Η Ελλάδα δεν μπορεί σήμερα να ανορθώσει την οικονομία της εισάγοντας εθνικό νόμισμα…
Του Δημήτρη Ιωάννου
Εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια η ελληνική κοινωνία, βυθισμένη στον απόλυτο παραλογισμό, προσπαθεί να επιτύχει κάτι το οποίο δεν το έχει πετύχει ποτέ στο παρελθόν κάποια άλλη κοινωνία, και ούτε πρόκειται να το πετύχει και κάποια στο μέλλον: προσπαθεί να ζήσει απολαμβάνοντας υψηλότερα εισοδήματα από όσα η ίδια μπορεί να δημιουργήσει με την εργασία της, πιστεύοντας μάλιστα ότι κάτι τέτοιο αποτελεί απαράγραπτο δικαίωμά της.
Παρότι δε, από το 2009 και στη συνέχεια, έχει καταστεί πασιφανές το αδύνατο του εγχειρήματος, η ελληνική κοινωνία δείχνει να μην καταλαβαίνει τίποτα και συνεχίζει την προσπάθειά της − ίσως και γιατί δεν ξέρει ή δεν μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό. Θεώρησε, λοιπόν, απολύτως φυσιολογικό να επιδιώκει αυτά που δεν δικαιολογούν οι δυνατότητές της, πυκνώνοντας τις γραμμές του αντι-μνημονιακού αγώνα.
Η κεντρική ιδέα, στην πρώτη φάση της κρίσης, με κορυφαίες στιγμές το 2012 και το 2015, ήταν να εκλεγούν κυβερνήσεις λεβέντηδων που θα έκαναν «σκληρή διαπραγμάτευση», δηλαδή θα πήγαιναν μέσα στο Βερολίνο και θα ανάγκαζαν τον ανθρωπόμορφο Σόιμπλε, που αρνείται ανάλγητα να μας δίνει λεφτά για να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις, να καταπιεί τη γλώσσα του και να μας τα σκάσει κανονικά, διαγράφοντας παράλληλα και το χρέος.
Το καλοκαίρι του 2015 η ιδέα της «σκληρής διαπραγμάτευσης» έφθασε στο απόγειό της όταν στο δημοψήφισμα ο ελληνικός λαός εκλήθη να απαντήσει στο, με κωδικοποιημένο τρόπο διατυπωθέν, ερώτημα «Θέλεις να ζεις με όσα βγάζεις, όπως όλοι οι λαοί του κόσμου, ή όχι;».
Όπως είναι γνωστό, ο ελληνικός λαός απάντησε με ποσοστό 63% ένα βροντώδες μυριόστομο όχι, απαιτώντας να ζει με περισσότερα από όσα βγάζει και τη διαφορά να την πληρώνουν οι τοκογλύφοι. Πλην όμως, για κάποιους λόγους, αυτό δεν έγινε δεκτό από τους Ευρωπαίους εταίρους και οι εξελίξεις ήταν λίγο διαφορετικές από τις αναμενόμενες. Έκτοτε, η θεωρία της «σκληρής διαπραγμάτευσης», παρά το ότι παραμένει σε κυκλοφορία και ασκεί ακόμη μία περιορισμένη επιρροή, έχει χάσει τη λάμψη και τη γοητεία της.
Το κενό που έχει δημιουργηθεί προσπαθούν να καλύψουν άλλες εξίσου ριζοσπαστικές θεωρίες, μεταξύ των οποίων και μία που ακολουθούσε από την αρχή της κρίσης εκ του σύνεγγυς τη «σκληρή διαπραγμάτευση» σε επικουρικό ρόλο, αλλά τώρα αυτονομείται.
Πρόκειται για τη θεωρία της επίτευξης του βασικού στόχου μας (να είμαστε πιο πλούσιοι από αυτό που επιτρέπουν τα εισοδήματα από την εργασία μας), όχι πλέον μέσω του να τα πάρουμε παλικαρίσια από τους ξένους, αλλά μέσω της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, την πολυτραγουδισμένη μας δραχμή.
Η Ελλάδα διαθέτει εθνικό νόμισμα
Όσοι, βεβαίως, προωθούν την άποψη αυτή (οι δραχμιστές) είτε αγνοούν, είτε παρασιωπούν ότι η Ελλάδα διαθέτει ήδη εθνικό νόμισμα και αυτό είναι το περίφημο, ξακουστό σε όλο τον κόσμο, ελληνικό ευρώ.
