Ενώ είχε με σαφήνεια εκδηλώσει την επιθυμία του να αποχωρήσει μετά την 2η θητεία του, την Τρίτη 29 Μαΐου 2018 ο Θόδωρος Φέσσας θα βρεθεί και πάλι στη θέση του προέδρου του ΣΕΒ—κατά μία έννοια «χωρίς να το θέλει.»
Στην τετραετία που πέρασε ο Θόδωρος Φέσσας λειτούργησε ως ένα βαθμό κατευναστικά και κατά μία έννοια μεταβατικά – καθώς ο ΣΕΒ συνεχίζει να αναζητά τη νέα ταυτότητα του και ως εκ τούτου τους νέους στόχους του και τη νέα δομή που θα τους εξυπηρετήσει.
Του Αντώνη Κεφαλά
Η πολυτέλεια του χρόνου, όμως, δεν υπάρχει πιά. Η οκταετία της κρίσης άλλαξε εκ βάθρων το κοινωνικό και οικονομικό υπόστρωμα της χώρας. Και η ηγεσία του ΣΕΒ καλείται τώρα να διαχειριστεί την πορεία του κορυφαίου εργοδοτικού οργάνου της χώρας σε μία πολιτικά ασταθή και οικονομικά κρίσιμη στιγμή. Το νέο Δ.Σ. οφείλει να επωμισθεί την ευθύνη της χάραξης των νέων συντεταγμένων και να απαλύνει ταυτόχρονα το βάρος που αναπόφευκτα φέρει ο πρόεδρος.
Στις γραμμές που ακολουθούν εκφράζονται μερικές σκέψεις για την «επόμενη ημέρα» του ΣΕΒ:
Η ίδρυση πριν από λίγους μήνες της οργάνωσης «Ελληνική Παραγωγή» δημιούργησε φαντάσματα σχίσματος στην βιομηχανία, καθώς βεβιασμένα και λαθεμένα ερμηνεύτηκε ως κίνηση δημιουργίας του αντί-ΣΕΒ. Στην πράξη, η «Ελληνική Παραγωγή» ανταποκρίνεται σε μία ιστορική αναγκαιότητα: χρησιμεύει ως καταλύτης στην συζήτηση για την μορφή, την αποστολή και την λειτουργία του ΣΕΒ στη νέα εποχή που διαμορφώνει η χρόνια και χωρίς σοβαρή προοπτική οριστικής απόδρασης απ’ αυτήν, οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση της χώρας.
Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που ο ΣΕΒ γνωρίζει εντάσεις. Ιδρύθηκε ως ο κύριος εκπρόσωπος της βιομηχανίας και βιοτεχνίας αλλά σύντομα φάνηκε πως αυτή η συνύπαρξη δεν ήταν εφικτή. Το διαζύγιο δεν ήταν ακριβώς βελούδινο. Συνέχισε ως σύνδεσμος βιομηχάνων και αντιμετώπισε με καρτερικότητα, διορατικότητα και καινοτομίες τις καταστροφές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με έρευνες συγκέντρωνε, επεξεργαζόταν και δημοσίευε στοιχεία –όπως τον δείκτη βιομηχανικής παραγωγής και την ανάλυση ισολογισμών –όταν για το επίσημο το κράτος αυτά ήταν…ψιλά γράμματα.
Με κύριο εμπνευστή τον Θόδωρο Παπαλεξόπουλο εκσυγχρονίστηκε και μετονομάστηκε σε σύνδεσμο βιομηχανιών – ορθά αντανακλώντας την απεξάρτηση της επιχείρησης από τον ιδρυτή/κύριο μέτοχο και την άνοδο του επαγγελματία μάνατζερ. Μαζί ο Δημήτρης Μαρινόπουλος ως πρόεδρος και ο Θόδωρος Παπαλεξόπουλος ως Γενικός Γραμματέας δεν δίστασαν, και πάλι ορθά, να κατηγορήσουν την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για «σοσιαλμανία», όταν είδαν την επέλαση του κράτους στις επιχειρήσεις και την καταστρατήγηση των νόμων της ελεύθερης αγοράς. Και ο ΣΕΒ ήταν η μόνη επαγγελματική οργάνωση που διαμαρτυρήθηκε για τις εξελίξεις αυτές.
