Η Δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα είπαν κάποιοι σοφοί. Κάποιοι άλλοι είπαν ότι είναι το δικαιότερο και μερικοί προχώρησαν περισσότερο και είπαν ότι είναι τόσο σπουδαίο ώστε να μπορεί να αντέξει και τους εχθρούς του.
Με αφορμή άρθρο του συναδέλφου και φίλου Χριστόφορου Σεβαστίδη για την κατ’ ουσίαν κρίση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου σε βούλευμα, που απέρριψε αίτημα χορήγησης άδειας καταδικασθέντος για τρομοκρατική δράση, κρατούμενου, που δεν έχει εκτίσει ακόμα την ποινή του, κάνω τις εξής σκέψεις:
Του Παναγιώτη Λυμπερόπουλου*
Η νομική συζήτηση για την τρομοκρατία στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης γίνεται πάντα κάτω από τη στάθμιση δύο ουσιωδών παραγόντων που το Κράτος Δικαίου έχει οριοθετήσει ως κρίσιμα μεγέθη: Ο πρώτος είναι πότε η ιδεολογία μετουσιώνεται σε αδίκημα, ο δεύτερος είναι η γενική και ειδική πρόληψη στην οποία στοχεύει η τιμώρηση των αδικημάτων.
Ας δούμε λοιπόν με το βασικό εργαλείο του νομικού, την απλή λογική σε συνδυασμό με τα διδάγματα του νομικού μας πολιτισμού, αυτούς τους παράγοντες, παραμένοντας σταθεροί στην άποψη ότι η Δημοκρατία αντέχει κάθε ιδεολογική προσέγγιση της πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης του Κράτους, όσο απειλητική και να είναι και μάλιστα οποιασδήποτε απόχρωσης. Διότι είναι μεθοδολογικό σφάλμα να δούμε την ιδεολογία ως κίνδυνο. Έστω και αν ο φορέας της επιθυμεί να δολοφονήσει την Δημοκρατία.
Η αξιολόγηση της ουσιαστικής κρίσης του δικαστή με προβληματίζει στο πλαίσιο ενός ανοικτού διαλόγου νομικών, όταν μεθοδολογικά δεν περιλαμβάνει τουλάχιστον ως επιφύλαξη την άγνοια του περιεχομένου του φακέλου.
Ο φυσικός δικαστής έχει ένα προνόμιο έναντι όλων ημών και γι αυτό θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί όταν αποφασίζουμε να αξιολογήσουμε την επί της ουσίας κρίση του: εκείνος έχει συστηματική πρόσβαση στο συνολικό περιεχόμενο της δικογραφίας, εμείς όχι.
Το επιχείρημα “και οι κρίνοντες κρίνονται” στο επίπεδο της αξιολόγησης της ουσίας της υπόθεσης από νομικούς δεν είναι επαρκής δικαιολογία. Ιδίως σε εκκρεμούσα υπόθεση. Ιδίως όταν κατέχουμε θέση ευθύνης.
Ιδίως όταν όλοι μας εντός του δικαστικού σώματος έχουμε σαν γνώμονα την υπαγωγή στην αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και στην εσωτερική εκδοχή της, που και πολύτιμη είναι και πρέπει να φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού.
Συνεπώς η αξιολόγηση της ουσιαστικής κρίσης του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου δεν με αφορά και δεν αποτελεί αντικείμενο αυτης της παρέμβασης.
Περαιτέρω, μια αρχική παραδοχή είναι ότι αναγκαίο στοιχείο της κοινωνικής ζωής σε μια δημοκρατία είναι η νομιμότητα.
Η τήρηση των κανόνων και η υπαγωγή όλων σε αυτούς . Θα τελείωνα πολύ εύκολα την παρέμβαση αυτή παραθέτοντας αποσπάσματα από τον Κρίτωνα και την Απολογία του Σωκράτη. Αυτή την άσκηση δημοκρατίας και δικαίου δεν θέλω να την στερήσω από τον φιλότιμο αναγνωστη αυτής της θέσης.
Ας μιλήσουμε λοιπόν δικαιοπολιτικά για το Νόμο και το τι προβλέπει:
Το Συμβούλιο Φυλακών δεν είναι δικαστήριο, είναι διοικητικό όργανο αρα οι κρίσεις του δεν μπορούν να συγκρίνονται με δικαστικές αποφάσεις γιατι δεν έχει τα απαιτούμενα εχέγγυα με κυριότερο την συγκρότηση αποκλειστικά από δικαστές (βλ. και ΟλΣτΕ 2011/2003).
Συνεπώς θεσμικά πρόκειται για ανόμοιους σχηματισμούς, επιπλέον δε είναι τμήμα του σωφρονιστικού συστήματος της Χώρας, που στο σύνολο του λειτουργικά δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του νομοθέτη. Απτή απόδειξη ο αριθμός των ανθρωποκτονιών και άλλων αδικημάτων που τελούνται εντός φυλακής.
Το άρθρο 55 του Σωφρονιστικού κώδικα θέτει μεταξύ άλλων τυπικών προϋποθέσεων και τις εξής: στην παράγραφο 3 να εκτιμήσει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως από τον κρατούμενο, κατά την διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων και στην παράγραφο 4 να εκτιμήσει ότι συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής του και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της άδειας του. Δηλαδή, ο νομοθέτης και όχι το Δικαστικό Συμβούλιο απαιτεί από τον κρατούμενο να έχει σωφρονιστεί, έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων ούτε κίνδυνος να διαφύγει ή να κάνει κακή χρήση της άδειας του.