Πρόκειται για ένα νόμισμα το οποίο έχει ουσιώδεις διαφορές από το κανονικό, ευρωπαϊκό ευρώ, από το οποίο προέρχεται και του οποίου αποτελεί μετάλλαξη. Ένας Γερμανός πολίτης, για παράδειγμα, που έχει στην τράπεζα καταθέσεις 20.000 κανονικών ευρώ μπορεί να κάνει δύο πράγματα, εάν θέλει.
Μπορεί να τα στείλει όλα, μόνο με μία υπογραφή του, σε μία φίλη του στο Θιβέτ, ή στο Περού, χωρίς να χρειάζεται να δώσει πουθενά και σε κανέναν εξηγήσεις πού και γιατί τα στέλνει. Μπορεί, επίσης, εάν θέλει, να πάει ένα πρωί στην τράπεζα, να τα πάρει όλα με μορφή χαρτονομισμάτων, να πάει στο σπίτι του, που δεν τον βλέπει κανείς, και να τα κάψει στο τζάκι για να κάνει το κέφι του. Ή να τα κάνει ό,τι άλλο θέλει.
Αντίθετα, ένας Έλληνας που έχει και αυτός €20.000 (σε μία ελληνική τράπεζα όμως) δεν μπορεί να κάνει τίποτε από τα δύο. Πράγμα το οποίο, μεταξύ άλλων, έχει ως αποτέλεσμα και το ότι εάν θέλει, για κάποιο λόγο, να αποκτήσει 20.000 κανονικά ευρωπαϊκά ευρώ, δηλαδή ευρώ με τις ίδιες ιδιότητες εκείνων που απολαμβάνει και ο Γερμανός, θα πρέπει να παραβιάσει νόμους και διατάξεις και να διαθέσει γι’ αυτό ένα μεγαλύτερο ποσό «ελληνικών» ευρώ, 25.000 ας πούμε. (Θα πρέπει δηλαδή να δώσει €25.000, στην Ελλάδα, σε κάποιον που έχει λογαριασμό στο εξωτερικό για να του ανταποδώσει εκείνος, σε μετρητά ή σε άλλο λογαριασμό του εξωτερικού, 20.000 «κανονικά» ευρώ).
Κάτι που, μεταξύ των άλλων, σημαίνει ότι το ελληνικό ευρώ, το εθνικό μας νόμισμα, είναι σήμερα αισθητά υποτιμημένο σε σχέση με το ευρωπαϊκό ευρώ. Αλλά η υποτίμησή του όχι μόνο δεν καθιστά την οικονομία μας περισσότερο ανταγωνιστική −όπως λένε οι δραχμιστές ότι θα την καταστήσει η υποτίμηση της δραχμής− αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Την κάνει λιγότερο ανταγωνιστική και δυσκολεύει τη ζωή των επιχειρηματιών και των εργαζομένων (και των ανέργων, φυσικά, ακόμη πιο πολύ).
Ο λόγος για τον οποίο το ελληνικό ευρώ είναι υποδεέστερο από το ευρωπαϊκό είναι πολύ απλός και θα έπρεπε να είχε προβληματίσει όποιον δραχμιστή είναι ειλικρινής αλλά παρασυρμένος (και όχι απατεώνας και δημαγωγός) για την εγκυρότητα και τη χρησιμότητα της πρότασής του για «επιστροφή στη δραχμή».
Το σύνολο του χρήματος που κυκλοφορεί σε μία χώρα και βρίσκεται στη διάθεση του κοινού, είτε σε φυσική μορφή στα χέρια του είτε σε μορφή τραπεζικών καταθέσεων και λογαριασμών, είναι κάτι σαν το σύνολο των μετοχών μίας εταιρείας.
Με τη διαφορά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για εταιρεία αλλά για την εθνική οικονομία. Οι πολίτες είναι, συνεπώς, ωσεί μέτοχοι της εθνικής οικονομίας της χώρας του.
Όπως σε κάθε εταιρεία, έτσι και στην περίπτωση της εθνικής οικονομίας η αξία των μετοχών, δηλαδή του εθνικού νομίσματος, είναι συνάρτηση της γενικότερης ικανότητας να παράγονται εισοδήματα, στο παρόν και στο μέλλον.
