Ως ελάχιστο φόρο τιμής παραθέτω το σχετικό κεφάλαιο της διδακτορικής μου διατριβής που αφορά στην περιοχή της Αργυρούπολης του Πόντου.
Του Δρ. Φώτη Δ. Κουτσουπιά*
Η περίοδος των διωγμών των Ελλήνων της Χαλδίας
(1914-1923) Μέρος Β΄ Κεφάλαιο 10 Σελ. 331 – 334
«Είναι φρικτά τα μαρτύρια τα οποία υπέστη τότε ο ελληνισμός. Αι αρμενικαί σφαγαί ωχριούν προ των σκληρών δοκιμασιών εις ας υπεβλήθησαν οι δυστυχείς Έλληνες των επαρχιών Χαλδίας, Κερασούντας και Νεοκαισαρείας»
Οι διωγμοί που υπέστησαν οι Έλληνες του Πόντου, άρχισαν αμέσως μετά την άλωση της Τραπεζούντας την 15η Αυγούστου του 1461. Αλλά παρ’ όλες τις καταπιέσεις των κατακτητών, ο ελληνισμός άντεξε. Στηρίγματά του ήταν οι ελληνορθόδοξες παραδόσεις και η ακλόνητη πίστη ότι «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι».
Ο ελληνισμός επιβίωσε ταυτιζόμενος με την Εκκλησία, οι ηγέτες της οποίας στην πλειονότητά τους πρωτοστάτησαν στις υπέρ του έθνους θυσίες. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, η ισλαμική μισαλλοδοξία επέτρεπε και διαλείμματα ηρεμίας, ώστε να συνεχίζεται η πρόοδος των Ελλήνων. Από το 1914 όμως μέχρι το 1923, πραγματοποιήθηκε οργανωμένη γενοκτονία μέχρι πλήρους αφανισμού του ελληνικού στοιχείου.
Το 1908, η οργάνωση των Νεοτούρκων «Ένωση και Πρόοδος» επανέφερε το Σύνταγμα στην Τουρκία. Ο λαός το δέχτηκε με εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασμού σαν φως ελευθερίας.
Μόνο ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄, ο οποίος γνώριζε τη τουρκική νοοτροπία, προείπε ότι «απαρχή νέων δυστυχημάτων άρξεται διά τας εν Τουρκία μειονότητας». Χριστιανοί και μουσουλμάνοι αλληλοασπάζονταν με τις λέξεις σύνταγμα, ισότης, δικαιοσύνη.
Και αν ρωτούσε κανείς την αιτία, έπαιρνε την απάντηση: «Από δω και μπρος δε θα λέμε το Χριστιανό κιαβούρ, κιαφίρ, αλλά Ρούμογλου, Τσίρπιλα, Ουστόγλου» ότι δηλαδή δε θα τους θεωρούσαν άπιστους και εχθρούς, αλλά συμπατριώτες με τα ίδια δικαιώματα.
Ο ελληνικός λαός εκμεταλλεύτηκε τη φαινομενική αυτή ελευθερία για να ιδρύσει φιλανθρωπικά και φιλεκπαιδευτικά σωματεία, θεατρικές και φιλαρμονικές ομάδες, να εκδώσει εφημερίδες και περιοδικά, να δημιουργήσει αναγνωστήρια και βιβλιοθήκες που τροφοδοτούσαν με έντυπο υλικό την εθνική αυτοσυνειδησία.
∆υστυχώς όμως οι Νεότουρκοι αποδείχτηκαν χειρότεροι από τους Παλαιότουρκους. Αλλάζοντας προσανατολισμό, επεδίωξαν τη δημιουργία «καθαρά τουρκικού εθνικού κράτους» διά της μεθόδου της φυσικής εξόντωσης των χριστιανών.
Πράγματι, δεν πέρασαν λίγοι μήνες από της ανακηρύξεως του Συντάγματος και οι εισηγητές του εκδήλωσαν τις πραγματικές τους προθέσεις με το σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους».