Η πρόσφατη πορεία του ΣΕΒ
Ο 21ος αιώνας ξεκίνησε με τον Οδυσσέα Κυριακόπουλο στην προεδρία του ΣΕΒ. Γόνος παραδοσιακής βιομηχανικής οικογένειας, με επιρροή αντίστοιχη του υψηλού κύρους της και των επιχειρηματικών επιτευγμάτων της, ο νέος (και σε ηλικία και σε νοοτροπία) πρόεδρος εκσυγχρόνισε την διοικητική δομή της οργάνωσης και αποτέλεσε τον φυσικό κρίκο που ένωσε τα νέα βιομηχανικά τζάκια με τα παλιά.
Παράλληλα, ήταν η αιχμή του δόρατος που άνοιξε για αρκετά εκατοστά τις πόρτες του ΣΕΒ στην υποδοχή μη βιομηχανικών επιχειρήσεων. Ήταν τα χρόνια της ευμάρειας και αυτό βοήθησε τον Κυριακόπουλο να αποφύγει τις ανοιχτές ρήξεις. Όλοι έβγαζαν λεφτά—οπότε οι εκάστοτε «εσωτερικές» διαφωνίες περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Έμεναν για …αργότερα!
Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος έφερε ανατροπές στον ΣΕΒ. Επιδιώκοντας να τον μετατρέψει στον κατεξοχήν εκπρόσωπο της επιχειρηματικής τάξης συνολικά, επιτάχυνε την υπάρχουσα διαδικασία και άνοιξε διάπλατα τις πόρτες σε μη βιομηχάνους. Δικαιωματικά, κατά μία έννοια, είχε έτσι ο ΣΕΒ θέση στις Βρυξέλλες –ως εκπρόσωπος της εργοδοσίας.
Ταυτόχρονα έγκαιρα (το 2006) διέβλεψε την έλευση της κρίσης, ορθά διέγνωσε ότι αυτή ήταν πρωταρχικά πολιτική και τη διαχειρίστηκε, για λογαριασμό του επιχειρηματικού κόσμου, με πολιτικούς όρους: παρεμβαίνοντας ουσιαστικά και όχι προσχηματικά και καλώντας την κοινωνία να παίξει τον ρόλο του επιδιαιτητή.
Στήριξε το μεταρρυθμιστικό σκέλος των μνημονίων αλλά απερίφραστα καταδίκασε το δημοσιονομικό με τις αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις του. Διαβλέποντας μάλιστα την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία έσπευσε σε μία προσπάθεια να τον «υπεθυνοποιήσει», με βάση το πολιτικό σύνθημα ότι «η Δημοκρατία δεν είναι αλά καρτ» και το οικονομικό ότι «η αγορά και η αριστερά μπορούν να συγκλίνουν.»
Στην προσπάθεια του αυτή ο Δασκαλόπουλος δεν βρήκε αρκετούς συμμάχους. Επιχείρησε να συνενώσει μία ευρύτερη συμμαχία κεφαλαιούχων και εργοδοτικών φορέων καλλιεργώντας τη συνείδηση μίας υπεύθυνης ηγετικής τάξης, ενώ δεν ήταν αρκετοί αυτοί που διαπνέονταν από ιδιαίτερα αισθήματα συλλογικής ευθύνης και καθοδηγητικής δράσης.
Το δε άνοιγμα προς τον ΣΥΡΙΖΑ συνάντησε μάλλον έντονη παρασκηνιακή αποδοκιμασία. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, τα μέλη επικεντρώθηκαν σ’ αυτό που θεώρησαν ως «πολιτικοποίηση του ΣΕΒ», στην κρίση και στα μνημόνια, οπότε για μία ακόμη φορά άφησαν τις διαφορές τους κατά μέρος.