Εάν η οικονομία πηγαίνει καλά και παράγει εισοδήματα, το νόμισμα έχει την τάση να πηγαίνει και αυτό καλά, δηλαδή να ανατιμάται. Αντίθετα, όπως η τιμή της μετοχής μίας εταιρείας που δεν έχει προοπτική για κέρδος μειώνεται, έτσι και σε μία χώρα που δεν μπορεί να παράγει τα εισοδήματα που χρειάζονται οι πολίτες της για να καλύψουν τις ανάγκες τους η αξία του νομίσματος έχει την τάση να υποτιμάται και να μειώνεται (γιατί, για παράδειγμα, αφού η χώρα δεν έχει υψηλή παραγωγή και εξαγωγές, οι πολίτες αναζητούν συνάλλαγμα για να αγοράσουν ξένα προϊόντα ενώ κανείς ξένος δεν ζητάει το νόμισμά της για να αγοράσει τα δικά της προϊόντα. Επίσης οι πολίτες της, επειδή δεν πιστεύουν ότι στο μέλλον τα πράγματα θα είναι καλύτερα, δεν το ζητούν για να αποταμιεύσουν τις οικονομίες τους).
Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που το «ελληνικό» ευρώ είναι υποτιμημένο έναντι του κανονικού, «ευρωπαϊκού» ευρώ: κυκλοφορεί στο κύκλωμα μιας διπλά κατεστραμμένης οικονομίας της οποίας είναι υπερχρεωμένοι και χρεοκοπημένοι τόσο ο δημόσιος τομέας όσο και ο ιδιωτικός (όπου τα μισά τραπεζικά δάνεια δεν εξυπηρετούνται και οι μισοί πολίτες έχουν ανεξόφλητα χρέη).
Εξαιτίας των παραπάνω, άλλωστε, η συγκεκριμένη οικονομία δεν έχει πλέον τραπεζικό σύστημα αλλά μόνο ίχνη τραπεζικού συστήματος, τα οποία μάλιστα δεν επιβιώνουν για κανέναν άλλον λόγο παρά μόνο λόγω της αρωγής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η οικονομία καθορίζει την πορεία του νομίσματος και όχι το αντίθετο
Εκείνο λοιπόν που μπορεί να καταλάβει κανείς αντλώντας συμπεράσματα από την εμπειρία του «ελληνικού» ευρώ είναι κάτι πολύ απλό: δεν καθορίζει το νόμισμα την κατάσταση της οικονομίας αλλά −αντίθετα− η οικονομία καθορίζει την κατάσταση του νομίσματος. Η μετάβαση σε εθνικό νομισματικό σύστημα είναι καταδικασμένη να αποτύχει διότι εκκινεί από μια λανθασμένη αντίληψη που αντιστρέφει την αιτία και το αποτέλεσμα: η νομισματική αστάθεια στη χώρα δεν προκάλεσε την κρίση αλλά προέκυψε από αυτήν.
Προέκυψε από το γεγονός ότι υπάρχει πλήρης αναντιστοιχία ανάμεσα στις προσδοκώμενες απολαβές και προσόδους, αλλά και στα χρέη, από τη μία μεριά, και στη δυνατότητά της ελληνικής οικονομίας να παράγει εισοδήματα για να διασφαλίζει τις απολαβές και να εξυπηρετεί τα χρέη, από την άλλη.
Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να το θεραπεύσει μία νομισματική μεταρρύθμιση, αλλά χρειάζεται μία ριζική μεταρρύθμιση στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας. Όπως, λοιπόν, μία εταιρεία που έχει καθαρή αρνητική θέση, δηλαδή το παθητικό της είναι μεγαλύτερο από το ενεργητικό της, δεν μπορεί να εκδώσει μετοχές διότι δεν θα τις αγοράσει κανείς, έτσι και μία χώρα που όσα χρωστά σε βάθος χρόνου φαίνονται να είναι περισσότερα από όσα μπορεί να δημιουργήσει, δεν είναι σε θέση να εισάγει ένα αξιόπιστο και αποδεκτό από το κοινό και τους φορείς της οικονομίας εθνικό νόμισμα.
