Στην ψηφιακή εποχή και τις σημερινές συνθήκες κρίσης, η μεγάλη πρόκληση για τους δημοσιογράφους δεν είναι η άσκηση «εξουσίας» αλλά η διαφύλαξη του κύρους τους –που είναι, τελικά, και πολύτιμη πρώτη ύλη τους…
Tου Ian Hargreaves*
Ενώ η δημοσιογραφία μπήκε στον 21ο αιώνα, είναι αιχμάλωτη σε ένα παράδοξο το οποίο οφείλεται στην ίδια την πορεία της. Όσο ποτέ άλλοτε, χάρη σε μία χωρίς προηγούμενο πληθώρα Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ) από τον 18ο αιώνα που υπήρξε ο ελεύθερος Τύπος, έχουμε στην διάθεσή μας περισσότερα νέα και περισσότερη δημοσιογραφική επιρροή.
Ωστόσο, η δημοσιογραφία υφίσταται πρωτόγνωρες επιθέσεις από πολιτικούς, φιλοσόφους, το ευρύ κοινό, αριστεριστές, θρησκευτικές ομάδες, καθώς και από τους ίδιους τους δημοσιογράφους. Για τον λόγο αυτόν, χρήσιμον είναι το παράδοξο αυτό να ερμηνευθεί.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, η άνοδος της δημοσιογραφικής επιρροής ερμηνεύεται εύκολα. Η ανάπτυξή της οφείλεται στην πολιτιστική, πολιτική και οικονομική αξία της πληροφορίας, η οποία διευκολύνεται από την ανάδυση νέων φθηνών ηλεκτρονικών τεχνολογιών, μέσω των οποίων διανέμονται νέα και σχόλια. Σήμερα είναι ευρέως κατανοητό ότι, χωρίς άφθονη και προσβάσιμη πληροφόρηση, δεν μπορούμε να έχουμε ούτε την δημοκρατία στην οποία πιστεύουμε, ούτε την ανάπτυξη και τις καταναλωτικές επιλογές που επιθυμούμε.
Τα νέα, που κάποτε ήταν δύσκολο και κόστιζε ακριβά να αποκτηθούν, σήμερα μάς περιβάλλουν όπως ο αέρας που αναπνέουμε. Τα περισσότερα από αυτά κυριολεκτικά αιωρούνται και τα βρίσκει κανείς στους υπολογιστές, στα τραίνα, στα αεροπλάνα και στα tablets ή στα iPod. Επίσης, τα (σπανίζοντα στο παρελθόν) νέα, στην εποχή μας είναι πανταχού παρόντα και προσφέρονται δωρεάν στα σημεία κατανάλωσης.
Συνεπώς, ο πεινασμένος για νέα μπορεί να ικανοποιηθεί με διάφορους τρόπους –όπως, για παράδειγμα, με μία πρωϊνή και μία απογευματινή εφημερίδα και τις τηλεοπτικές ειδήσεις. Μπορεί ακόμα να προγραμματίσει πότε θέλει να μάθει νέα και να τα καταναλώσει είτε υπό μορφή σνακ, είτε ως πλούσιο ποιοτικό δείπνο. Περιττόν δε να τονιστεί ότι σήμερα τα νέα είναι παγκόσμια, στιγμιαία και διαδραστικά.
Ωστόσο, υπάρχουν προβλήματα με την καινούργια κουλτούρα των νέων. Διότι τα νέα είναι αμέτρητα, γεγονός που μάς δυσκολεύει να ξεχωρίσουμε τα καλά από τα άσχημα. Επίσης, το γεγονός ότι, σε μεγάλο βαθμό, μπορούμε να τα αποκτήσουμε χωρίς άμεση πληρωμή, μάς οδηγεί στο να τα εκτιμούμε λιγότερο.
Καθώς δε οι γενιές μεγαλώνουν χωρίς να είναι συνηθισμένες ότι τα νέα κοστίζουν χρήμα, υπονομεύεται η οικονομία της εις βάθος ερευνητικής δημοσιογραφίας. Ακόμα, όταν η πληροφορία ταξιδεύει με την σημερινή ταχύτητα, μπορεί να προκαλέσει καταστροφές πριν έρθει η ώρα που θα γίνει κατανοητή.