Ο Θόδωρος Φέσσας δεν στάθηκε τόσο…τυχερός. Από φύση χαμηλών τόνων, συμβιβαστικός και με ροπή προς την ομαδική προσπάθεια, υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων να διατηρήσει το άνοιγμα προς τον ΣΥΡΙΖΑ, που είχε πλέον ανέλθει στην κυβερνητική εξουσία – όπως το είχε προβλέψει ο Δασκαλόπουλος– αλλά ταυτόχρονα κατέβασε την παρεμβατική ένταση του προκατόχου του, χρησιμοποιώντας ηπιότερους όρους στην –ενίοτε αιχμηρή κατά τα άλλα — κριτική του: πιο τεχνοκρατικούς, λιγότερο «πολιτικούς». Και, κατά τα φαινόμενα, αξιολόγησε σωστά την αυτοκριτική του Δασκαλόπουλου όσον αφορά στην προσοχή που οφείλει να δίνει η διοίκηση του Συνδέσμου στα μέλη, εγκαινιάζοντας πολιτική στενότερης προσέγγισης.
Ο Φέσσας κατεύνασε τα πνεύματα μέσα στον ΣΕΒ και αποκατέστησε ορισμένες ισορροπίες σε επίπεδο διοίκηση, αλλά ταυτόχρονα αντιμετώπισε και μία απρόσμενη επίπτωση: με αφορμή την ένταση και μακροβιότητα της κρίσης και χωρίς τον «μπαμπούλα της πολιτικοποίησης» που είχε συγκαλύψει τις άλλες διαφωνίες, τα μέλη είχαν την… ευκαιρία να στραφούν προς αυτά που τα χωρίζουν – όχι προς αυτά που τα ενώνουν.
Παράλληλα, ορισμένες μάλλον αδόκιμες οικονομικές αναλύσεις από τις υπηρεσίες του Συνδέσμου –που πάντως δεν έφεραν τη σφραγίδα του προέδρου– ερμηνεύτηκαν ως υποβάθμιση της βιομηχανίας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η δημιουργία της οργάνωσης «Ελληνική Παραγωγή» δεν θα όφειλε να προξενεί κατάπληξη.
Ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής
Διαδοχικές διοικήσεις του ΣΕΒ έχουν επιχειρήσει – σε διαφορετικό βαθμό επιτυχίας — να δημιουργήσουν ένα ευρύτερο συνεκτικό επιχειρηματικό πνεύμα, μοιράζοντας ευθύνες και αρμοδιότητες. Το βαθύτερο πρόβλημα παραμένει, όμως: ο κάθε επιχειρηματίας πιστεύει ότι το συνδικαλιστικό όργανο στο οποίο ανήκει και συμμετέχει οφείλει να προασπίζει τα συμφέροντα του – σε επίπεδο επιχείρησης.
Και η κρίση έχει ισχυροποιήσει αυτή την πεποίθηση. Ο ΣΕΒ, όμως, έχει παραδοσιακά λειτουργήσει σε άλλο επίπεδο: του κοινού συμφέροντος. Σ’ αυτήν τη βάση, ένα αίτημα του ΣΕΒ, μια θέση του, έχει θεωρητικά τουλάχιστον τη στήριξη όλων των μελών. Με τον τρόπο αυτόν, όμως, αυτόματα, η παρεμβατικότητα του ΣΕΒ μειώνεται στο επίπεδο του ελάχιστου κοινού παρονομαστή. Οπότε η πολυσυλλεκτικότητα του ΣΕΒ λειτουργεί αρνητικά ως προς την αποτελεσματικότητα του. Όχι σπάνια τον οδηγεί σε μαξιμαλιστικές επιδιώξεις που έτσι δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα στους πολιτικούς κύκλους.
Για να επιλύσει το θέμα αυτό ο ΣΕΒ δεν χρειάζεται να εφεύρει τον τροχό. Η πρακτική αντίστοιχων οργανώσεων στην Αγγλία και Γαλλία, ιδιαίτερα δε στις ΗΠΑ του δείχνουν τον δρόμο. Στην ουσία ένας σύγχρονος ΣΕΒ οφείλει να κινηθεί σε τέσσερα επίπεδα: πρώτον, στο τεχνοκρατικό, με τεκμηριωμένες προτάσεις σε τρέχοντα άμεσου ενδιαφέροντος και επείγοντα επιχειρηματικά και οικονομικά θέματα.