Αφού η νεοτουρκική κυβέρνηση εξασφάλισε την εξουσία εξορίζοντας το σουλτάνο στη Θεσσαλονίκη, έστειλε στην Ανατολή τους πράκτορές της να διακηρύξουν τις αρχές του Συντάγματος.
Οι Τούρκοι πρόσφυγες από τη Μακεδονία, τη Θράκη και την Ήπειρο, που ήρθαν μετά τους βαλκανικούς πολέμους στον Πόντο, τροφοδότησαν τον ήδη υπάρχοντα φανατισμό κατά των Ελλήνων. Επιπλέον, ο εμπορικός αποκλεισμός που τους επιβλήθηκε, τους συρρίκνωσε και οικονομικά. «Τότε πλέον διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί ημών και εγνώσθη ότι το σύνταγμα της Τουρκίας δεν ήτο άλλο τίποτε ειμή φενάκη, καμουφλαρισμένη πρόσοψις προς καταστροφήν των Χριστιανών».
Το 1914 ξέσπασε παγκόσμια σύρραξη. Η Γερμανία συμμάχησε με την Τουρκία. Στις 20 Ιουλίου 1914 κηρύχτηκε γενική επιστράτευση. Στις δυο έδρες της εκκλησιαστικής επαρχίας Χαλδίας, Χεριάνων και Κερασούντας, την Αργυρούπολη και την Κερασούντα, χρησιμοποίησαν τα κτήρια των ελληνικών σχολών για στρατώνες, σύμφωνα με το νόμο περί επιτάξεως «για τις ανάγκες του τουρκικού στρατού».
Με τον ίδιο νόμο έμπαιναν οι αρμόδιοι στρατιώτες στα ελληνικά καταστήματα της Αργυρούπολης, έπαιρναν ό,τι ήθελαν και άφηναν μια απόδειξη με την τιμή, «εξοφλητέα μετά το πέρας του πολέμου».
Με δικαιολογία την επίταξη επίσης, γύμνωσαν τις μονές Χουτουρά, Γουμερά και Χαλιναρά, ενώ από τα ελληνικά σπίτια αφαίρεσαν τα πάντα, ακόμη και είδη άσχετα με τις στρατιωτικές ανάγκες.
Η επιστράτευση αφορούσε τις ηλικίες 20-50 ετών κάθε εθνικότητας. ∆όθηκε όμως τρίμηνη προθεσμία για καταβολή του «αντισηκώματος», του ποσού των 44 λιρών αντί της θητείας. Οι πόροι των χριστιανών της επαρχίας Χαλδίας- Κερασούντας, εκείνη ακριβώς την εποχή, δεν τους εξασφάλιζαν οικονομική άνεση.
Αφ’ ενός μεν είχε διακοπεί το εμπόριο και αφ’ ετέρου δεν είχε γίνει ακόμη η συγκομιδή των καρπών. Πουλούσαν ό,τι είχαν για να πληρώσουν. Η μια φορά δεν ήταν αρκετή. Αν δεν είχαν να πληρώσουν δεύτερη και τρίτη, υποχρεωτικά κατατάσσονταν στο στρατό.
Η συμπεριφορά προς τους στρατευμένους χριστιανούς ήταν τόσο απάνθρωπη, που συχνό ήταν το φαινόμενο των φυγόστρατων. Πολλοί από αυτούς έγιναν αντάρτες και
ανέλαβαν την προστασία του άμαχου ελληνικού πληθυσμού. Όσοι όμως συλλαμβάνονταν είχαν σκληρή τιμωρία.
Το Μάιο του 1915 κάποιοι φυγόστρατοι νέοι στην Κερασούντα αποπειράθηκαν να αποδράσουν με μια βάρκα. Έγιναν αντιληπτοί όμως και δέχτηκαν πυροβολισμούς, από τους οποίους γλίτωσαν τριάντα τρία παλικάρια. Αλυσόδετοι μεταφέρθηκαν στο στρατοδικείο της Αμισού, όπου τους περίμενε βέβαιος θάνατος αν δεν επενέβαινε ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης.
Μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων (1915), οι Τούρκοι δεν εμπιστεύονταν καθόλου τους Χριστιανούς, από τους οποίους απέσπασαν τα όπλα και τους έστειλαν στα «τάγματα εργασίας» τα λεγόμενα «αμελέ ταμπουρού». Υποσιτιζόμενοι, άστεγοι, εργάζονταν σκληρά και πέθαιναν καθημερινά από τις ταλαιπωρίες.
Την ίδια περίοδο άρχισαν οι εκτοπίσεις και οι εξορίες άμαχων ελληνικών πληθυσμών στα βάθη του Πόντου, σε βαρύ χειμώνα, χωρίς τροφή, στέγη, περίθαλψη, με αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό τους.
Στον Άγιο Φωκά Μούζενας ο ξεκληρισμός των κατοίκων διά των εκτοπισμών ξεκίνησε με αφορμή το ενδιαφέρον του αγαθού ιερέα για τον οπλισμό φιλοξενούμενών του Τούρκων χωροφυλάκων, διότι εκλήφθηκε ως «συγκέντρωση πληροφοριών για προδοσία».
Στις περιφέρειες Αργυρούπολης, Άρδασσας και Κρώμνης της επαρχίας Χαλδίας, το Μάρτιο του 1916, συνελήφθησαν όλοι οι Έλληνες από 15 έως 70 ετών με σκοπό τον εκτοπισμό τους. Τελικά οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι κατόπιν ενεργειών του Χρύσανθου Τραπεζούντος, τον οποίο ευχαρίστησε με επιστολή του ο αρχιερατικός επίτροπος Χαλδίας. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους η Τραπεζούντα παραδόθηκε στους Ρώσους.
Υπό την κατοχή τους εξασφαλίστηκε σχετική ασφάλεια και στην επαρχία Ροδοπόλεως, όπως και σε τμήμα της γειτονικής επαρχίας Χαλδίας, κυρίως στην Αργυρούπολη και το Τορούλ (Μεσοχαλδία).
Ωστόσο, εν όψει της έλευσης του ρωσικού στρατού, οι Έλληνες κάτοικοι υπέφεραν πολλά από τους Τούρκους που υποχωρούσαν. Το μεγαλύτερο μέρος δε της επαρχίας, τα Χερίανα και η Κερασούντα, παρέμεναν στον τουρκικό τομέα.
Οι εκτοπισμοί των γυναικοπαίδων συνεχίζονταν. Παρά τα επανειλημμένα διαβήματα του μητροπολίτη Λαυρεντίου προς το διοικητή Βεχήπ πασά, εκείνος επέμενε υποκριτικά ότι «η απομάκρυνσις εκ της παραλίας είναι προσωρινή και προς το συμφέρον» των Ελλήνων.
Σε άλλο τηλεγράφημα προς το μητροπολίτη, ο Τούρκος επίτροπος πληροφορούσε ότι «δεν είναι δυνατόν να επανέλθωσι εις τα μέρη των οι κάτοικοι μερικών χωρίων, των οποίων η μετανάστευσις εθεωρήθη αναγκαία διά λόγους στρατιωτικούς».
Συγχρόνως προειδοποιούσε ότι όσοι «επεζήτησαν να επανέλθωσιν εις τας εστίας των, θα συλληφθώσιν».
«7 Φεβρουαρίου 1917. …Μετά κατάληψιν Τραπεζούντος υπό Ρώσων μυριάδες Τούρκων μεταναστών ενέσκυψαν στην επαρχία Κερασούντος, ελεηλάτησαν τα ελληνικά χωρία και ανεχώρησαν καταλείποντες χολέραν και τύφον. Κατά διαταγήν του Βαλή της Τραπεζούντος ήρχισε νέα καταδίωξις των Ελλήνων, συλληφθέντων και εξορισθέντων των πλουσιοτέρων εξ’ αυτών.
Όταν υπό του γενικού επιτελείου απεφασίσθη η απομάκρυνσις των Ελλήνων από την παραλίαν του Ευξείνου Πόντου, αύτη εξετελέσθη υπό του Βαλή Τραπεζούντος και των οργάνων του κατά τον μάλλον απαίσιον τρόπον.