Στον κόσμο της στιγμιαίας δημοσιογραφίας φήμες καταστρέφονται και η ιδιωτική ζωή εισβάλλεται κατά τρόπον απαίσιο, σε χρόνο όχι μεγαλύτερο από αυτόν που απαιτεί το πάτημα ενός τηλεοπτικού κουμπιού.
Αναπτύσσεται έτσι μία σκουπιδο-δημοσιογραφία, η οποία είναι τόσο κακή για την υγεία όσο και ένα είδος διατροφής του οποίου έχει λήξει η ημερομηνία κατανάλωσης.
Πολλοί τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι προσπαθούν να μεταδώσουν μέσω δορυφόρων ελκυστικά τηλεοπτικά πολεμικά και άλλα νέα, τα οποία, πέρα από την μελοδραματική τους υφή, δεν έχουν κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο. Εξυπηρετούν, απλούστατα, ποικίλες σκοπιμότητες αυτών που τα μεταδίδουν. Αντιθέτως, πολύ σοβαρότερα θέματα –όπως η διπλωματία, η παιδεία, η υγεία, η οικονομία– έχουν ελάχιστη κάλυψη, η οποία κατά κανόνα είναι και ισοπεδωτική.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι όροι με τους οποίους μεταδίδονται τα νέα στον σύγχρονο κόσμο αποτελούν σοβαρό τεστ για την κρίση και την εντιμότητα των δημοσιογράφων. Στο πλαίσιο αυτό, αν ο δημοσιογράφος είναι το μυστικό όπλο μίας αόρατης μηχανής δημοσίων σχέσεων ή ανομολόγητων εμπορικών συμφερόντων, τότε είναι ξεκάθαρο ότι προδίδονται τα συμφέροντα του κοινού. Αυτή δε η προδοσία είναι ακόμα ισχυρότερη όταν ο δημοσιογράφος, από έπαρση και ματαιοδοξία, μετατρέπεται σε δικαστή, εισαγγελέα ή, ακόμα χειρότερα, σε ευτελούς αξίας σόουμαν.
Όλα αυτά δημιουργούν κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στην δημοσιογραφία και η εξέλιξη αυτή προκύπτει και από πολλές δημοσκοπήσεις κοινής γνώμης. Έτσι, μπορεί να φαίνεται ότι ο δημοσιογράφος έχει εξουσία, αλλά δεν διαθέτει κύρος. Το κύρος, βεβαίως, δεν συνδέεται απαραίτητα με την εξουσία. Είναι γνωστό ότι το κύρος αναβλύζει από τα κατάβαθα μίας ανώτερης προσωπικότητας, ενώ η εξουσία προσφέρεται ή κατακτάται όχι πάντα με θεμιτά και δημοκρατικά μέσα. Το κύρος και η εξουσία διαφέρουν ακόμα και κατά τους τρόπους επίδρασής τους.
Το κύρος δεσμεύει εσωτερικά το άτομο, χρησιμοποιεί αρκετά τους μηχανισμούς ταύτισης, μίμησης και υποβολής. Αντιθέτως, η εξουσία επιδρά δεσμεύοντας την εξωτερική συμπεριφορά του ανθρώπου και χρησιμοποιεί νόμους, κανόνες, συνήθειες και τεχνητά μέσα βίας.
Όλες έτσι οι παραπάνω συμπεριφορές και τα γεγονότα που προκαλούν οδηγούν, χωρίς αμφιβολία, σε σκεπτικισμό απέναντι στους δημοσιογράφους, ο οποίος κατατρώγει την ψυχή των δημοκρατιών μας. Δυστυχώς δε για τους άξιους ανθρώπους που την υπηρετούν, η δημοσιογραφία όχι μόνον δεν είναι δημόσιο αγαθό, αλλά συνιστά πραγματική απειλή για την δημόσια υγεία.