Δεύτερον, στο πολιτικό (και όχι κομματικό) με παρεμβάσεις προς την κοινωνία που θα γίνονται με πολιτικούς όρους. Τρίτον, το καθαρά επιχειρηματικό όπου ο ΣΕΒ οφείλει, χωρίς δισταγμό, να λειτουργήσει ως ένα οργανωμένο και αποτελεσματικό λόμπι, υποστηρίζοντας τα αιτήματα όχι μόνο του συνόλου της βιομηχανίας αλλά και μεμονωμένων εταιρειών. Και, τέταρτον, στο ευρύτερο επίπεδο επαναπροσδιορισμού του ρόλου του.
Οι τέσσερις κατευθύνσεις
Ως προς το πρώτο θέμα, ο σημερινός ΣΕΒ μερικώς μόνο καλύπτει το τεράστιο θέμα της τεχνοκρατικής τεκμηρίωσης, καθώς η προσπάθεια που έγινε μέσω της Στέγης της Βιομηχανίας δεν έφερε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Το αντίθετο μάλιστα: δεν είναι λίγοι οι επιχειρηματίες που θεωρούν πως οι μελέτες της Στέγης απορρόφησαν πολύτιμους και σπάνιους πόρους με αναντίστοιχο αποτέλεσμα. Στη βάση αυτή προέχει η αναδιάταξη σε επίπεδο οργάνωσης και στελεχών με στόχο:
-Την ακριβή αποτύπωση του στίγματος της βιομηχανίας σήμερα και των τάσεων που την προσδιορίζουν διαχρονικά και με προοπτική την επόμενη δεκαετία. Ούτε οι ίδιοι οι βιομήχανοι, ούτε πολύ περισσότερο τα θεσμικά όργανα και η κυβέρνηση έχουν την γνώση αυτή. Πρέπει να αποκτηθεί.
-Την αυστηρή ιεράρχηση των προβλημάτων της βιομηχανίας και την κατάθεση συγκεκριμένων λύσεων – σε επίπεδο μάλιστα πρότασης νόμου—για την επίλυση των 3-4 που βρίσκονται στην κορυφή της ταξινόμησης. Η κατάρτιση και δημοσίευση shopping lists όσο καλή και αναγκαία κι αν είναι δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της αλλαγής.
-Την παρέμβαση στην καθημερινότητα πάνω σε θέματα που «καίνε» την κοινωνία, δείχνοντας έτσι το ευρύτερο ενδιαφέρον του ΣΕΒ και καταθέτοντας την συνεισφορά του στους κοινούς προβληματισμούς.
Ως προς το δεύτερο θέμα, μερικώς, μόνο, επίσης, παρεμβαίνει με πολιτικούς όρους – ίσως σε αντίδραση προς την οκταετή πολιτική Δασκαλόπουλου. Αλλά, η κοινωνία σήμερα δεν «ακούει» αμιγώς τεχνοκρατικές θέσεις.
Μία ανάλυση για τα προβλήματα π.χ. του ασφαλιστικού συνοδευόμενη από τεχνοκρατικές λύσεις δεν θα «μιλήσει» στον πολίτη. Αυτό που θα τον κάνει να ακούσει είναι η με λαϊκούς όρους εξήγηση του πως ακριβώς η μεταρρύθμιση θα τον επηρεάσει. Με άλλα λόγια μεταξύ της παρεμβατικότητας Δασκαλόπουλου και της παρεμβατικότητας Φέσσα υπάρχει ενδιάμεσος χώρος. Ο καθένας κινήθηκε σωστά στην εποχή του. Σήμερα, όμως, η εποχή είναι άλλη. Η οριοθέτηση αυτού του «μεσαίου χώρου» είναι έτσι το ζητούμενο.
Ως προς το τρίτο θέμα, ο ΣΕΒ δεν έχει μηχανισμό για να λειτουργήσει ως λόμπι. Για να το κάνει αυτό θα πρέπει η τεκμηρίωση να γίνεται με τους όρους που περιγράψαμε και όχι να αναλώνεται σε μία προσπάθεια να προδιαγράψει το μέλλον. Αυτό είναι για τους μελλοντολόγους – και πάντως δεν είναι πια της μόδας. Και θα πρέπει η εσωτερική οργάνωση να αντανακλά αυτήν ακριβώς τη λειτουργία του ΣΕΒ: την εμβάθυνση στα ατομικά καθώς και στα στενά κλαδικά προβλήματα, όχι με τη μορφή π.χ. μελετών που με επάρκεια πραγματοποιεί ο ΙΟΒΕ, αλλά με «λειτουργικές» έρευνες σε επίπεδο επιχείρησης ή/και ομοειδών επιχειρήσεων. Ορισμένα στελέχη του ΣΕΒ έχουν την γνώση και μπορούν να συνεισφέρουν πολλά.