Ας σκεφθεί κανείς ποια θα είναι η αντίδραση του κοινού εάν η κυβέρνηση της χώρας ανακοινώσει μία μέρα, περιχαρής, ότι προκειμένου να γίνει μία «νέα αρχή» στην ελληνική οικονομία εισήχθη ένα θαυμάσιο νέο νόμισμα, η «νέα δραχμή», που θα αντικαταστήσει το ευρώ και θα υποβοηθήσει την ανάπτυξη. Ενώ μάλιστα όλοι οι σπουδαίοι οικονομολόγοι της θα έχουν προηγουμένως εξηγήσει ότι η ανάπτυξη θα προέλθει από το γεγονός ότι το νέο νόμισμα θα μπορεί να υποτιμάται και να βοηθά έτσι την εθνική ανταγωνιστικότητα!
Αλλά, και να μην το έχουν εξηγήσει, δεν θα είναι δύσκολο να καταλάβουν όλοι τι συμβαίνει: φεύγει κανείς από μία νομισματική ένωση είτε εξ ανάγκης, γιατί έχει χρεοκοπήσει και δεν έχει πλέον δυνατότητα να πληρώνει μισθούς και συντάξεις στο κοινό νόμισμα, είτε γιατί επιθυμεί η μέση αμοιβή της εργασίας στην εθνική του οικονομία να έχει διαφορετική σχέση με τη μέση αμοιβή της εργασίας στην υπόλοιπη νομισματική ένωση, δηλαδή γιατί επιδιώκει ή ανατίμηση ή υποτίμηση. (Μόνο που η περίπτωση της ανατίμησης δεν αφορά την Ελλάδα).
Εκείνο, λοιπόν, που θα συμβεί με την εισαγωγή της δραχμής είναι ότι όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες, συμπεριλαμβανομένων και των «δραχμιστών», μόλις πιάνουν δραχμή στα χέρια τους, (ξέροντας ότι είναι νόμισμα προς υποτίμηση χάριν της εθνικής ανταγωνιστικότητας), θα σπεύδουν να το αλλάξουν με κάποια από τα δισεκατομμύρια ευρώ που κυκλοφορούν ακόμη σε φυσική μορφή στην ελληνική οικονομία.
Όχι φυσικά στην «επίσημη» ισοτιμία (η οποία ας πούμε ότι θα είναι 1 προς 1), αλλά σε μία ισοτιμία που θα δίνει κίνητρο στον κάτοχο των ευρώ να τα αποχωρισθεί (ας πούμε 2 δραχμές για 1 ευρώ).
Και φυσικά κανείς δεν θα δέχεται να ανταλλάξει κάποιο αγαθό αξίας με δραχμές (δηλαδή να πουλήσει ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο), διότι θα γνωρίζει ότι οι δραχμές σε λίγο θα έχουν μειωμένη αξία. Επίσης κανείς δεν θα αποταμιεύει σε δραχμές διότι θα γνωρίζει ότι, αν το κάνει, οι αποταμιεύσεις του θα συρρικνωθούν τάχιστα, αν δεν εκμηδενισθούν. Πρώτο αποτέλεσμα εξ αυτού θα είναι ότι η εισαγωγή του νέου νομίσματος θα εξαφανίσει, σε πολύ λίγο χρόνο, και τα ελάχιστα ίχνη τραπεζικού συστήματος που έχουν απομείνει.
Η δε ταχύτητα με την οποία οι κάτοχοι της δραχμής θα προσπαθούν να τη διώξουν από τα χέριά τους θα είναι η ανεξάρτητη μεταβλητή που θα καθορίζει τις εξαρτημένες μεταβλητές του πόσο γρήγορα θα υποτιμάται αυτή έναντι του ευρώ και πόσο γρήγορα θα αυξάνει ο πληθωρισμός.
Λόγω του πληθωρισμού, επίσης, πολύ σύντομα μετά από τις τράπεζες θα καταρρεύσει και ο δημοσιονομικός μηχανισμός του κράτους (όσος έχει απομείνει τέλος πάντων). Και στη συνέχεια, αναπότρεπτα και αναπόφευκτα, αν η απόπειρα αυτοκτονίας με την εισαγωγή του νέου εθνικού νομίσματος συνεχισθεί, θα καταρρεύσουν πρώτα η κοινωνία και μετά και η ίδια η χώρα όπως, τουλάχιστον, την γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Στην «δραχμική» Ελλάδα θα υπάρχουν όλα τα νομίσματα του κόσμου εκτός από δραχμή!
