Μόνον με επώνυμη ζήτηση η ελληνική παραγωγή έχει πιθανότητες να αποκτήσει κάποια μερίδια αγοράς.
Με την άποψη οικονομολόγων όπως οι Δημήτρης και Χρήστος Ιωάννου, Μιχάλης Μασουράκης και ο καθηγητής Κώστας Γάτσιος, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει ένας καλοπροαίρετος παρατηρητής της οικονομίας.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τί μάς λένε άπαντες οι παραπάνω; Τίποτε περισσότερο από την ανάγκη να αποκτήσει η Ελλάδα διεθνώς εμπορεύσιμα και ανταγωνιστικά προϊόντα, ώστε να ενισχύσει την εξωστρέφειά της, διευρύνοντας έτσι τις αγορές της.
Η ανάγκη αυτή είναι επείγουσα, αν θέλουμε τα χρόνια που έρχονται να έχουμε τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης ώστε να μπορούμε να μειώνουμε το δημόσιο χρέος μας και να διατηρούμε στοιχειώδη φερεγγυότητα στις όλο και δυσκολότερες διεθνείς αγορές.
Τα λόγια που προηγούνται είναι η εύκολη πτυχή του όλου, πολύ σοβαρού θέματος. Η υλοποίηση μίας παρόμοιας προσπάθειας είναι η σοβαρή πτυχή του. Διότι, στην εποχή μας, τόνωση της εξωστρέφειας μίας οικονομίας κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Ιδιαίτερα δε για μία χώρα όπως η Ελλάδα η οποία στον τομέα αυτόν έχει χάσει πολύτιμο χρόνο.
Δυστυχώς, η ελληνική παραγωγή, κυρίως δε η μεταποιημένη, από τα πρώτα της βήματα έρριξε βάρος στην εσωτερική αγορά και για ποικίλους λόγους αμέλησε την εξαγωγική δραστηριότητα.
Η γεωγραφική επέκταση των ελληνικών προϊόντων ποτέ δεν υπήρξε μεγάλη προτεραιότητα για τις εγχώριες βιομηχανικές επιχειρήσεις. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα, από το 1953 και μετά την νομισματική υποτίμηση εκείνης της χρονιάς, ενσωματώθηκε για καλά στο δυτικό οικονομικό πλέγμα.
Ακόμα περισσότερο από το 1961 και στην συνέχεια, η Ελλάδα συνδέθηκε με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) χωρίς η σύνδεση αυτή να ενθαρρύνει και να προωθήσει την εξωστρέφεια της οικονομίας της. Το ίδιο συνέβη τόσο με την ένταξή μας το 1981 στην σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και με την συμμετοχή μας από το 2002 στην ευρωζώνη και άρα στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Ενώ οι επιλογές αυτές θα έπρεπε να αποτελέσουν εφαλτήριο για μία πιο εξωστρεφή οικονομία, αντιθέτως, βοήθησαν την χώρα να επιλέξει την κατανάλωση ως αναπτυξιακό πρότυπο, με αποτέλεσμα την σημερινή υπαγωγή της στον έλεγχο των δανειστών της. Κατά συνέπεια, σήμερα, η εξωστρέφεια αποτελεί μονόδρομο για την περαιτέρω οικονομική πορεία της χώρας, η οποία όμως δυστυχώς τελεί υπό καθεστώς κεφαλαιακών ελέγχων, διαθέτει μηδενική εσωτερική αποταμίευση και αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα φθίνουσας δημογραφίας και φυγής πολύτιμης «φαιάς ουσίας». Η Ελλάδα χάνει έτσι πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό, σε μία εποχή που το έχει απόλυτη ανάγκη.
Μέσα σε ένα τόσο βαρύ περιβάλλον, ο δρόμος της ελληνικής εξωστρέφειας είναι δύσβατος –πλην όμως, απαραίτητος. Βασική προϋπόθεση, ωστόσο, για να ξεκινήσει μία προσπάθεια τόνωσης της εξωστρέφειας, είναι η κινητοποίηση των επιχειρήσεων προς την κατεύθυνση αυτή και η ταυτόχρονη δημιουργία ενός ευνοϊκού για τις εξαγωγές διανοητικού περιβάλλοντος.
Για να το πούμε διαφορετικά, εξωστρέφεια θα υπάρξει μόνον στον βαθμό που οι ελληνικές επιχειρήσεις θα ανοίξουν τους ορίζοντές τους και θα καταλάβουν ότι η εσωτερική αγορά είναι πολύ μικρή γι’ αυτές αν θέλουν να αναπτυχθούν και να αποκτήσουν ισχυρά θεμέλια.
Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επενδύσουν σοβαρά σε εξωστρεφείς πρωτοβουλίες, αλλά και να παρακολουθούν συστηματικά τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές. Στην εποχή μας, το εξαγωγικό μάρκετινγκ δεν είναι μία ιδιαιτέρως εύκολη υπόθεση.
Σημαντικός, συνεπώς, είναι ο ρόλος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανικών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ), ο οποίος αποτελεί και τον μοναδικό στην Ελλάδα φορέα προώθησης της επώνυμης ζήτησης και άρα τόνωσης του ρόλου της μάρκας.
Πέρα από πηγή πληροφοριών για τα διεθνή δρώμενα, ο ΕΣΒΕΠ είναι και εργαλείο παραγωγής γνώσης, ιδιαίτερα σήμερα που πολύς λόγος γίνεται για το μάρκετινγκ 3.0 –δηλαδή για μία νέα τεχνική, στην οποία αξίζει να αφιερώσουμε μέρος της προσεχούς αρθρογραφίας μας.