Παρά τας διαβεβαιώσεις του αρχηγού του τρίτου στρατιωτικού σώματος, η εκκένωσις των χωρίων εξετελέσθη εντός 24 ωρών, μη επιτρέποντος εις τους εκτοπιζόμενους να παραλάβωσιν μεθ’ εαυτών ούτε τροφάς, ούτε ενδύματα, ούτε οικοσκευάς.
∆ιανυκτέρευσαν δε εν υπαίθρω υπό ραγδαίαν βροχήν και ισχυράν συνοδείαν χωροφυλάκων. Εις ουδέν χωρίον επετράπη αυτοίς να επικοινωνήσωσι μετά της Μητροπόλεως, μετά δε την αναχώρησίν των Τούρκοι υπάλληλοι και ιδιώται διήρπασαν τας περιουσίας των. Τα εκκενωθέντα χωρία ανέρχονται εις 38, ο δε πληθυσμός εις 23.000».
Το ίδιο συνέβαινε και στον υπόλοιπο Πόντο. Από το Ακ Νταγ, αποικία της Χαλδίας στην Άγκυρα, χαρακτηριστική είναι η εξής περίπτωση στρατεύσιμου νέου: «Το Σεπτέμβριο του 1916 με πήραν από το χωριό μου, το Αχτραχμαλού της περιφέρειας Ακ Νταγ μαντέν. Μετά από πορεία 35 ημερών, άντρες 18 ως 50 χρονών, φτάσαμε στο Κοζάτ…. Όπλα δε μας έδωσαν.
Από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα κουβαλούσαμε πυρομαχικά και άλλα εφόδια στο στρατό που πολεμούσε (με τους Ρώσους) ή επισκευάζαμε τους δρόμους… Κάθε μέρα πέθαινε κάποιος από την εξάντληση ή το ξυλοκόπημα. Πολλές φορές τα παλιά μας τσαρούχια τα ψήναμε στη φωτιά, τα αλατίζαμε και τα τρώγαμε. Το Νοέμβριο άρχισε να μας θερίζει και ο τύφος, όμως το άνοιγμα των δρόμων από τα χιόνια συνέχιζε και πολλές φορές αντικαθιστούσαμε τα ζώα στο να τραβάμε κάρα ή πυροβόλα».
Ενώ συνεχιζόταν ο πόλεμος, οι ελληνικοί πληθυσμοί αποδεκατίζονταν με πρωτοφανή αγριότητα. Είναι ενδεικτική η περίπτωση του ναού Αγίου Γεωργίου στο Πάτλαμα, προάστιο της Κερασούντας, όπου κλείνονταν όσοι εκτοπισθέντες επιχειρούσαν να διαφύγουν. Οι περισσότεροι ήταν από χωριά της Αργυρούπολης. Στοιβαγμένοι στο μικρό χώρο του ναού, ζωντανοί και νεκροί μαζί, καταδικάζονταν σε αργό θάνατο κάτω από άθλιες συνθήκες: πείνα, δίψα, έλλειψη οξυγόνου, ακαθαρσία.
Γύρω στις 3.000 Έλληνες έχασαν εκεί τη ζωή τους. Ακόμη, συνήθεις ήταν σκηνές όπως αυτή των μικρών παιδιών των εκτοπισθέντων που συλλαμβάνονταν στους δρόμους της Κερασούντας, συγκεντρώνονταν κατά δεκάδες στις βάρκες και ρίχνονταν στη θάλασσα. Η κατάσταση έγινε περισσότερο απελπιστική, όταν κατέρρευσε το μέτωπο.
Τα ρωσικά στρατεύματα οπισθοχωρούσαν εξ’ αιτίας της επικράτησης των μπολσεβίκων τον Οκτώβριο 1917 και μαζί αποχωρούσαν χιλιάδες Έλληνες. Από τους 90.000 εναπομείναντες κατοίκους της επαρχίας Χαλδίας, οι μισοί κατέφυγαν στη Ρωσία. Ακολούθησε η επάνοδος του τουρκικού στρατού, στις αρχές του 1918.