Αλλά, εν μέσω όλων αυτών των καταρρεύσεων, το πιο καταπληκτικό από όλα, που δεν το κατανοούν οι δραχμιστές, είναι ότι, στην κατάληξη της όλης διαδικασίας, εκείνες που θα εξαφανισθούν εντελώς, και δεν θα υπάρχουν ούτε για δείγμα, θα είναι οι δραχμές!
Όπως συνέβη σε ανάλογες περιπτώσεις με ανάλογα εθνικά νομίσματα, με πιο χαρακτηριστική την Ζιμπάμπουε όπου, λόγω του υπερπληθωρισμού, στο τέλος αναγκάσθηκαν να καταργήσουν το εθνικό νόμισμα και να έχουν ένα καθεστώς ξένων νομισμάτων με βάση το δολλάριο − και εσχάτως, μαζί του, και το κινεζικό γιούαν. (Για μία περίοδο, μάλιστα, υπήρχε και νόμος ο οποίος οδηγούσε στη φυλακή ως ένοχο εσχάτης προδοσίας όποιον εκφραζόταν υπέρ της ανάγκης επανεκδόσεως εθνικού νομίσματος!).
Έτσι ακριβώς θα συμβεί και με την εισαγωγή της «νέας δραχμής» στην Ελλάδα: στο τέλος της διαδικασίας καταστροφών, το πολυεθνικό, πολυπολιτισμικό, πολυθρησκευτικό, κοσμοπολίτικο πλήθος που θα παρεπιδημεί στη χώρα ή θα διέρχεται από αυτήν, θα συναλλάσσεται μεταξύ του αλλά και με όσους Έλληνες έχουμε απομείνει, χρησιμοποιώντας νομίσματα όπως το ιαπωνικό γιέν, το αμερικάνικο δολάριο, το κλασικό ευρώ −κανά ρώσικο ρούβλι που και που−, την τουρκική λίρα και την ινδική ρουπία.
Όλα αυτά βεβαίως στο ποιητικό περιβάλλον μίας χώρας ερειπωμένης και δηωμένης. Μόνο δραχμή δεν θα υπάρχει πουθενά! Αυτό θα είναι το καταπληκτικό, μεν, αναμενόμενο και φυσιολογικό, δε, αποτέλεσμα του γεγονότος ότι θα έχουμε προσπαθήσει να υλοποιήσουμε την παράλογη επιδίωξή μας με τον πιο παρανοϊκό τρόπο. Θα έχουμε προσπαθήσει να ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας, δηλαδή να ζούμε σαν πιο πλούσιοι από ότι πραγματικά είμαστε, εισάγοντας ένα πιο αδύναμο νόμισμα από αυτό που ήδη είχαμε, δηλαδή επιλέγοντας να γίνουμε πιο φτωχοί!
Δύο απαραίτητες εξηγήσεις
Πρώτον: κάποιοι από τους «δραχμιστές» ανάμεσα στα διάφορα άλλα παλαβά και ανεύθυνα που λένε, υποστηρίζουν και ότι η δραχμή δεν θα υποτιμάται και θα παραμένει σε σταθερή ισοτιμία με το ευρώ στο 1 προς 1. Φυσικά αυτό είναι μία ονειροφαντασία και δεν πρόκειται να συμβεί, παρά μόνον εάν με την έξοδο από την ευρωζώνη μάς δοθούν ως δώρο από τους τοκογλύφους δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ για να έχουμε συναλλαγματικά αποθέματα να στηρίζουμε το νέο νόμισμα. (Το καταπληκτικό, φυσικά, και σε αυτή την απίθανη περίπτωση, είναι ότι και πάλι η δραχμή θα εξαφανιστεί από την αγορά και την οικονομία και θα βρεθεί να αδρανεί στα ταμεία της Τράπεζας της Ελλάδος, αφού όλοι θα τρέξουν να την ανταλλάξουν με ευρώ).