Συνεπώς, ο Νομοθέτης ζητά από τον Δικαστή να διαπιστώσει με την επι της ουσίας κρίση του, αν η απαίτηση του για την πλήρωση της ειδικής πρόληψης της ποινής έχει επικυριαρχίσει στην προσωπικότητα του δράστη έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος υποτροπής. Ο νομοθέτης ζητά αποχή από νέες πράξεις.
Ο Δικαστής υπερασπιζόμενος το Κράτος Δικαίου δεν ζητά δήλωση φρονημάτων, ζητά απάντηση στο ερώτημα αν ο κρατούμενος με την όλη του στάση και συμπεριφορά παρέχει εγγυήσεις σωφρονισμού. Το κοινωνικό σύνολο που εβλήθη από την εγκληματική συμπεριφορά του δράστη δεν ζητά αστυνόμευση της σκέψης αλλά απαιτεί να έχει επιτευχθεί η ειδική πρόληψη.
Για να μην κινδυνεύσει ξανά κανείς από τον ίδιο δράστη. Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του κρατούμενου δεν περιορίζεται από το νόμο με κάποιο μέτρο, όπως πχ την παραβατική συμπεριφορά του στις τυχόν άδειες που έλαβε, αλλά εκτιμάται ολιστικά από κάθε τι που σχετίζεται με την πιθανότητα τέλεσης νέων πράξεων , ή την κακή χρήση της άδειας του. Κατά λογική ακολουθία πολύ περισσότερο διεισδυτική πρπει να είναι η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του κρατούμενου, όταν με την ad hoc πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου αναγνωρίζεται ότι δικαίωμα στην άδεια έχει και ο πολυισοβίτης.
Ο θεσμός των αδειών κρατουμένων, εξαιρετικά χρήσιμος για την εύρυθμη λειτουργία και απόδοση ενός σωφρονιστικού συστήματος, έχει στόχο την σταδιακή επανένταξη των καταδίκων στην κοινωνία. Έχει στόχο να αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στο σύνολο και στο μέρος, επειδή στο παρελθόν το δεύτερο έδρασε εις βάρος του πρώτου.
Εδώ πάλι παρεμβαίνει ο ρόλος του Δικαστή για να διαπιστώσει τον βαθμό της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης και το πως και πόσο έχει συντελέσει σε αυτήν ο κρατούμενος.
Σύμφωνα με την άποψη που διατυπώθηκε στο άρθρο η επιβληθείσα ποινή σε έναν καταδικασθέντα εξαντλεί τις αξιώσεις της Πολιτείας. Αυτή η θέση είναι ορθή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχει εκτιθεί ολοκληρωτικά η ποινή. Τυπολογικά τότε εξαντλείται η αξίωση της Πολιτείας. Άλλη εκδοχή δεν μπορεί να υπάρχει γιατί ο Νόμος δεν το επιτρέπει. Η απαγγελία της ποινής από το δικαστήριο δεν είναι μόνον λέξη είναι και ενέργεια που πρέπει να εκτελεστεί.
Συνεπής στην θέση αυτή ο νομοθέτης θέτει αυστηρές προϋποθέσεις όταν εξαιρετικά χορηγεί στον κρατούμενο το δικαίωμα της ολιγοήμερης αδείας , ή ακόμα και της υπό όρους απόλυσης. Σε διαφορετική περίπτωση τα εν λόγω δικαιώματα θα δίδοντο άνευ όρων , με προφανή συνέπεια την ματαίωση του στόχου της ποινικής τιμωρίας. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό την εγκληματολογική παρατήρηση ότι κρατούμενοι τελούν αδικήματα στις άδειες τους αλλά και κατευθύνουν τρίτους μέσα από τη φυλακή με παροτρύνσεις ή εντολές στην τέλεση αδικημάτων.
Τέλος, η νομολογιακή ταυτοποίηση υποθέσεων προϋποθέτει όχι μόνον την κατά το συντάκτη του σχολιαζόμενου άρθρου ταύτιση των προσώπων των δραστών ως δολοφόνων της Δημοκρατίας (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αλλά επιπλέον την ομοιότητα των πραγματικών περιστατικών και την αναγωγή τους στους ίδιους κανόνες δικαίου και όχι σε διαφορετικούς (διατάξεις υφ όρον απόλυσης λόγω ανήκεστης βλάβης – διατάξεις χορήγησης άδειας σε κρατούμενο).
Η Δημοκρατία σε αυτή τη Χώρα δεν κινδυνεύει από κάποιον εγκληματία. Μπορεί να κινδυνεύσει μόνον από εμάς τους πολίτες αν την αφήσουμε απροστάτευτη σε νοοτροπίες που τρέφουν την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα.
Και επειδή είναι μέσα στις αναμενόμενες αστοχίες της κοινωνικής μας οργάνωσης το ότι το θύμα μιας προηγούμενης παράνομης πράξης δεν είχε την ευκαιρία να προστατευθεί επαρκώς, ας αφήσουμε το φυσικό δικαστή να κρίνει αν πρέπει να παράσχει την απαιτούμενη προστασία σε κάθε τυχόν επόμενο.
*Εφέτης, Α΄Αντιπρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
ΠΗΓΗ: ende.gr