Σε έκθεση προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο ο Χρύσανθος κατήγγειλε άγριες λεηλασίες σε βάρος της επαρχίας του. Το Μάρτη του 1918 ο Βεχήπ-πασάς μετέφερε το στρατηγείο του στην Τραπεζούντα, όπου εγκαταστάθηκε η τουρκική κυβέρνηση για να προβεί και πάλι σε αυθαιρεσίες.
Το ίδιο συνέβαινε και στα χωριά της Χαλδίας. «Καθ’ ολοκληρίαν του επάρατου έτους 1918 αι τουρκικαί ορδαί αφηνιασμέναι και ακράτηται διέτρεχον χωρία, κωμοπόλεις και πόλεις λεηλατούσαι και κατακαίουσαι…».
Κορκοτά, Χαβίανα, Πιβερά, Άδυσσα, Ρυάκ, Παλαιοχώρι, έγιναν στόχοι των επιδρομέων. Στην Τσίτη οι Τούρκοι λήστεψαν τους συγχωριανούς τους Έλληνες και στράφη-καν εναντίον της μονής Παναγίας Γουμερά.
Ο εκ Χαλδίας μητροπολίτης Κολωνίας Γερβάσιος Σουμελίδης έγραφε προς το σύλλογο «Ελεύθερος Πόντος» της Θεσσαλονίκης: «Όσον αφορά τα τμήματα Αργυρουπόλεως, Τορούλ, Χεριάνων, Τριπόλεως, Κιουρτούν, Κερασούντος, εκφραστικότερος χαρακτηρισμός από τις κατωτέρω τρεις λέξεις δεν υπάρχει: φρίκη, ερείπια, νεκροταφεία».
Στο μεταξύ, οι Πόντιοι της ∆ιασποράς, σε Ρωσία, Γαλλία, Κωνσταντινούπολη και Ελλάδα, ξεκίνησαν την προσπάθεια για δημιουργία αυτόνομου ποντιακού κράτους.
Πρωτεργάτες ήταν ο Κ. Κωνσταντινίδης, οι μητροπολίτες Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης, ο Αμισού και Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, ο Βασίλειος Ιωαννίδης, ο Λεωνίδας Ιασωνίδης κ.ά.. ∆υστυχώς όμως, το κίνημα αυτό απέτυχε, αφού δεν είχε σταθερούς και καθολικά αποδεκτούς στόχους.
Οι διαδόσεις περί επικείμενης ελευθερίας ενίσχυσαν το φαινόμενο της ένοπλης αντίστασης κατά των Τούρκων: «… οι ημέτεροι (Αργυροπολίτες) νέοι, υπό την ιδέα ότι επίκειται η ίδρυσις της Ποντιακής ∆ημοκρατίας, ήρπασαν τα όπλα και κυρίως εξ Αργυρουπόλεως καταφθάσαντες εις το χωρίον Άτρα ήρχισαν μάχην μετά Τούρκων».
Τη δράση των νέων αυτών εμπόδισε για λόγους «σύνεσης» ο αρχιερατικός επίτροπος Χαλδίας, ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος, αδελφός του μητροπολίτη Λαυρέντιου.
Επίσης ο Θεόδωρος συμφώνησε με τον Τούρκο αξιωματικό, εν όψει της αποχώρησης των Ρώσων, να καταλάβει αμέσως την Αργυρούπολη «για να αποκατασταθεί η τάξη».
Οι φιλοπάτριδες εκείνοι νέοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους.
Γενικά η μητρόπολη Χαλδίας κράτησε μετριοπαθή πολιτική θέλοντας να αποδείξει στους Τούρκους ότι δεν την άγγιζε η κατηγορία για «ίδρυση μιας ποντιακής ρωμαίικης κυβέρνησης».
Αυτή ακριβώς η πολιτική όμως, στάθηκε αιτία να κατηγορηθεί ο μητροπολίτης, που σε όλην τη διάρκεια των διωγμών απουσίαζε από την Αργυρούπολη.
Μετά την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, τον Οκτώβριο του 1918, για λίγο καιρό σταμάτησαν οι διώξεις.