Το ερώτημα, βεβαίως, που ανακύπτει εδώ είναι άλλο: Αφού θα γίνει προσπάθεια να μείνει η δραχμή σε ισοτιμία 1 προς 1 με το ευρώ, δηλαδή να είναι ένα ευρώ με άλλο όνομα, γιατί άραγε να μπούμε σε μία τέτοια διαδικασία νομισματικής μετάβασης που ενέχει τόσο θανάσιμους κινδύνους για τη χώρα και θα δημιουργήσει τόσο δυνατές αναταράξεις;
Δεύτερον: το ευρώ δεν είναι από φύσεώς του, για μία οικονομία σαν την ελληνική, ένα νόμισμα πιο κατάλληλο για τις ανάγκες της απ’ ότι θα ήταν μία εθνική νομισματική μονάδα. Αυτά −δηλαδή τη μεταφυσική πάγια υπεροχή του ευρώ, ανεξαρτήτως χρόνου και συνθηκών− τα πιστεύουν μόνο οι απροϋπόθετοι ευρωπαϊστές που συχνά υποστηρίζουν την παραμονή στην ευρωζώνη με τόσο αστήρικτα και σαθρά επιχειρήματα ώστε τελικά τροφοδοτούν με οπαδούς τους δημαγωγούς δραχμιστές.
Η Πολωνία, για παράδειγμα, απομείωσε την ένταση της κρίσης που υπέστη επειδή διέθετε εθνικό νόμισμα. Το εθνικό νόμισμα δεν την έβλαψε αλλά την ωφέλησε. Και η Ελλάδα, εάν είχε παραμείνει στη δραχμή, δεν θα είχε υποστεί αυτήν την πανωλεθρία που υπέστη. Θα την είχε αποφύγει για πολλούς λόγους, κυριότερος των οποίων είναι ότι δεν θα ήταν δυνατόν, δηλαδή δεν θα ήταν δυνατόν στους ασυνείδητους πολιτικούς της, να την οδηγήσουν να δανεισθεί τόσο πολύ όσο δανείσθηκε, ειδικά στην περίοδο 2004-2009.
Πλην όμως, το σημαντικό που πρέπει να υπογραμμισθεί και να το αντιληφθούν όλοι έγκειται στο εξής: σήμερα είναι παντελώς αδύνατο για τη χώρα να επιστρέψει στη δραχμή του 1960, του 1980 ή του 2000. Τα οικονομικά της δεδομένα το απαγορεύουν. Μπορούν να επιστρέψουν σε εθνικό νομισματικό σύστημα, βγαίνοντας από νομισματικές ενώσεις όπως η ευρωζώνη, μόνο οικονομίες που βρίσκονται σε κατάσταση δομικής ισορροπίας, με θεμελιώδεις λειτουργίες και μακροοικονομικά μεγέθη σε άριστη κατάσταση.
Οικονομίες δηλαδή που το νόμισμα που θα εκδώσουν, επειδή θα εμπνέει εμπιστοσύνη, θα έχει παρόμοια ή και μεγαλύτερη ζήτηση από εκείνο της νομισματικής ένωσης από την οποία αποχώρησαν. Αντιθέτως, το νόμισμα που θα εκδώσει μία οικονομία στην κατάσταση της ελληνικής θα είναι φορέας και σύμβολο πολλαπλής αβεβαιότητας, ό,τι δηλαδή δεν θέλει κανείς από ένα νόμισμα. Για το λόγο αυτό ακόμη και η απόπειρα για εισαγωγή της «νέας δραχμής» το πιθανότερο είναι πως θα φέρει φοβερές καταστροφές − και οι καταστροφές θα είναι τόσο μεγαλύτερες, όσο μεγαλύτερο και το πείσμα για την επιβολή της.
Αλλά όσες καταστροφές και αν γίνουν, στο τέλος το αποτέλεσμα θα είναι αναπόφευκτο: η δραχμή θα εξαφανισθεί και δεν πρόκειται να υπάρξει γιατί δεν υπάρχει διαρθρωτικά λειτουργική οικονομία για να την στηρίξει. Η Ελλάδα, συνεπώς, δεν μπορεί σήμερα στην κατάσταση που βρίσκεται, να ανορθώσει την οικονομία της (και την κοινωνία της ίσως) εισάγοντας εθνικό νόμισμα. Μόνο η αντίστροφη πορεία είναι εφικτή: να ανορθώσει πρώτα την οικονομία της (με προσπάθεια ίσως δεκαετιών, και εγκαταλείποντας την παράνοια που την δέρνει), και στη συνέχεια να επιστρέψει σε εθνικό νόμισμα, εάν τότε το κρίνει σκόπιμο και χρήσιμο.
ΠΗΓΗ: http://www.athensvoice.gr/