Στον επιχειρηματικό κόσμο οφείλει να γίνει κατανοητό το γεγονός ότι ο ΣΕΒ έχει καθήκον να παρουσιάσει με ισχυρά επιχειρήματα, με καθαρότητα και προς όλες τις κατευθύνσεις τα συμφέροντα των μελών του –ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι τη μία ημέρα θα μιλά π.χ. για την ενεργοβόρο βιομηχανία και την άλλη για τους παραγωγούς ενέργειας.
Η επίλυση των διαφορών είναι δουλειά –και καθήκον—της κυβέρνησης. Όχι του ΣΕΒ. Αυτή η αλλαγή προς την κατεύθυνση του lobbying με όρους ΗΠΑ απαιτεί αλλαγή νοοτροπίας – αλλά είναι η μόνη που θα ισχυροποιήσει τον Σύνδεσμο και θα του προσδώσει μία νέα μορφή συνοχής. Με άλλα λόγια είναι κίνηση αλλαγής παιγνιδιού –game changer.
Οι εσωτερικές συγκρούσεις, εξάλλου, αυτόματα υποβαθμίζονται όταν η οργάνωση υποστηρίζει και προωθεί το συμφέρον της κάθε μεμονωμένης επιχείρησης. Αυτό που απαιτείται, παράλληλα, είναι μία αλλαγή νοοτροπίας: να σταματήσει η επιχειρηματική κοινότητα γενικά να αποσύρεται μέσα σε κλειστά κλαμπ, ο δε επιχειρηματίας να σέβεται και να δέχεται την αντίθεση του ανταγωνιστή του, με αντάλλαγμα το ευρύτερο όφελος του επιχειρηματικού κόσμου.
Το τέταρτο και τελευταίο επίπεδο στο οποίο οφείλει να κινηθεί ο ΣΕΒ εστιάζεται στον τουλάχιστον μερικό επαναπροσδιορισμό του ρόλου του. Η εμπειρία και τα αποτελέσματα των τελευταίων περίπου 30 ετών δείχνει ότι το άνοιγμα του ΣΕΒ, η προσπάθεια να αποκτήσει τη μορφή ενός Γαλλικού Patronat, δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες. Μπορεί να ήταν –και ήταν — απαραίτητη. Μπορεί να είχε –και είχε—πλεονεκτήματα. Αλλά, εκεί που βρίσκεται σήμερα η βιομηχανία περιθώρια για παρόμοιες λεπτές ισορροπίες δεν υπάρχουν.
Ο καθένας για τον εαυτό του;
Τα πράγματα είναι απλά και οφείλουμε να τα πούμε με το όνομα τους.
-Θέμα πρώτο, εμπόριο, βιοτεχνία, τουρισμός, τράπεζες, ΜΜΕ, επιδιώκουν και προωθούν την δική τους εκπροσώπηση και είναι απόλυτα ικανά να την πετύχουν με τις δικές τους οργανώσεις και υπηρεσίες. Εξάλλου, αυτό ακριβώς κάνουν. Και η όποια κλίση του κεφαλιού στον ΣΕΒ είναι ακριβώς αυτό: ευγενική χειρονομία (και όχι πάντα).
-Θέμα δεύτερο, οι γεωγραφικές διαφοροποιήσεις παραμένουν ισχυρές και, ως ένα βαθμό, αγεφύρωτες. Ο ΣΕΒ Βορείου Ελλάδος έχει περίπου αυτονομηθεί, οι άλλοι περιφερειακοί σύνδεσμοι ακολουθούν σε σημαντικό βαθμό τον δικό τους δρόμο. Αν υπάρχει ένας τρόπος να επιτευχθεί ξανά μία μορφή ενότητας αυτός είναι η επικέντρωση στα προβλήματα και θέματα της βιομηχανίας.