Οι περιορισμοί στους τόπους εξορίας και εξοντώσεως χαλάρωσαν. Όσοι απόμειναν, θλιβερά ερείπια ενός ζωντανού και δραστήριου πληθυσμού, επέστρεφαν κάτισχνοι και σκελετωμένοι στις καμένες εστίες τους και με εκπληκτικό δυναμισμό βάλθηκαν να ξαναδημιουργήσουν αυτά που είχαν χάσει: «Πριν ή εγκαταστήσωσι θύρας ή παράθυρα εις τας κατεστραμένας οικίας των, συνέστησαν κοινότητας, ήνοιξαν τας πύλας των εκπαιδευτηρίων, κατήρτισαν συλλόγους, διοργάνωσαν συσσίτια και λέσχες και εγκαθίδρυσαν ορφανοτροφεία.
Οι βεβηλωθέντες ναοί επανεύρον την ιερότητα του πε-ριβόλου των και τα φυτώρια των Μουσών ακμαιοτέρους τους τροφίμους των». Λίγους μήνες μετά την Ανακωχή, το ορφανοτροφείο της Πουλαντζάκης φιλοξενούσε 130 ορφανά, της Κερασούντας 220, της Αργυρούπολης 330. Τα Φροντιστήρια Αργυρούπολης και Κερασούντας ξανάρχισαν τα μαθήματα.
Η εκδικητική μανία κατά των χριστιανών, εμφανίζεται και πάλι το 1919. Πολλοί Έλληνες από τα χωριά της Χαλδίας Παλαγία και Σαρπίσκια βασανίστηκαν και ρίχτηκαν στις φυλακές. Ο Τοπάλ Οσμάν, πρωτεργάτης της νεοτουρκικής ιδεολογίας έγινε δήμαρχος Κερασούντας, οπότε συνέχισε και επίσημα τη δολοφονική του δραστηριότητα.
Ο Παναγιώτης Ερμείδης, δικηγόρος, ο Χαράλαμπος Ελευθεριάδης, νομικός σύμβουλος της οθωμανικής Τράπεζας, ο Γεώργιος Καλογερόπουλος, διευθυντής του ορφανοτροφείου, είναι ελάχιστοι από τους Έλληνες που κατακρεουργήθηκαν ή στραγγαλίστηκαν το 1919, αφού συνελήφθησαν ύπουλα από τους τσέτες του «τέρατος», όπως αποκαλούσαν τον Τοπάλ Οσμάν.
Ακόμη, οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στους Έλληνες, που είχαν καταφύγει στη Ρωσία κατά τον πόλεμο, να επανέλθουν. Τα πλοία που διέθεσε η ελληνική κυβέρνηση για να τους επαναφέρει, εμποδίζονταν από τις τουρκικές λιμενικές αρχές να προσορμιστούν.
Όσοι κατάφερναν τελικά να επανέλθουν, αντιμετώπιζαν την απειλή της φυλακής ή και του θανάτου, οπότε ανεστάλη το κύμα επανόδου των προσφύγων.
Τον Απρίλη του 1919, όταν ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός έφτασε στην Κερασούντα φέρνοντας ανθρωπιστική βοήθεια, ο Λαυρέντιος ήταν εκεί και χωροστάτησε στη δοξολογία που έγινε μαζί με τον Αμισού Γερμανό. Είναι πιθανή, αλλά όχι εξακριβωμένη η συμμετοχή του στην επιτροπή προσφύγων, που οργάνωνε συσσίτιο για 3.000 άτομα.
«Ελλείψει πόρων η επιτροπή των προσφύγων όρισε διά τους 2.500 πρόσφυγας και πτωχούς τους σιτιζομένους εις τα συσσίτια, την παροχήν τροφής μεν καθ’ εκάστην, άρτου δε τρεις φορές την εβδομάδα.
