Η ανάκαμψη του 2014 διακόπηκε βιαίως το 2015

Η εκταμίευση χθες των 7,5 δισ. ευρώ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) προς την Ελλάδα αποτελεί μία σημαντική στιγμή τόσο για τη χώρα όσο και για την Ευρώπη, δήλωσε ο γενικός διευθυντής του ESΜ, Κλάους Ρέγκλινγκ, μιλώντας σε συνέδριο του Economist στην Αθήνα.

«Είναι μία αναγνώριση για την πρόοδο που κάνει η Ελλάδα στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας της. Δείχνει, επίσης, ότι η Ευρώπη δεν θα αφήσει την Ελλάδα μόνη.

Η Ελλάδα είναι μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας», τόνισε ο κ. Ρέγκλινγκ, προσθέτοντας ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει να δείχνει, αν χρειαστεί, την οικονομική συμπαράστασή της προς την Ελλάδα. Τα υπόλοιπα 2,8 δισ. ευρώ, είπε, θα δοθούν, όταν η Ελλάδα ικανοποιήσει περαιτέρω προαπαιτούμενα και εξοφληθούν κάποιες από τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις (του Δημοσίου προς ιδιώτες).

Ο επικεφαλής του ESM σημείωσε ότι η Ευρωζώνη θέλει να στηρίξει πάλι την προσπάθεια της Ελλάδας με περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους της.

Η ελάφρυνση που συμφωνήθηκε στο Eurogroup του Μαΐου, είπε, είναι σταδιακή και χαρακτήρισε την προσέγγιση αυτή σωστή για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή θέτει τα σωστά κίνητρα για συμμόρφωση με το υπόλοιπο μέρος του προγράμματος και, δεύτερον, επειδή οι εταίροι της Ελλάδας στην Ευρωζώνη αποφεύγουν τη χορήγηση είτε πολύ μεγάλης ελάφρυνσης τώρα είτε ανεπαρκούς ελάφρυνσης, καθώς δεν μπορούν να προβλέψουν αυτή τη στιγμή πως θα είναι η ελληνική οικονομία μετά από 10 ή 20 χρόνια.

Στο σημείο αυτό, ο κ. Ρέγκλινγκ σημείωσε ότι το γεγονός πως το πακέτο ελάφρυνσης του χρέους επεκτείνεται σε πολλά χρόνια δεν συμβαίνει επειδή η Ευρώπη είναι απρόθυμη να δώσει πρόσθετο περιθώριο στην Ελλάδα, «αλλά αντίθετα αποτελεί ένδειξη ότι θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε την Ελλάδα για πολλά χρόνια». «Θα συνεχίσουμε να αναγνωρίζουμε ότι η Ελλάδα είναι αδιαμφισβήτητο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας», είπε.

Αναφερόμενος στη συνέχεια του προγράμματος, ο Ρέγκλινγκ σημείωσε ότι μένει πολλή δουλειά να γίνει τα δύο επόμενα χρόνια. «Για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης το φθινόπωρο, η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση του νόμου για τις εργασιακές σχέσεις, να δημιουργήσει ένα πιο φιλικό για τις επιχειρήσεις επενδυτικό περιβάλλον και να διευκολύνει το εμπόριο.

Μία επιτυχής εφαρμογή του προγράμματος είναι ο μόνος τρόπος για την Ελλάδα να ανακτήσει την πρόσβασή της στην αγορά και για να έχουν πραγματικό αποτέλεσμα τα όποια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους».

Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος τόνισε την ανάγκη να μην καθυστερούν πολύ οι αξιολογήσεις του προγράμματος και να αποκτήσει η Ελλάδα την ιδιοκτησία του προγράμματος.

Η τελευταία εκταμίευση ήρθε μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, αλλά υπήρξαν μεγάλες καθυστερήσεις, σημείωσε, που αποτελούν βάρος για την οικονομία, καθώς καθυστερούν τις μεταρρυθμίσεις και αυξάνουν τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου. «Είναι καλό να υπενθυμίζεται ότι οι συζητήσεις αυτές δεν πρέπει να διαρκούν πολύ. Η Ελλάδα χρειάζεται ισχυρότερη ιδιοκτησία των προγραμμάτων προσαρμογής», τόνισε.

Αναφερόμενος στα επιτεύγματα της Ελλάδας, ο Ρέγκλινγκ σημείωσε: «Κατά την άποψή μου, η Ελλάδα εργάσθηκε σκληρά με την Ευρώπη.

Και αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο για τον λαό της». Ειδικότερα, στάθηκε στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, σημειώνοντας ότι η απλοποίηση των κριτηρίων πρόωρης συνταξιοδότησης και ο εξορθολογισμός των διάφορων συνταξιοδοτικών ταμείων θα βοηθήσουν να τεθούν σε βιώσιμα επίπεδα οι σημερινές και μελλοντικές συνταξιοδοτικές δαπάνες.

Στη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, είπε, υπήρξε καλή πρόοδος στην κατεύθυνση ενός πιο αποδοτικού δημόσιου τομέα, ενώ υπήρξε σημαντική μεταρρύθμιση στην φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων, που έκανε το σύστημα πιο αποτελεσματικό και στοχεύει στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.

«Παρά τις αρχικές καθυστερήσεις, είδαμε σημαντική πρόοδο στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων. Αυτές αναμένεται να κάνουν πιο αποτελεσματική την οικονομία και να δημιουργήσουν έσοδα για τη μείωση του χρέους», τόνισε ο Ρέγκλινγκ.

«Με τις μεταρρυθμίσεις αυτές», συνέχισε, «η Ελλάδα είναι και πάλι σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης», προσθέτοντας ότι θα πρέπει να γίνει επανεκκίνηση της ανάκαμψης που άρχισε το 2014 και διακόπηκε από τις πολιτικές εξελίξεις στο πρώτο εξάμηνο του 2015.