-Θέμα τρίτο, η κάλυψη που έχει δώσει ο ΣΕΒ στην πολυσπερμία των μελών του έχει ενίοτε υπάρξει τεχνοκρατικά αδύναμη, χρονικά ανεπίκαιρη και πολιτικά ελλιπής. Και αυτό σχετίζεται και με την οργάνωση/λειτουργία και με τους στόχους του ΣΕΒ.
-Θέμα τέταρτο, η στροφή κυρίως προς την βιομηχανία μπορεί μελλοντικά να στερήσει πόρους από τον ΣΕΒ. Στην βιομηχανία εναπόκειται να καλύψει το κενό – εφόσον αυτό βλέπει ως συμφέρον της.
-Θέμα πέμπτο και τελευταίο, η βιομηχανία κινδυνεύει. Δεν μιλάμε για την υλοποίηση του ανέφικτου για την Ελλάδα στόχου να αποτελεί το 2020 το 20% του ΑΕΠ. Μιλάμε για το αν η Ελλάδα θα έχει βιομηχανία το 2030. Διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν αναδείξει το αντιεπιχειρηματικό τους μένος (εν είδη αριστερής συνείδησης/ενοχής) με ακούσιες και εκούσιες κινήσεις που καταστρέφουν την βιομηχανία.
Αν η Ελλάδα είναι σήμερα μία μορφή προσοδοφόρου κράτους (rentier state) αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις επιλογές όλων των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν την βιομηχανία περίπου ως εχθρό.
Το ελληνικό κράτος ποτέ δεν σχεδίασε βιομηχανική πολιτική. Κινήσεις περιστασιακές, λύσεις ατελείς, αδιαφορία και καιροσκοπισμός χαρακτηρίζουν την βιομηχανική «πολιτική» των διαφόρων κυβερνήσεων. Αυτό το τεράστιο κενό οφείλει τώρα να καλύψει ο ΣΕΒ και να το πράξει με απόλυτη προτεραιότητα και σε απόλυτα πρακτικό επίπεδο.
Είναι σαφές ότι το νερό πίσω δεν κυλά. Η πόρτα του ΣΕΒ άνοιξε και δεν μπορεί να κλείσει ξανά ερμητικά. Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΕΒ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πόλος ενότητας και συγκέντρωσης για τα πολύ μεγάλα και πλατιά θέματα που απασχολούν την ευρεία επιχειρηματική κοινότητα. Η ιστορία του ΕΣΙΠ (Εθνικό Συμβούλιο Ιδιωτικής Πρωτοβουλίας) στη δεκαετία του 1980 έχει ίσως να προσφέρει μερικά ενδιαφέροντα και πάντα επίκαιρα διδάγματα.
Τέλος, πορεία του ΣΕΒ από εδώ και πέρα δεν νοείται χωρίς την επαρκή χρησιμοποίηση και πλήρη εκμετάλλευση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αυτή είναι απόφαση πολιτικής.
Τα μέσα για την υλοποίηση της και οι γνώσεις ήδη υπάρχουν στον ΣΕΒ. Είναι απαραίτητη σήμερα από πλευράς επιρροής και ισχύος η δημοσιοποίηση με σύγχρονα μέσα των θέσεων και παρεμβάσεων –που ελπίζεται ότι εμπεριέχουν την διάσταση της πολιτικής οικονομίας, διάσταση απαραίτητη στη σημερινή εποχή όπου η οικονομική κρίση έχει άμεσες επιπτώσεις στον κοινωνικό ιστό.
Όταν η διάσταση αυτή λείπει και όταν η παρέμβαση γίνεται μόνο με παραδοσιακά μέσα τότε η θέση εμφανίζεται κοινωνικά «αποστεωμένη» – οπότε και αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη.
Μόνο αν ο ΣΕΒ λειτουργήσει και στα τέσσερα αυτά επίπεδα ταυτόχρονα θα καταφέρει να αποκτήσει το ανάστημα ενός με επιρροή και αποδεκτού από την κοινωνία και το κράτος συνομιλητή.
Πολύ απλά, για να επιβιώσει και να λειτουργήσει αποτελεσματικά στη νέα εποχή, ο ΣΕΒ οφείλει να υπερβεί τα εσκαμμένα του σημερινού θεσμικού του ρόλου.