Λόγω όμως του νέου πλήθους των προσφύγων, οι οποίοι από τα διάφορα μέρη της υπαίθρου κατέρχονται εδώ, η Επιτροπή αποφάσισε όπως αυξήση τον αριθμό των σιτιζομένων εις 3.000, παρέχουσα εις αυτούς την μεν μίαν ημέραν μόνον τροφήν, την δε άλλην μόνο άρτον. Το μέτρον τούτο ήρχισε εφαρμοζόμενον από σήμερον».
Στις 19 Μαΐου του 1919, ο Κεμάλ Ατατούρκ, στρατιωτικός, αντίπαλος του σουλτάνου Φερίτ, επιβιβάστηκε στη Σαμψούντα και ξεσήκωνε τους Τούρκους της Μικρασίας.
Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Χρύσανθος επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη, όπου κατέληξε σε γραπτή συμφωνία με τους συνεργάτες του Κεμάλ περί αποδοχής κηδεμονευομένης ισοπολιτείας του Πόντου.
Το Σεπτέμβριο πραγματοποιήθηκε στη Σεβάστεια η Εθνοσυνέλευση των Νεοτούρκων, η οποία αποφάσιζε να δεχθεί την αμερικανική κηδεμονία, τονίζοντας όμως «τη μη παραχώρηση πολλών προνομίων στο χριστιανικό πληθυσμό». Τον Απρίλη του 1920 εγκαταστάθηκε στην Άγκυρα η νέα κυβέρνηση.
Παράλληλα ο Χρύσανθος διαπραγματεύθηκε το σενάριο ποντοαρμενικής ομοσπονδίας και εξασφάλισε τη συμμαχία των Αρμενίων (Ερεβάν, Ιανουάριος 1920), «ίνα προστατεύσωσι τους Έλληνας του Πόντου και ίνα αντιμετωπίσωσι πάντα κίνδυνον προερχόμενον εκ των τουρκικών στρατευμάτων, τακτικών ή ατάκτων».
Ωστόσο, το κυρίως αίτημα των Ποντίων ήταν η αυτονομία του Πόντου ή η αναγνώριση ανεξάρτητου ποντιακού κράτους.
Το 1921, όταν ο πρωθυπουργός Γούναρης επισκέφθηκε τη Σμύρνη, τον συνάντησε η Επιτροπή Ποντίων Κωνσταντινούπολης για να του ζητήσει ελληνική στρατιωτική επέμβαση από τα παράλια του Πόντου. Κι εκείνος δήλωσε ότι «η κυβέρνησις δεν εγκρίνει επί του παρόντος…».
Η πολιτική των συμμάχων Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων, μεταβλήθηκε σε φιλοτουρκική, βραχυκυκλώνοντας τις ελληνικές προσπάθειες, τόσο στον ένοπλο, όσο και στον διπλωματικό αγώνα.
Συμπαράσταση δεν υπήρχε, τουλάχιστον ενεργής, ούτε από τη Μ. Εκκλησία. Κατά τη διάρκεια των διώξεων, ο Πατριάρχης Γερμανός εύρισκε υπερβολικές τις αναφορές των μητροπολιτών και συμβούλευε τους μητροπολίτες «να μην αντιδρούν ευθέως».
Όλα αυτά, ενώ οι Τούρκοι συνέχιζαν το έργο τους: «Μετά την ανακωχή, ο Οσμάν αγάς εξόντωσε μέχρις ενός τα θλιβερά απομεινάρια 80 περίπου χωρίων της περιφερείας Χαλδίας – Κερασούντος με τον οδυνηρότερο τρόπο. Περικύκλωσε τα χωρία διά μεγάλης δυνάμεως “τσετών” και συνέλαβε όλους τους κατοίκους μετά των γυναικών και παιδίων, τους ενέκλεισε εις μερικά σπίτια και τους κατέκαυσε ζώντας».
Σύμφωνα με τον Κεμάλ Ατατούρκ, το έθνος του κινδύνευε από την «ίδρυση ρωμαίικης ∆ημοκρατίας στην επαρχία Τραπεζούντας». Από το ∆εκέμβρη του 1920 άρχισαν οι ατομικές συλλήψεις Ελλήνων και να αποστέλονται στις φυλακές της Αμάσειας. Από τα τέλη Αυγούστου 1921, λειτούργησαν τα «∆ικαστήρια Ανεξαρτησίας», που καταδίκαζαν τους συλεφθέντες με την κατηγορία ότι «εσκόπουν να ιδρύσωσι ∆ημοκρατίαν του Πόντου».
