Η δημοσκοπική υπεροχή της ΝΔ δεν σημαίνει πολλά πράγματα από την στιγμή που το δημοσκοπικό ποσοστό του Σύριζα παραμένει σταθερό.
Οι μισοί σχεδόν από αυτούς που ψήφισαν τον Τσίπρα στις προηγούμενες εκλογές δηλώνουν στις δημοσκοπήσεις ότι δεν έχουν αποφασίσει τί θα ψηφίσουν στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση. Παρόλα αυτά, το δημοσκοπικό ποσοστό του Σύριζα ξεπερνά το 20% και αρκετό καιρό τώρα παραμένει σταθερό στο επίπεδο αυτό.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Είναι έτσι ξεκάθαρο ότι το πάλαι ποτε κόμμα τού 4% έχει σταθεροποιηθεί πλέον σε διψήφιο αριθμό και ποσοστό διπλάσιο από το τρίτο κόμμα που ακολουθεί. Αν λάβουμε δε υπ’ όψιν μας ότι η ΝΔ σήμερα επίσης έχει σταθεροποιηθεί σε ποσοστό που κυμαίνεται από 33% έως 38%, αυτό σημαίνει ότι τα δύο δημοσκοπικώς πρώτα κόμματα συγκεντρώνουν ποσοστό 53% με 60%.
Άρα, έχουν μπροστά τους μία δεξαμενή ψήφων από 40% έως 47%, από την οποία μπορούν να αντλήσουν ευκαιριακούς ψηφοφόρους.
Στο επίπεδο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Αλέξης Τσίπρας διαθέτει, για την ώρα, μερικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Κατά πρώτον, υπάρχει η δεξαμενή της κεντροαριστεράς από την οποία μπορεί να αντλήσει κάποιο κομμάτι.
Δεύτερον, οπαδούς μπορεί να βρει και από το αντιμητσοτακικό κεντροδεξιό μέτωπο, που είναι βαθύτατα αντιφιλελεύθερο, σκοταδιστικό και ψευτοπατριωτικό.
Τρίτον, μπορεί να φέρει κοντά του ένα μέρος των νέων ανέργων υποσχόμενος θέσεις εργασίας στο Δημόσιο, καθώς και εύκολο μικροδανεισμό σε μία μερίδα της νεολαίας που ασχολείται με νεοφυείς επιχειρήσεις.
Υπό αυτή την έννοια, η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού να αναζωπυρώσει ιστορικά γεγονότα και σύμβολα επαναφέρει στο προσκήνιο τις διαχωριστικές γραμμές Δεξιάς-Αριστεράς σε μία προσπάθεια να αποκατασταθεί η χαμένη φυσιογνωμία του Σύριζα.
Βέβαια, η όλη προσπάθεια αποπνέει γελοιότητα όταν βλέπει κανείς ποιος είναι ο κυβερνητικός εταίρος του Αλέξη Τσίπρα. Πλην όμως, στην χώρα υπάρχουν πολλοί αφελείς που μπροστά στην πραγματικότητα κλείνουν τα μάτια και βουλώνουν τα αυτιά.
Και πώς να μην υπάρχουν, όταν βουλευτές του Σύριζα και εταίρος του Πάνου Καμμένου ομνύουν στο όνομα ενός κοινού δολοφόνου όπως ο θρασύδειλος Κουφοντίνας.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε επίσης ότι με τον Αλέξη Τσίπρα φλερτάρει και ένα μέρος της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικής τάξης, η οποία όμως επηρεάζει και μέρος του πασοκικού χώρου από την εποχή του Κώστα Σημίτη.
Αν λάβουμε δε υπ’ όψιν μας ότι ο χώρος αυτός είναι πλήρως αντίθετος προς ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, εύκολα γίνεται αντιληπτό τί επιδιώκει.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, στην πτωχευμένη –για πολλοστή φορά στην νεότερη ιστορία της– Ελλάδα δίνεται εκ νέου μία νέα μάχη εξουσίας, όχι για το αύριο αλλά για την οριακή βελτίωση τού χθες. Για να το πούμε πιο απλά, η πραγματική πολιτική μάχη στην σημερινή Ελλάδα είναι αυτή ανάμεσα στο «νέο» και στο «παλαιό» συντεχνιακό κράτος. Η πραγματική αντιπαράθεση είναι αυτή των μετριοτήτων. Πιθανόν δε για μία ακόμη φορά να επικρατήσει ο χειρότερος. Ευλόγως.
«Στην Ελλάδα, στα δεκαπέντε τελευταία χρόνια η ανανέωση της στελέχωσης όλων των ελληνικών κομμάτων ήταν συνεχής, ευρύτατη και ποιοτικώς θλιβερή. Μισός αιώνας απαιδευσίας στα σχολεία και στα πανεπιστήμια είχε διαμορφώσει μία κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων χωρίς παιδεία και χωρίς κριτική σκέψη.
Αυτοί κυρίως έστειλαν στην Βουλή τους ασήμαντους που επέλεγαν οι αρχηγοί των κομμάτων. Η κατάπτωση της πολιτικής και η ελεύθερη πτώση της οικονομίας οφείλεται κυρίως στην ημιμάθεια σχεδόν όλων των κομματικών και κυβερνητικών στελεχών.
Στην άρνηση όλων να προωθήσουν οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Στην αντίδραση σε όλα, με στομφώδεις γενικολογίες και ευχολόγια. Στην αδυναμία όλων να μελετήσουν σε βάθος και να προτείνουν ένα τεκμηριωμένο και κοστολογημένο αναπτυξιακό πρόγραμμα. Και, βεβαίως, στην αδιάκοπη και βίαιη αντίδραση των ακραίων ομάδων του ενός ή του άλλου κόμματος και της μιας ή της άλλης συντεχνίας ή ομάδας συμφερόντων.
Η ημιμάθεια και η ακρισία των πολιτικών τάξεων, σε συνδυασμό με την ακραία δημαγωγία όλων των κομμάτων, διαιώνιζαν τα σύνδρομα της γενικότερης κοινωνικής απαιδευσίας: την ξενοφοβία, την ευρωφοβία, την έλλειψη διαλόγου και την κλιμάκωση της βιαιότητας.
Οι συνθήκες αυτές ενίσχυαν συνεχώς την ακροδεξιά. Και αυτές κυρίως προεβίβασαν μία καρικατούρα του ναζισμού στην θέση του τρίτου κόμματος της χώρας, ευτελίζοντας τελείως ένα κοινοβούλιο ήδη ευτελές και πριν από το 2009», γράφει ο έγκριτος καθηγητής Γιώργος Δερτιλής.
Να λοιπόν που η ιστορία της παρακμής συνεχίζεται. Και όσο τα πιο γόνιμα και δημιουργικά μυαλά της χώρας θα την εγκαταλείπουν, τόσο η ζήτηση για θλιβερούς πολιτικούς θα αυξάνεται…