Ποιες είναι οι απαντήσεις των δημοσιογράφων σε όλες αυτές τις κατηγορίες και ανησυχίες; Σε πρώτη ανάγνωση, είναι αρκετά ομοιόμορφες: «Ναι, υπάρχουν προβλήματα», λένε αρκετοί συνάδελφοι, «αλλά η μεγάλη πλειονότητα των δημοσιογράφων αντιμετωπίζει σοβαρές επαγγελματικές δυσκολίες και μεγάλη ανασφάλεια, που σίγουρα δεν είναι καλοί σύμβουλοι». Υπάρχουν, ωστόσο, και διαπρεπείς συνάδελφοι που αναγνωρίζουν ότι η πρώτη υποχρέωση της δημοσιογραφίας είναι να ερευνά, να επικοινωνεί όσο γίνεται σοβαρότερα και να εμπνέει εμπιστοσύνη.
Αν δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, τότε κανείς δεν θα την πιστεύει, ούτε θα την σέβεται. Θα πρέπει, λοιπόν, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι να βρουν τρόπους ευφυών ρυθμίσεων, μέσω των οποίων θα παραδέχονται τα λάθη τους και θα φωτίζουν τις συγκρούσεις τους.
Οι καλά οργανωμένες αγορές μπορούν να προσφέρουν πλουραλισμό και διαφοροποίηση, όμως η εμπιστοσύνη απαιτεί κάτι περισσότερο από αυτούς που εμπλέκονται στην επικοινωνία –είτε είναι πολιτικοί, είτε άνθρωποι των δημοσίων σχέσεων, είτε δημοσιογράφοι. Αν οι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες ψεύδονται, οι δημοσιογράφοι καλά θα κάνουν να το αποκαλύψουν. Η κοινωνία των πολιτών θα τούς ευχαριστήσει γι αυτό. Αν, όμως, οι δημοσιογράφοι ψεύδονται ή αποτυγχάνουν στις έρευνές τους, τότε η δημόσια ζωή ασθενεί.
Η δημοσιογραφία πρέπει να είναι ένα από τα υγιέστερα συστατικά μίας δημοκρατίας –ιδιαιτέρως στην σημερινή εποχή του Διαδικτύου. Ο ρόλος και η αποστολή των δημοσιογράφων δεν αλλάζει. Συνίσταται στην παροχή πληροφοριών και επιχειρημάτων που επιτρέπουν στις κοινωνίες, ακόμα και αν διαφωνούν, να έχουν στην διάθεσή τους γεγονότα και να γνωρίζουν τις προτεραιότητές τους. Συνεπώς, η δημοσιογραφία είναι μία εργασία που πρέπει να γίνεται με στυλ και περιεχόμενο. Μία τέτοιου είδους δημοσιογραφία δεν είναι μόνον το οξυγόνο της δημοκρατίας, αλλά δίνει ζωή και στις πολιτιστικές συναλλαγές.
Αυτό, λοιπόν, που χρειαζόμαστε εμείς οι δημοσιογράφοι είναι ένα όραμα, μία προοπτική για το μέλλον. Και όχι μόνον αυτό. Έχουμε ανάγκη και από συναδέλφους που θα ανοίξουν και θα δείξουν τους δημοσιογραφικούς δρόμους στην νέα εποχή, που θα δώσουν ελπίδες και θα γίνουν ζωντανά παραδείγματα και πρότυπα για τους νέους δημοσιογράφους.
Η πρόκληση είναι πολύ μεγάλη και το χρέος μας απείρως βαρύτερο σήμερα, που ολόκληρο το δημοσιογραφικό τοπίο αλλάζει με τέτοια ταχύτητα ώστε πολλοί δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές. Η ψηφιακή εποχή μάς επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις και οι αλλαγές τις οποίες ήδη προκαλεί στην επικοινωνία και στην δημοσιογραφία δεν είναι παρά η αρχή.
Προς όφελος της δημοκρατίας μας, καλόν είναι να προσπαθήσουμε να μαντέψουμε το μέλλον –το οποίο σίγουρα θα είναι πιο πολύπλοκο από το παρελθόν.
*Καθηγητής Δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Independent» και του περιοδιού «New Statement»