στόχων.
Τα πρώην σταλινικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, έπειτα από την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, επωφελήθηκαν από την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εξασφάλισαν ότι η ελευθερία που κέρδισαν δεν θα οδηγούσε στο χάος, αλλά σε μεγαλύτερη ευημερία και τη μετάβασή τους σε ένα κράτος δικαίου, ακόμα και με τις Ηνωμένες Πολιτείες να προσπαθούν διαρκώς να δημιουργήσουν αντιπαλότητες ανάμεσα στις χώρες της Δυτικής και της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επικύρωσαν ποτέ την Οικουμενική Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα -μια στάση του (πολύ) Παλαιού Κόσμου.
Στην Ευρώπη, αντίθετα, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπληρώνει νομικά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία λειτουργεί ως Σύνταγμα. Φαντάζομαι, μάλιστα, πως κάθε ανοιχτόμυαλος Αμερικανός θα σκέφτεται πως θα ήθελε να ήταν Ευρωπαίος πολίτης του Νέου Κόσμου.
Η ιδέα που ακολούθησαν οι ιδρυτές του ευρωπαϊκού σχεδίου για να επιτευχθεί η ειρήνη, ήταν απλή και ευφυέστατη: ήθελε τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έχουν κοινά οικονομικά συμφέροντα, να υπακούν σε κοινούς κανόνες και να υπόκεινται σε συνεχείς ελέγχους. Έτσι, δεν θα συμπεριφέρονταν ιδιοτελώς και δεν θα έπλητταν το ένα τα συμφέροντα του άλλου. Ο τελικός στόχος των πρακτικών αμοιβαιότητας ήταν να υποχωρήσει ο εθνικισμός, ώστε οι μικρότερες χώρες της Ευρώπης να γίνουν πιο ισχυρές απ’ ό,τι αν λειτουργούσαν αυτόνομα.
Όπως προαναφέρθηκε, αυτή η ιδέα γεννήθηκε από την ιστορική πείρα. Σύντομα, όμως, ενόψει των νέων, επικείμενων προκλήσεων, αποδείχθηκε ως η πιο λογική στρατηγική για έναν ελεύθερο κόσμο. Φυσικά, μια από τις νέες αυτές προκλήσεις είναι η διαχείριση της παγκοσμιοποίησης. Όμως, τελικά, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτα περισσότερο από την κατεδάφιση των εθνικών συνόρων και την αποδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας.
Έτσι προκύπτει πως η ευρωπαϊκή ιδέα για μια ενιαία πολιτική οργάνωση είναι η μόνη που έχει διατηρηθεί στον χρόνο. Μπροστά της, η εθνική παντοδυναμία, της οποίας υπέρμαχος είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, μοιάζει παλιομοδίτικη. Θα ήταν, λοιπόν, εντελώς ανόητο να μιμηθούμε την Αμερική και να οικοδομήσουμε μια νεο-ιμπεριαλιστική ευρωπαϊκή κυριαρχία.
Η γενιά που σκέφτηκε και υλοποίησε το νέο ευρωπαϊκό σχέδιο, με μικρά, αλλά σταθερά βήματα, έκανε εκπληκτική πρόοδο: μια κοινή αγορά, ένα κοινό νόμισμα, μια κοινή διακυβέρνηση και μια κοινή διοικητική δομή. Και τελικά πέτυχε κάτι ασυνήθιστο για την Ευρώπη: μια μακρά περίοδο ειρήνης.
Ωστόσο, δεν κατάφερε ακόμα να μετεξελιχθεί σε μια πραγματικά ενιαία δημοκρατία. Έχουμε ένα υπερεθνικό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά εξακολουθούμε να ψηφίζουμε μόνο τα κόμματα και τους υποψηφίους της χώρας μας. Και το Κοινοβούλιο αυτό δεν έχει δικαίωμα να κινεί νομοθετικές διαδικασίες. Επίσης, έχουμε ένα υπερεθνικό εκτελεστικό όργανο με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά η Συνθήκη της Λισαβόνας, μέσα από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, τη μετέτρεψε σε θλιβερή γραμματεία των αρχηγών και των κυβερνήσεων του εκάστοτε κράτους-μέλους.
Το ισχυρότερο θεσμικό μας όργανο είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Εκεί, οι αρχηγοί και οι υπουργοί ορισμένων χαρτοφυλακίων των εθνικών κρατών και των κυβερνήσεων επιλύουν διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών, οι οποίες, επί της ουσίας, εμποδίζουν την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική.
Παρότι η θεμελιώδης ιδέα του ευρωπαϊκού πολιτικού σχεδίου παραμένει πρωτοποριακή, στην πράξη παγιδεύεται σε μια αντιπαραγωγική αντίφαση μεταξύ της μετα-εθνικής ανάπτυξης και ενός εκ νέου αναδυόμενου εθνικισμού. Με λίγα λόγια, βρίσκεται ανάμεσα στην πολιτική των κοινών συμφερόντων που προτείνει η Ευρωπαϊκή Ένωση και στον εθνικό εγωισμό κάθε κράτους-μέλους.
Όπως δεν μπορεί κανείς να είναι… ολίγον έγκυος (ή είσαι ή δεν είσαι), έτσι δεν μπορεί να εφαρμοστεί και το ευρωπαϊκό σχέδιο με συμβιβασμούς (ή θα εφαρμοστεί αυτούσιο ή καθόλου). Για πολύ καιρό, πίστευα ότι η Ευρώπη εγκυμονούσε το μέλλον. Τα συμπτώματα, όμως, είναι προφανή: η Ευρώπη μολύνεται από την ιστορική και διαχρονική ασθένεια του εθνικισμού.
Αυτό θα οδηγήσει στον θάνατο της Ένωσης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να μάχονται για παγκόσμια κυριαρχία ενάντια στις άλλες παγκόσμιες δυνάμεις και, για να την επιτύχουν, δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν ακόμα και στρατιωτικά μέσα.
Εν τω μεταξύ, η προοδευτική Ευρώπη, η οποία γύρισε την πλάτη της στον ιμπεριαλισμό και επαναπροσδιορίστηκε ως μια ειρηνική συμμαχία, κινδυνεύει να γίνει μια ήπειρος ανίσχυρων χωρών -να μείνει με μόνο λίγα ψίχουλα από την πίτα της παγκόσμιας εξουσίας.
Θα υπάρξει σημαντική δυστυχία και απογοήτευση στην Ευρώπη -τόσο πολύ που, ακόμα και το «Ποτέ ξανά!», το ευρωπαϊκό σύνθημα που μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους υποσχόταν στους Ευρωπαίους ειρήνη, θα μπορούσε να ξεχαστεί. Και τότε όλα θα πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή.
Δεν θα μπορέσουμε να σώσουμε τον πλανήτη, αν δεν μπορέσουμε να σώσουμε τον Νέο Κόσμο. Και πλέον έχω αρχίσει να υποφέρω από την αγάπη μου για τον Νέο Κόσμο, την Ευρώπη.
*Ο Ρόμπερτ Μένας είναι Αυστριακός συγγραφέας και κριτικός τέχνης. Στο επίκεντρο της θεματικής του είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η παγκοσμιοποίηση.