Η διαδικασία που ακολουθούσε ο πρόεδρος, βουλευτής Κεβατζέ Ζατέ Εμίν βέης, ήταν η εξής: εκφωνούσε τα ονόματα των κατηγορουμένων, τους ειρωνεύονταν, τους έβριζε χυδαία και ανακοίνωνε την καταδικαστική απόφαση, η οποία κατά 99/100 ήταν θάνατος διά απαγχονισμού.
Τον Αύγουστο 1921 η Αστυνομία της Αργυρούπολης έκανε εξονυχιστική έρευνα για ανεύρεση ενοχοποιητικών στοιχείων σχετικά με το κίνημα ανεξαρτησίας του Πόντου. Αφού δε βρέθηκαν, κατήγγειλε τους προκρίτους στις δικαστικές αρχές για φανταστικές υπερβάσεις σε βάρος των Τούρκων κατά τη ρωσική κατοχή. Μεταξύ αυτών ήταν και ο δήμαρχος Νικόλαος Μουμτζίδης.
Επί τέσσερις μήνες φυλακισμένοι οι πρόκριτοι υποβλήθηκαν σε 17 δίκες. Τελικά αθωώθηκαν χάρη στη συνηγορία Τούρκων Αργυρουπολιτών που θυμήθηκαν τις επί ρωσικής κατοχής ευεργεσίες τους.
Οι διώξεις συνεχίζονταν στην επαρχία για τους ελάχιστους εναπομείναντες. Κάποιοι πρόλαβαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, όπως τα γυναικόπαιδα στη Μασούρα Μούζενας, που ειδοποιήθηκαν για όσα θα συνέβαιναν.
Αντίθετα, κάποια άλλα, όπως «…τα χωριά Σάντας και Κρώμνης λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Εξακολούθησαν επίσης οι εξορίες στα τάγματα εργασίας: «Και την 6η ∆εκεμβρίου του 1921, εις την καρδίαν του χειμώνος, οι από ηλικίας 15-60 ετών κάτοικοι της Αργυρουπόλεως, 49 τον αριθμό, συναθροισθέντες δι’ ονομαστικού καταλόγου, οδηγήθημεν εις το Ταλταπάν, όπου αφού εκρατήθησαν οι κτίσται και οι εργάται δι’ αγγαρείας, μετά πολλών άλλων αθροισθέντων χωρικών και συνοδεία χωροφυλάκων, διελθόντες το φοβερόν όρος Κοπ-Νταγ εφθάσαμεν εξόριστοι εις Ερζερούμ».
Το Μάρτιο του 1922 εγκαταστάθηκαν στην Αργυρούπολη 400 Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Οι βιαιοπραγίες τους περιορίστηκαν χάρη στους εντόπιους Τούρκους. ∆ιασκορπίστηκαν προς την Κερασούντα, αφού καθ’ οδόν λήστεψαν τα λιγοστά πλέον χριστιανικά χωριά της επαρχίας.
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, κατόπιν πλήρους εγκατάλειψης των συμμάχων, κατέρρευσε το ελληνικό μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφτηκε στη Λωζάνη ειρηνευτική συνθήκη. Τους όρους της ειρήνης υπαγόρευε η «νικήτρια» Τουρκία.
Η ειρήνη αυτή, εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Μεγάλων ∆υνάμεων. Συνάμα, έδινε λύση στο δράμα του ποντιακού λαού με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών.
Από τους Έλληνες κατοίκους της εκκλησιαστικής επαρχίας Χαλδίας, Χεριάνων και Κερασούντας, ένα πολύ μικρό ποσοστό κατάφερε να διασωθεί και να φτάσει τελικά στην Ελλάδα.
* O Δρ. Φώτης Δ. Κουτσουπιάς είναι μέλος του μητρώου πολιτικών στελεχών της Νέας Δημοκρατίας.